Ο κίνδυνος του πυρηνικού ολέθρου, αυτός που τόνισαν ο Ράσσελ
και ο Αϊνστάιν, δεν είναι αφηρημένος. Στα πρόθυρα πυρηνικού πολέμου έχουμε
βρεθεί ήδη. Η γνωστότερη περίπτωση ήταν η κρίση των πυραύλων στην Κούβα, τον
Οκτώβριο του 1962, και το ότι σωθήκαμε τότε από την «πυρηνική λήθη», σύμφωνα με
τα συμπεράσματα δύο επιφανών ερευνητών, ήταν κυριολεκτικά «θαύμα». Μιλώντας σε
μια αναδρομική διάσκεψη στην Αβάνα, το 2002, ο ιστορικός και σύμβουλος του
Κέννεντυ Άρθουρ Σλέσιντζερ περιέγραψε την κρίση ως την «πιο επικίνδυνη στιγμή
στην ανθρώπινη ιστορία». Οι συμμετέχοντες πληροφορήθηκαν ότι ο κίνδυνος ήταν
ακόμη πιο σοβαρός απ’ όσο πιστευόταν τότε. Ανακάλυψαν ότι ο κόσμος είχε βρεθεί
«μία λέξη μακριά» από την πρώτη χρήση πυρηνικού όπλου μετά το Ναγκασάκι, όπως
ανέφερε ο Τόμας Μπλάντον του Αρχείου Εθνικής Ασφάλειας, που βοήθησε στη
διοργάνωση της διάσκεψης. Το σχόλιό του αναφερόταν στην παρέμβαση του διοικητή
ενός ρωσικού υποβρυχίου, το οποίο είχε δεχτεί επίθεση αμερικανικών
αντιτορπιλικών, με δυνητικά τρομερές συνέπειες, αφού ο Βασίλι Αρχίποφ μόλις την
τελευταία στιγμή ανακάλεσε τη διαταγή να εκτοξευθούν οι τορπίλες που έφεραν
πυρηνική κεφαλή[1].
Ανάμεσα στα ανώτερα πολιτικά στελέχη που παρίσταντο στην
αναδρομική διάσκεψη στην Αβάνα ήταν και ο Ρόμπερτ Μακναμάρα, υπουργός Άμυνας
επί Κέννεντυ, ο οποίος το 2005 θυμόταν ότι, με την κρίση των πυραύλων, ο κόσμος
είχε φτάσει «παρά τρίχα στην πυρηνική καταστροφή». Και μαζί με τις αναμνήσεις
του κατέθεσε μια νέα προειδοποίηση ότι επίκειται «Αποκάλυψη, σύντομα», λέγοντας
ότι «η σημερινή τακτική των ΗΠΑ ως προς τα πυρηνικά όπλα είναι ανήθικη,
παράνομη, στρατιωτικά περιττή και φοβερά επικίνδυνη». Δημιουργεί «απαράδεκτους
κινδύνους τόσο για τις άλλες χώρες όσο και για τη δική μας» (τον κίνδυνο «εκ
παραδρομής ή ακούσιας χρήσης πυρηνικών», που είναι «απαράδεκτα υψηλός», καθώς
και τον κίνδυνο να πέσει στα χέρια τρομοκρατούν κάποιο πυρηνικό όπλο). Ο
Μακναμάρα προσυπέγραφε τη γνώμη του Γουίλλιαμ Πέρρυ, υπουργού Άμυνας επί
Κλίντον, ότι «υπάρχει πάνω από 50% πιθανότητα πυρηνικού πλήγματος κατά
αμερικανικού στόχου εντός της επόμενης δεκαετίας»[2].
Ο Γκρέιαμ Άλλισον αναφέρει ότι, «κατά κοινή ομολογία στον
κύκλο αυτών που ασχολούνται με την εθνική ασφάλεια», είναι «αναπόφευκτη» μια
επίθεση με «βρόμικη βόμβα», ενώ υψηλός θεωρείται και ο κίνδυνος πυρηνικού
πλήγματος, αν δεν αποσυρθούν σε ασφαλή χώρο τα βασικά συστατικά, οι σχάσιμες ύλες.
Στην επισκόπηση των επιτυχημένων, εν μέρει. προσπαθειών, που καταβάλλονταν από
τις αρχές της δεκαετίας του 1990 με πρωτοβουλία των Σαμ Ναν και Ρίτσαρντ
Λούγκαρ, ο Άλλισον περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι δύο γερουσιαστές
από τις πρώτες ήδη ημέρες της διακυβέρνησης Μπους. Το επιτελείο που σχεδίαζε
την πολιτική του Μπους υποβάθμισε τα προγράμματα αποτροπής του «αναπόφευκτου
πυρηνικού τρόμου», καθώς αφοσιώθηκε πρώτα στο να εμπλέξει τη χώρα σε πόλεμο και
έπειτα σε μια προσπάθεια να περιορίσει κάπως την καταστροφή που προκάλεσε στο
Ιράκ[3].
Σε δημοσίευσή τους στην επετηρίδα της Αμερικανικής Ακαδημίας
Τεχνών και Επιστημών, οι στρατηγικοί αναλυτές Τζον Στάινμπρουνερ και Νάνσυ Γκάλλαχερ
προειδοποιούν ότι τα στρατιωτικά προγράμματα και η επιθετική στάση της
κυβέρνησης Μπους ενέχουν «σε ικανό βαθμό τον κίνδυνο να προκληθεί η έσχατη
καταστροφή». Οι λόγοι είναι σαφείς. Όταν ένα μεμονωμένο κράτος επιζητεί την
απόλυτη ασφάλεια, με το δικαίωμα να διεξάγει πολέμους κατά βούληση και να
«αίρει τους πυρηνικούς φραγμούς» (Πεντατζούρ), στα υπόλοιπα κράτη εντείνεται η
ανασφάλεια. και είναι πιθανόν να αντιδράσουν. Η τρομακτική τεχνολογία που
αναπτύσσεται τώρα, με το μετασχηματισμό των ενόπλων δυνάμεων υπό τη διεύθυνση
του Ράμσφελντ, «θα διαχυθεί αναμφίβολα στον υπόλοιπο κόσμο». Σε περιβάλλον
«ανταγωνισμού στον εκφοβισμό» ο κύκλος δράσης-αντίδρασης προκαλεί «αυξανόμενο
κίνδυνο, ενδεχομένως και σε βαθμό μη διαχειρίσιμο». Οι δύο αναλυτές
προειδοποιούν ότι αν «το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ δεν κατορθώσει να διαβλέψει
τον κίνδυνο αυτόν και να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις, η βιωσιμότητα του θα
αμφισβητηθεί πολύ έντονα»[4].
Οι Στάινμπρουνερ και Γκάλλαχερ εκφράζουν την ελπίδα ότι η
απειλή που τίθεται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ κατά του πληθυσμού της χώρας και
του υπόλοιπου κόσμου θα εξουδετερωθεί από ένα συνασπισμό φιλειρηνικών χωρών —
υπό την ηγεσία της Κίνας! Σε ωραίο σημείο έχουμε φτάσει, όταν οι σκέψεις αυτές
διατυπώνονται μέσα στην καρδιά του κατεστημένου. Από αυτό, όμως, εγείρονται και
σκέψεις εξίσου ανησυχητικές ως προς την ίδια την αμερικανική δημοκρατία —όπου
συγκεκριμένα τα ζητήματα δε θίγονται καν κατά την προεκλογική διαμάχη ή σε
δημόσιο διάλογο, και καταδεικνύεται, συν τοις άλλοις, το «έλλειμμα δημοκρατίας»
που αναφέρθηκε στον πρόλογο. Οι αναλυτές αναφέρουν την Κίνα, διότι είναι η μόνη
πυρηνική δύναμη «που δείχνει σταθερά τη διάθεση να μην προσφεύγει σε
στρατιωτικά μέσα, και με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες». Επιπλέον, η Κίνα
έχει ηγηθεί προσπαθειών, στο πλαίσιο του ΟΗΕ, ώστε να αποτραπεί η χρήση του
διαστήματος για στρατιωτικούς σκοπούς, κι έχει συγκρουστεί με τις ΗΠΑ που, μαζί
με το Ισραήλ, μπλοκάρουν κάθε απόπειρα να παρεμποδιστεί μια διαστημική κούρσα
εξοπλισμών.
Η στρατιωτικοποίηση του διαστήματος δεν άρχισε με την προεδρία
Μπους. Ήδη επί Κλίντον η Διοίκηση Διαστήματος είχε δηλωμένο σκοπό της «τη
στρατιωτική επικράτηση στο διαστημικό μέτωπο, ώστε να προστατευθεί το συμφέρον
και η επένδυση των ΗΠΑ», τον ίδιο περίπου στόχο που έθεταν άλλοτε οι διοικήσεις
στρατού και ναυτικού. Στο πνεύμα αυτό, οι ΗΠΑ καλούνταν να αναπτύξουν «μάχιμα
όπλα με έδρα το διάστημα, για την εφαρμογή πληγμάτων ακρίβειας από, προς και
μέσω αυτού». Τα πλήγματα αυτά θα καταστούν αναγκαία, κατά τη σύμφωνη γνώμη της
Διοίκησης Διαστήματος και της Αντικατασκοπείας των ΗΠΑ, επειδή «η
παγκοσμιοποίηση της οικονομίας» θα επιφέρει «διεύρυνση του οικονομικού
χάσματος» και «διόγκωση της οικονομικής στασιμότητας, της πολιτικής αστάθειας
και της πολιτισμικής αποξένωσης», προξενώντας στους «μη έχοντες» αναταραχή και
διάθεση για βιαιοπραγίες, που θα στρέφονται εν πολλοίς κατά των ΗΠΑ. Το
διαστημικό πρόγραμμα εντάχθηκε στο πλαίσιο του επίσημου δόγματος Κλίντον, που
δήλωνε ότι οι ΗΠΑ δικαιούνται να προσφεύγουν σε «μονομερή χρήση στρατιωτικής
βίας» για να διασφαλίζουν «απρόσκοπτη πρόσβαση σε ζωτικής σημασίας αγορές,
ενεργειακά αποθέματα και στρατηγικούς πόρους»[5].
Σε συνέχεια των παραπάνω, το επιτελείο του Κλίντον (η ομάδα SΤRΑΤCΟΜ) προέτρεπε την
Ουάσινγκτον να εμφανίζεται ως «παράλογη και εκδικητική σε περίπτωση που θίγονται
τα ζωτικά της συμφέροντα», προβαίνοντας ακόμη και στην απειλή ότι θα επιτεθεί
πρώτη με πυρηνικά όπλα εναντίον μη πυρηνικής δύναμης. Τα πυρηνικά όπλα,
σημείωνε η SΤRΑΤCΟΜ, είναι κατά πολύ πολυτιμότερα από τα άλλα μέσα μαζικής
καταστροφής, επειδή «η ακραία καταστροφική ισχύς της πυρηνικής έκρηξης
επέρχεται άμεσα, χωρίς τίποτε ή σχεδόν τίποτε να αναχαιτίζει την επίδρασή της».
Επιπλέον, «τα πυρηνικά όπλα έχουν καθοριστική βαρύτητα σε κάθε κρίση ή
διένεξη», επιτείνοντας την αποτελεσματικότητα των συμβατικών μέσων. Και πάλι,
το στρατηγικό δόγμα δεν είναι καινούριο. Για παράδειγμα, ο επί Κάρτερ υπουργός
Άμυνας Χάρολντ Μπράουν παρότρυνε το Κογκρέσο να εγκρίνει τη χρηματοδότηση
στρατηγικής πυρηνικής ικανότητας, γιατί με αυτήν «οι άλλες δυνάμεις μας αποκτούν
πραγματική στρατιωτική και πολιτική ισχύ», η οποία έπρεπε να είναι διαθέσιμη
οπουδήποτε στον Τρίτο Κόσμο, αφού «για οικονομικούς κυρίως λόγους», υπάρχει
«εντεινόμενη αναταραχή τόσο εκ των έσω όσο και με παρέμβαση της Σοβιετικής
Ένωσης» — αυτή η τελευταία, μάλλον πρόσχημα και λιγότερο πραγματική αιτία, όπως
παραδέχονται ανοιχτά ορισμένοι[6].
Επί προεδρίας Μπους, οι απειλές έχουν γίνει ακόμα πιο
σοβαρές. Εκεί όπου το δόγμα Κλίντον μιλούσε για έλεγχο του διαστήματος
για στρατιωτικούς σκοπούς. το επιτελείο του Μπους έφτασε να μιλά για κυριότητα
επί του διαστήματος, η οποία «ενδεχομένως σημαίνει ακαριαία εμπλοκή
οπουδήποτε στη γη». Το 2005 το Κογκρέσο ενημερώθηκε από κορυφαίους ο στρατιωτικούς
ότι το Πεντάγωνο αναπτύσσει νέα διαστημικά όπλα, με τα οποία οι ΗΠΑ θα είναι σε
θέση να εξαπολύσουν επίθεση «ταχύτατα, με ελάχιστη καθυστέρηση μεταξύ
σχεδιασμού και εφαρμογής, σε οιοδήποτε σημείο επί προσώπου γης», όπως εξήγησε ο
στρατηγός Τζέιμς Κάρτραϊτ, επικεφαλής της Διοίκησης, Στρατηγικής. Η πολιτική αυτή εκθέτει κάθε σημείο της υφηλίου
σε κίνδυνο άμεσης καταστροφής, χάρη στα
προηγμένα συστήματα παρακολούθησης
του πλανήτη και στα φονικά διαστημικά όπλα — πράγμα που θέτει σε
ανάλογο κίνδυνο τον πληθυσμό των ΗΠΑ[7].
Η κυβέρνηση Μπους, επιπλέον, έχει διευρύνει το πλαίσιο στο
οποίο οι ΗΠΑ είναι δυνατόν να επιτεθούν προληπτικά, και με τον καιρό έχει
καταστήσει ασαφή τη διάκριση μεταξύ συμβατικών και πυρηνικών όπλων,
επιτείνοντας έτσι «τον κίνδυνο αξιοποίησης της πυρηνικής δυνατότητας», όπως
σχολιάζει ο στρατιωτικός αναλυτής Γουίλλιαμ Άρκιν. Τα οπλικά συστήματα που
αναπτύσσονται σήμερα θα είναι ικανά, ενδεχομένως, «να εξαπολύουν συμβατικό
οπλικό φορτίο με ακρίβεια στόχευσης και εντός ολίγων λεπτών από την έκδοση
έγκυρης διαταγής και τη διαδικασία πυροδότησης», όπως ακριβώς ορίζει το δόγμα
εναέριας ισχύος, που προσδιορίζει την υπεροχή στο διάστημα ως «δυνατότητα
επιβολής πληγμάτων όσο και αποτροπής τους». Ο εμπειρογνώμονας επί των οπλικών
συστημάτων Τζον Πάικ σχολιάζει ότι τα νέα προγράμματα επιτρέπουν στις ΗΠΑ «να
επιφέρουν συντριπτικό πλήγμα οπουδήποτε στον κόσμο, μέσα σε τριάντα λεπτά, και
χωρίς να χρειάζεται κοντινή αεροπορική βάση», πλεονέκτημα σημαντικό, αν ληφθεί
υπόψη ο ανταγωνισμός που προκαλείται κατά τόπους για τις εκατοντάδες ανά τον
κόσμο βάσεις, με τις οποίες οι ΗΠΑ διασφαλίζουν την παγκόσμια κυριαρχία τους. Η
στρατηγική εθνικής άμυνας, την οποία ενέκρινε ο Ράμσφελντ την 1η Μαρτίου 2005,
«μας καθιστά ικανούς να προβάλλουμε την ισχύ μας οπουδήποτε στον κόσμο, από
ασφαλείς επιχειρησιακές βάσεις», και βασιζόταν στην παραδοχή ότι «είναι
σημαντικό να επηρεάζουμε τις καταστάσεις πριν αυξηθεί η επικινδυνότητα των
προκλήσεων και καταστούν λιγότερο διαχειρίσιμες», όπως προβλέπει το δόγμα του
προληπτικού πολέμου. Η δήλωση ότι τα συστήματα που αναπτύσσονται σήμερα θα επιτρέπουν
στις ΗΠΑ «να εξαπολύουν συμβατικό οπλικό φορτίο με ακρίβεια στόχευσης και εντός
ολίγων λεπτών από την έκδοση έγκυρης διαταγής και τη διαδικασία πυροδότησης»
—χωρίς, όπως καταλαβαίνετε, να αποκλείεται το μη συμβατικό φορτίο— έγινε
ενώπιον του Κογκρέσου, από τον Πτέραρχο Λανς Γ. Λορντ, επικεφαλής της Διοίκησης
Διαστήματος της Αεροπορίας[8].
Όλες αυτές οι
ενέργειες ήταν αναμενόμενο να προκαλέσουν ανησυχίες, επικρίσεις και
αντιδράσεις. Ανώτερα στελέχη του στρατού και των υπηρεσιών διαστήματος, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον Καναδά,
στην Κίνα και στη Ρωσία, προειδοποίησαν ότι « η ραγδαία ανάπτυξη των πυρηνικών
όπλων είχε απρόβλεπτες συνέπειες, και το ίδιο ακριβώς θα συμβεί με τον
εξοπλισμό του διαστήματος». Η Ρωσία απάντησε στην κίνηση του Μπους να αυξήσει κατακόρυφα
την επιθετική ισχύ του στρατού, εντείνοντας άμεσα τη δική της επιχειρησιακή
ικανότητα, και όταν «διέρρευσαν» από το Πεντάγωνο τα περί στρατιωτικοποίησης του
διαστήματος, αντέδρασε με τη δήλωση ότι «θα εξετάσει και τη χρήση βίας, εάν τη
θεωρήσει αναγκαία απόκριση». Η λεγάμενη «πυραυλική άμυνα» —που όλες οι πλευρές
παραδέχονται ότι αποτελεί μέσο πρώτου πλήγματος— συνιστά σοβαρό κίνδυνο, ιδίως
για την Κίνα. Αν διαφανεί, έστω, ότι τα προγράμματα αποδίδουν, το πιθανότερο
είναι ότι θα επεκτείνει και αυτή το επιθετικό της δυναμικό, ώστε να διατηρήσει την
αποτρεπτική της ικανότητα. Η Κίνα αναπτύσσει ήδη ισχυρότερους πυραύλους με
πολλαπλές πυρηνικές κεφαλές. ικανούς να πλήξουν τις ΗΠΑ, τακτική «επιθετικά
αμυντική» σύμφωνα με το συντάκτη που καλύπτει θέματα Ασίας και Ειρηνικού στην
κορυφαία παγκοσμίως εβδομαδιαία έκδοση στρατιωτικών θεμάτων. Από το σύνολο των
στρατιωτικών δαπανών για το διάστημα το 2004, το 95% αναλογούσε στις ΗΠΑ, οι
άλλοι όμως θα συμμετάσχουν αν το θεωρήσουν αναγκαίο, πράγμα που θα αυξήσει
κατακόρυφα τον κίνδυνο για όλους[9].
Αμερικανοί αναλυτές παραδέχονται ότι τα τρέχοντα προγράμματα
του Πενταγώνου «είναι δυνατόν να θεωρηθούν σημαντικό βήμα των ΗΠΑ προς τη
στρατιωτικοποίηση του διαστήματος [και] όλες οι ενδείξεις συντείνουν στην άποψη
ότι ο σχεδιαζόμενος μετασχηματισμός της Αεροπορίας συμπεριλαμβάνει την
εγκατάσταση όπλων στο διάστημα», εξέλιξη που «μακροπρόθεσμα είναι πολύ πιθανόν
να επιδράσει αρνητικά στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ». Οι Κινέζοι συνάδελφοί τους
συμφωνούν πως, παρά τις εξαγγελίες της Ουάσινγκτον ότι έχει αμυντικές προθέσεις, «για την Κίνα και
πολλές άλλες χώρες η κατασκευή ενός
τέτοιου συστήματος θυμίζει μάλλον το διαστημόπλοιο Death Star, από
τη σειρά ταινιών Ο Πόλεμος των Άστρων, [που μπορεί να χρησιμοποιηθεί]
για επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών και πολιτικών δορυφόρων, καθώς και κατά
στόχων οπουδήποτε στη γη... Τα διαστημικά όπλα θεωρούνται όπλα “πρώτου
πλήγματος” και όχι αμυντικά, διότι είναι τρωτά σε αντίμετρα. Η τοποθέτησή τους,
επομένως, είναι πιθανόν να θεωρηθεί ένδειξη της πρόθεσης των ΗΠΑ να ασκήσουν
βία στα διεθνή ζητήματα». Η αντίδραση της Κίνας και άλλων ίσως λάβει τη μορφή
ανάπτυξης διαστημικών όπλων χαμηλού κόστους, άρα η πολιτική των ΗΠΑ «θα
μπορούσε να πυροδοτήσει μια κούρσα εξοπλισμών στο διάστημα». Επιπλέον, «για να
προστατευθεί από την ενδεχόμενη απώλεια της αποτρεπτικής της ικανότητας, η Κίνα
ίσως καταφύγει επίσης στην ενίσχυση του πυρηνικού οπλοστασίου της, πράγμα που
με τη σειρά του θα μπορούσε να ωθήσει την Ινδία να ακολουθήσει πάραυτα, με το
Πακιστάν κατά πόδας». Η Ρωσία, ήδη, «έχει απειλήσει ότι θα αντιδράσει εναντίον
οποιασδήποτε χώρας παρατάξει όπλα στο διάστημα, θεωρώντας ότι η ενέργεια αυτή
υπονομεύει το ήδη εύθραυστο καθεστώς της μη διάδοσης των πυρηνικών»[10].
Στο μεταξύ, το Πεντάγωνο εξετάζει μια ανησυχητική έκθεση που
εκπόνησε ο κορυφαίος ακαδημαϊκός του σύμβουλος επί κινεζικών στρατιωτικών
θεμάτων, ο οποίος, αφού μελέτησε κινεζικά στρατιωτικά εγχειρίδια και συζήτησε
με τους συγγραφείς τους, κατέληξε σε ένα πόρισμα που «ταρακούνησε πολλούς στην
Ουάσινγκτον: Η Κίνα βλέπει τις ΗΠΑ ως στρατιωτικό αντίπαλο». Πρέπει, λοιπόν, να
ξεχάσουμε τη σκέψη ότι η Κίνα είναι μια «εγγενώς μειλίχια χώρα» και να
παραδεχτούμε ότι οι παρανοϊκοί και ανέντιμοι Κινέζοι ίσως βαδίζουν σιωπηλά στο
δρόμο του κακού[11].
Ο Μάικλ Μακγκουάιρ, που μετείχε στο επιτελείο σχεδιασμού της
νατοϊκής πολιτικής, μας υπενθυμίζει ότι ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, παραδεχόμενος τη
«φρικτή λογική» των πυρηνικών όπλων, εισηγήθηκε το 1986 την ολοκληρωτική τους
εξάλειψη, πρόταση που ναυάγησε όταν ο Ρίγκαν στρατιωτικοποίησε τα διαστημικά
προγράμματα («Πόλεμος των Άστρων»), Το δόγμα της Δύσης, γράφει ο Μακγκουάιρ,
«βασιζόταν ρητά και κατηγορηματικά στην πειστικότητα της απειλής, για “πρώτη
χρήση” πυρηνικών όπλων, και αυτή εξακολουθεί να είναι η σημερινή τακτική». Και
η Ρωσία δεχόταν το δόγμα αυτό, ώσπου το 1994 άλλαξε πορεία, τασσόμενη υπέρ της
«μη πρώτης χρήσης». Σύντομα, όμως, ανέκαμψε στο πλαίσιο του νατοϊκού δόγματος
και εγκατέλειψε το αίτημά της για πλήρη κατάργηση των πυρηνικών, ως αντίδραση
στην απόφαση του Κλίντον να διευρύνει το ΝΑΤΟ, κατά παράβαση της «ρητής
διαβεβαίωσης» που είχε δώσει η Ουάσινγκτον στον Γκορμπατσόφ, σύμφωνα με την
οποία, «αν εκείνος συναινούσε να παραμείνει η επανενωμένη Γερμανία στο ΝΑΤΟ, η
συμμαχία δεν θα επεκτεινόταν προς ανατολάς, εντάσσοντας στους κόλπους της πρώην
μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας». Η παραβίαση ρητών δεσμεύσεων από μέρους του
Κλίντον, στο πλαίσιο της νεότερης ιστορίας, πόσο μάλλον σε σχέση με τα
αυτονόητα της στρατηγικής, έθετε στη Ρωσία σοβαρή απειλή για την ασφάλειά της
και «συνιστά τον αντίποδα της αρχής του “αποκλεισμού”, στον οποίο βασίζεται η
έννοια των αποπυρηνικοποιημένων ζωνών (ΑΖ)». Το ότι ο Κλίντον παρέβη τις
διαβεβαιώσεις του εξηγεί και «γιατί το ΝΑΤΟ αντιτασσόταν στην επισημοποίηση των
de facto ΑΖ που εκτείνονταν σε όλη την κεντρική Ευρώπη, από την Αρκτική ως τη
Μαύρη Θάλασσα». Ο Μακγκουάιρ φτάνει στο σημείο να επισημάνει ότι η επισημοποίηση
αυτή «προτάθηκε από τη Λευκορωσία, την Ουκρανία και τη Ρωσία στα μέσα της δεκαετίας
του 1990. αλλά παρεμπόδιζε τα σχέδια για επέκταση του ΝΑΤΟ. Η ίδια λογική, από
την αντίστροφη πλευρά, εξηγεί και γιατί η Ουάσινγκτον τάσσεται υπέρ της επισημοποίησης
των ΑΖ στην κεντρική Ασία. Αν τυχόν οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες αποφασίσουν
να συνταχθούν με τη Ρωσία σε μια στρατιωτική συμμαχία, η καθιέρωση ΑΖ στην
περιοχή θα στερούσε από τη Μόσχα τη δυνατότητα να παρατάξει πυρηνικά όπλα στην
επικράτειά τους»[12].
* ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ - Η κατάχρηση της εξουσίας και οι εχθροί της δημοκρατίας, ΝΟΑΜ ΤΣΟΜΣΚΥ, Μετάφραση Γιάννης Ε. Ανδρέου, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Διαβάστε: ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ, ΕΙΔΕΧΘΕΣ, ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΟ
Σημειώσεις
[1] James Blight και Philip Bremer. Sad and Luminous
Hags (Rowman και
Littlefield. 2002). Για τα γεγονότα, βλ. Ηγεμονία ή επιβίωση, σελ. 124.
[3] Graham Allison, Nuclear
Terrorism (Times Books. 2004). Παραθέτει επίσης περιστατικά που
λίγο έλειψε να συμβούν.
[5] National Intelligence
Council. Global Trends 20ί5 (Ουάσινγκτον, Δεκέμβριος 2000). US Space Command. Vision for
2020. Φεβρουάριος 1997.
Pentagon. Quadrennial Defense Review, Μάιος 1997. Για τον ΟΗE και τη στρατιωτικοποίηση
του διαστήματος αναλυτικότερα. βλ. Ηγεμονία
ή επιβίωση, σελ. 380-385.
[6] STRATCOM. «Essentials of
Post-Cold War Deterrence», 1995. Για εκτενή παραθέματα από αυτή
τη σημαντική μελέτη, και για πηγές, βλ. το έργο μου New Military Humanism
(Common Courage. 1999), Harold
Brown. Report of Secretary of Defense to Congress on FY 1981 Budget, 29 Ιανουάριου 1980. Για την παραδοχή της
ανάγκης παραπλάνησης του κοινού σχετικά με τη «σοβιετική απειλή», βλ. σελ. 195
του παρόντος.
[7] Air Force Space Command. Strategic
Master Plan FY06 and Beyond, 1 Οκτωβρίου 2003 (η έμφαση από το
πρωτότυπο). Tim Weiner.
New York Times. 18 Μαΐου
2005.
[9] Tim Weiner. New York Times,
18 Μαΐου 2005, Δημήτρης Σεβαστόπουλος (Demetri Sevastopulo), Financial Times, 19 και 20 Μαΐου 2005. Jehangir Pocha, Boston Globe, 1 Αυγούστου 2004, με παραπομπή στη σύνταξη του Jane’s Defence Weekly, Edward Cody, Washington Post, 12 Απριλίου 2005. Για τις
δαπάνες, βλ. Simon Collard-Wexler κ.ά., Space Security 2004 (Northview Press. 2005).
[10] David C. Hardesty. Naval War
College Revieio, Άνοιξη 2005. Άρθρο του Hui Zhang. Κινέζου φυσικού, στρατηγικού αναλυτή
και μέλους του Ιδρύματος Κέννεντυ, Financial Times, 9 Ιουλίου 2005.
[12] Michael MccGwire.
International Affairs. Ιανουάριος 2005 (η έμφαση δική του).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου