Από το βιβλίο -8ο κεφάλαιο- του Γιώργου Αλεξάτου «Το
τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό ττραγούδι στη
μεταπολεμική Ελλάδα» (α΄ έκδοση Γειτονιές του κόσμου 2006, β΄ έκδοση Κουκκίδα
2014)
[…]
Τέτοια πεισιθανάτια τραγούδια συγκεντρώνουν, κατά κύριο
λόγο, τα πυρά όλων εκείνων που ενοχλούνται από το «μοιρολατρικό» στοιχείο του
λαϊκού τραγουδιού. Δυστυχώς, εκτός από τους αστούς και τους βολεμένους
μικροαστούς, που δύσκολα θα μπορούσαν να μπουν στο πνεύμα αυτών των τραγουδιών,
εκτός από τους νεαρούληδες των μεσαίων στρωμάτων, που «είναι αλλού» ή έστω έτσι
φαντάζονται, αλλά πάντα μακριά κι αυτοί από το πνεύμα αυτών των τραγουδιών,
εκτός κι από κάποιους πρώην εργάτες, που έγιναν εργολάβοι ή γουνέμποροι κι
αποφεύγουν οτιδήποτε θυμίζει την κοινωνική τους προέλευση, τα τραγούδια αυτά
βάλλονται κι από αριστερούς διανοούμενους ή απλώς διανοητικά εργαζόμενους, ως
κατεξοχήν μοιρολατρικά, άρα ως εμπόδιο στην ταξική συνειδητοποίηση κ.λπ. κ.λπ.
Δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι ένας εργάτης που η απελπισία από τη φτώχεια τού φέρνει στα χείλη τραγούδια καταγγελίας αυτής της φτώχειας, που δεν έχει όρια ζωής και θανάτου, έχει ήδη συνείδηση της κοινωνικής του θέσης και προφανώς δεν περίμενε να του το πουν οι… μαρξιστές. Έχει απορρίψει αυθόρμητα την καπιταλιστική κοινωνία τόσο, που μόνο με τον θάνατο ελπίζει σε λύτρωση απ’ τη ζωή ως εργάτη. Κρίμα που αυτά τα τραγούδια δεν είχαν κι από έναν τελευταίο στίχο, που λίγο πολύ να έλεγε:
«Γι’ αυτό, λοιπόν, απάνω τους, φτωχοί όλοι μαζί
Εμπρός, με μια συνείδηση ατόφια ταξική.»
Αλλά, τότε, δεν θα γράφονταν τραγούδια. Ήταν πιο εύκολο να
μελοποιούνται οι αποφάσεις της ΕΔΑ, τα συνθήματα της «Φωνής της Αλήθειας», τα
κύρια άρθρα της «Αυγής», άντε κι οι αγορεύσεις του Πασαλίδη και του Ηλιού στη
Βουλή. Που τους τα ’λεγαν και καλά!
Το λαϊκό τραγούδι της εποχής αναφέρεται, συχνά, σε ζητήματα σχετικά με τη φυλακή, ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές στην εξορία. Στα τραγούδια αυτά διαπιστώνεται μεγάλη διαφορά από τα ρεμπέτικα της ίδιας θεματικής. Στα ρεμπέτικα, συνήθως, ο πόνος της φυλακής διασκεδαζόταν με την ειρωνεία και συχνά τον αυτοχλευασμό («Στον Ωρωπό, καλέ, την περνάμε φίνα, πιο καλά κι απ’ την Αθήνα…»), ενώ δεν απουσίαζε και η εξύμνηση των «φυλακόβιων», της μαγκιάς που μπαινόβγαινε στις φυλακές. Στο μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι δεν συναντώνται τέτοια στοιχεία.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες είναι αυτοί που πέρασαν από τις φυλακές ή που εξορίστηκαν για πολιτικούς λόγους. Μέχρι και το 1964 εξακολουθούσαν να υπάρχουν εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι, ενώ οι τελευταίοι αποφυλακίστηκαν μόλις το 1966. Για να ξαναγεμίσουν οι φυλακές και τα ξερονήσια ένα χρόνο μετά. Όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε λαϊκή γειτονιά που να μην είχε τους δικούς της καταδιωκόμενους.
Εκτός από τις δεκάδες χιλιάδες αυτών που φυλακίστηκαν για τη συμμετοχή τους στο εαμικό κίνημα, στο ΚΚΕ και στις προσπάθειες ανασυγκρότησης του κινήματος μετά την ήττα, υπήρχε κι ένα πλήθος άλλων, οι οποίοι καταδικάζονταν για άσχετους με την πολιτική δράση λόγους, που σε άλλες περιπτώσεις θα επιδεικνυόταν επιείκεια. Επρόκειτο για τους πολίτες δεύτερης κατηγορίας, τους «μη εθνικόφρονες», αλλά και για τον κόσμο της φτωχολογιάς γενικότερα, που δεν είχε «πλάτες» κι έπεφτε θύμα των οποιωνδήποτε ισχυρών της ημέρας.
Από τα μεταπολεμικά τραγούδια της φυλακής αναβλύζει πόνος, που, τώρα πια, πηγάζει από τη συνείδηση της κοινωνικής αδικίας. Στίχοι, όπως αυτοί που τραγούδησε ο Στέλιος Καζαντζίδης, είναι χαρακτηριστικοί:
Άνθρωπε άδικε γιατί, θες να με δεις στη φυλακή;
Αφού δεν είμαι ένοχος, ούτε σ’ έχω πειράξει
τη δόλια μάνα μου γιατί την έκανες να κλάψει;
Αντιπροσωπευτικό είναι και το τραγούδι «Του κατάδικου η μάνα», των Θόδωρου Δερβενιώτη και Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, τραγουδισμένο, επίσης, απ’ τον Καζαντζίδη. Όπως αναφέρεται, «αν και είμαστε στο 1958, ακόμα τα ξερονήσια και οι φυλακές είναι γεμάτες από πολιτικούς κρατούμενους, που τα προβλήματά τους απασχόλησαν τον ελληνικό λαό, όπου κι αν ανήκε πολιτικά.
Το τραγούδι αυτό θέτει το πρόβλημα της φυλακής, για να καταλήξει στη χειρότερη εκδοχή, δηλαδή στο θάνατο της μάνας χωρίς να προλάβει να δει το παιδί της» (στο ίδιο, σ. 220).
Μπρος στης φυλακής την πόρτα περιμένει αποβραδίς
του κατάδικου η μάνα το παιδί της για να δει.
Για φέρτε τον κατάδικο, η
μάνα τον ζητάει
δε λογαριάζει σίδερα η μάνα σαν πονάει.
δε λογαριάζει σίδερα η μάνα σαν πονάει.
Δεν τη νοιάζει, δε ρωτάει
τι έχει κάνει το παιδί
είναι άρρωστη η μάνα και ζητάει να το δει.
είναι άρρωστη η μάνα και ζητάει να το δει.
Λίγο πριν να φέξει η μέρα
και χαράξει η αυγή
πήρε χάρη το παιδί της, μα η μάνα είναι νεκρή.
πήρε χάρη το παιδί της, μα η μάνα είναι νεκρή.
Πρέπει να συμπληρώσουμε ότι η συμπάθεια προς τους φυλακισμένους δεν απευθύνεται μόνο στους πολιτικούς κρατούμενους, αλλά και σε μεγάλο μέρος των ποινικών, όπως προκύπτει από πολλά τραγούδια της εποχής. Πρόκειται και πάλι για την αλλαγή στις συνειδήσεις που προκάλεσε η εαμική εποποιία, για τη λαϊκή αίσθηση ότι η αιτία της προσφυγής στην παρανομία ή και στο έγκλημα, βρίσκεται στα θεμέλια της κοινωνίας της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Συγκλονιστικό απ’ αυτή την άποψη το τραγούδι «Ας όψονται οι αίτιοι», που έγραψε ο ίδιος ο Καζαντζίδης, σε συνεργασία με τον Βαγγέλη Ατραΐδη.
Ψεύτικους όρκους πήρανε οι γλώσσες οι κακές
και άδικα με κλείσανε στις μαύρες φυλακές.
Δεν ξέρω τι τους έκανα, έτσι που μ’ έχουν μπλέξει
και με καταδικάσανε, χωρίς να έχω φταίξει.
Για μένα, πια, δεν
πρόκειται να φέξει η αυγή
ας όψονται οι αίτιοι που είμαι φυλακή.
ας όψονται οι αίτιοι που είμαι φυλακή.
Μες στου κελιού τη
σκοτεινιά με τρώει ο καημός
θα μείνω για παντοτινά θαμμένος ζωντανός.
Βλέπω τα μαύρα σίδερα και κλαίω πικραμένος
μακάρι, Παναγία μου, να ’μουνα πεθαμένος.
θα μείνω για παντοτινά θαμμένος ζωντανός.
Βλέπω τα μαύρα σίδερα και κλαίω πικραμένος
μακάρι, Παναγία μου, να ’μουνα πεθαμένος.
Λειτουργώντας ως τραγούδι κοινωνικής κριτικής και καταγγελίας, συμβαδίζοντας με την κοινωνική συνείδηση της εργατικής τάξης της εποχής την οποία εκφράζει, το λαϊκό τραγούδι συμβάλλει στην προετοιμασία των ιδεολογικών όρων για την αντεπίθεση, την ανάταση, που παρατηρείται από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και ιδιαίτερα στα χρόνια 1961-67.
Ακόμη και τότε, το «μαύρο τραγούδι» επιβιώνει, κυρίως στα τραγούδια της μετανάστευσης. Εντούτοις, το κυρίαρχο ρεύμα το ξεπερνάει, καθώς η ανάταση γεννάει νέες ελπίδες και το τραγούδι παρουσιάζεται περισσότερο αισιόδοξο, ενώ δυναμικά εισέρχεται στο προσκήνιο το λεγόμενο «έντεχνο λαϊκό».
Βιβλιογραφία
(περιλαμβάνει τα βιβλία και άρθρα στα οποία παραπέμπει το συγκεκριμένο
κεφάλαιο)
Αθανασάκης Μανόλης, Βασίλης Τσιτσάνης 1946 – περιοδ. Ο
Πολίτης τ. 79 και 80 2000
Αλτουσέρ Λουί, Θέσεις – Θεμέλιο 1977
Βέλλου – Κάιλ Αγγελική, Μάρκος Βαμβακάρης. Αυτοβιογραφία –
Παπαζήσης 1978
Γεραμάνης Πάνος, Στέλιος Καζαντζίδης. Όταν η φωνή φτάνει το
θρύλο – Άγκυρα 2000
Γεωργιάδης Νέαρχος, Ρεμπέτικο και πολιτική – Σύγχρονη Εποχή
1993
Ελληνιάδης Στέλιος, Μεγάλη σημαία ο Καζαντζίδης – εφημ.
Ελευθεροτυπία 21/9/2001
Ήγκλετον Τέρυ, Ο μαρξισμός και η λογοτεχνική κριτική –
Ύψιλον 1989
Καιροφύλλας Γιάννης, Η Αθήνα στη δεκαετία του ΄50 –
Φιλιππότης 1993
Καψωμένος Ερατοσθένης, Η ελληνική λογοττεχνία κατά την πρώτη
μεταπολεμική περίοδο (1945-1967), στο Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη
μεταπολεμική περίοδο (1945-1967) – Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα 1993
Κουνάδης Παναγιώτης, Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά.
μια διαδρομή στο κοινωνικό λαϊκό τραγούδι – ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ. ΓΣΕΕ 2000
Λούκατς Γκέοργκ, Ιστορία και ταξική συνείδηση – Οδυσσέας
1976
Μάο Τσε-τούνγκ, Για την τέχνη και τη λογοτεχνία – Ιστορικές
εκδόσεις 1976
Μασερέ Πιερ (με Ετιέν Μπαλιμπάρ), Μια υλιστική προσέγγιση
της λογοτεχνίας και της γλώσσας – Αγώνας 1981
Μηλιός Γιάννης, Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων –
Εναλλακτικές Εκδόσεις 1996
Μηλιός Γιάννης – Μικρούτσικος Θάνος, Στην υπηρεσία του
έθνους. Ζητήματα ιδεολογίας και αισθητικής στην ελληνική μουσική – Εταιρία Νέας
Μουσικής 1985
Μπένετ Τόνυ, Φορμαλισμός και μαρξισμός – Νεφέλη 1983
Παναγιωτόπουλος Παναγής, Οι έγκλειστοι κομμουνιστές και το
ρεμπέτικο τραγούδι: μια άσκηση ελευθερίας, στο Νίκος Κοταρίδης (επιμ.),
Ρεμπέτες και ρεμπέτικο τραγούδι – Πλεθρον 1996
Πουλαντζάς Νίκος, Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο
καπιταλισμό – Θεμέλιο 1981
Σακαλάκη Μαρία, Κοινωνικές ιεραρχίες και σύστημα αξιών.
Ιδεολογικές δομές στο ελληνικό μυθιστόρημα 1900-1980 – Κέδρος 1984
Σταμάτης Γιώργος, Περί μιας ψευδοκαντιανής βασάνου του Μαρξ
– περιοδ. Θέσεις τ. 58
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου