• ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

    Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

    Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ: Βέροια, Νάουσα (αρχές 19ου αι.) (IV)

    Γράφει ο Ερανιστής

    Στη συνέχεια του ταξιδιού του ο Κάρολος Πουκεβίλ κατευθύνεται προς τη σημερινή Βέροια:
    Σ’ αυτό το όριο αρχίζει το βιλαέτι της Τσερτσάμπας που αναφέραμε ήδη παραπάνω. Τα τέσσερα σπουδαιότερα χωριά του, που απέχουν πέντε λεύγες από τη λίμνη Σαριγούλ, προσ­διορίζονται με την κοινή ονομασία Βελίδες. Στα περίχωρα αυ­τών των οικισμών και της κίτρινης λίμνης θα πρέπει ν’ αναζητηθούν τα ερείπια της Πουντέζας και του Σόσκου, δυο μεσαιω­νικών φρουρίων κτισμένων από τον Πιέρ ντ’ Ωλπς, που πολε­μούσε κάτω από τη σημαία του Βοημούνδου: κάποτε όλα αυτά τα εδάφη ήταν γαλλικά.

    Μια κοιλάδα εκτάσεως τεσσάρων λευγών, διάσπαρτη με χω­ριά κατοικούμενα από Τούρκους Κονιάρηδες, απλώνεται από το Ντεντελέρ ως το όρος Ξερολίβαδο, στους πρόποδες του οποίου συναντάμε τα ερείπια ενός μεγάλου χωριού που βρισκόταν στην είσοδο μιας δασωμένης και πολύ στενής κλεισούρας μήκους τριών τετάρτων της λεύγας, η οποία καταλήγει στη Βέρροια, μια πόλη θεωρούμενη ως η αρχαία ομώνυμη πολιτεία.
    Η Βέρροια
    Οι Τούρκοι ονομάζουν την πόλη Καραβέρια ή Καραφέρια. Είναι έδρα ενός Μητροπολίτη κι ενός καδή και αριθμεί μό­νον δυόμισι χιλιάδες κατοίκους:

    Η παλιά Βέροια ή Καραφέρια σε καρτ ποστάλ
    εποχής. Το “γεφύρι του φούρναρη”
    Σύμφωνα με τη μυθολογία η προέλευση της ανάγεται σε ι­διαίτερα ευφάνταστες εποχές, όταν ως θεμελιωτές της φέρο­νταν ο Φέρων, ή κατ’ άλλους, η Βέρροια, η θυγατέρα του Μάκεδου. Ο Στράβων αναφέρει ότι ήταν κτισμένη πάνω σε μια πλαγιά του Βερμίου, ο Πλίνιος της δίνει τη δεύτερη θέση α­νάμεσα στις πόλεις της Μακεδονίας, ενώ ο Πτολεμαίος την τοποθετεί στην Ημαθία, κάτι που είχε ήδη πάψει να ισχύει στον αιώνα του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο οποίος την κατέτασσε στο Θέμα της Διοικήσεως Μακεδονίας. Το 579 η Βέρροια εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ένα οχυρό όταν ο Χάνης των Αβάρων τράπηκε σε φυγή μπροστά στα τείχη της. Οι τίτλοι και η σημασία της έσβησαν πια, αλλά η θύμηση από το πέρασμα του Αποστόλου διατηρείται ακόμη ζωντανή στη μνή­μη των απογόνων όσων Χριστιανών δέχτηκαν από τον Άγιο Παύλο τα πρώτα σπέρματα αυτής της θείας θρησκείας, της μόνης κληρονομιάς και της έσχατης παρηγοριάς του πληθυ­σμού μιας άλλοτε ελεύθερης και ανθηρής χώρας. Η σύγχρονη πόλη, που οι μεν Έλληνες την ονομάζουν Βέρροια, ενώ οι Τούρκοι Καραβέρια ή Καραφέρια, είναι έδρα ενός Μητροπολίτη κι ενός καδή, και δεν περιλαμβάνει σήμερα πια παρά μό­νον δυόμισι χιλιάδες κατοίκους. Υπολογίζουν ότι, εδώ και λι­γότερο από είκοσι χρόνια, είχε στη δικαιοδοσία της τριακόσια χωριά, αλλά ο αριθμός αυτός περιορίστηκε σημαντικά μετά τη μετοικεσία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Οι παρυφές του Βερμίου, πάνω στις οποίες κτίστηκε η Βέρροια, είναι το ση­μείο όπου διαχωρίζονται τα νερά δυο ποταμών που κυλούν, ο μεν ένας, μέσα από το φαράγγι του Ξερολίβαδου προς τη Νά­ουσα, ενώ ο άλλος, διαρρέοντας την αντικρινή πλαγιά καταλή­γει στον Αλιάκμονα. 

    Στη Νάουσα

    Η οχυρωμένη Νάουσα κατοικείται από Έλληνες και Βούλγαρους και και έχει περιέλθει στην προστασία του Κισλάρ Αγά ή αρχηγού των μαύρων ευνούχων του σεραγιού: 

    Τρεις λεύγες Β-Δ της Βέρροιας φτάνουμε στη Νάουσα, μια πόλη με δυο χιλιάδες σπίτια, υπαγόμενη εκκλησιαστικά στην ε­πισκοπή της Βέρροιας: οι κάτοικοι της είναι Έλληνες και Βούλ­γαροι. Ήδη εδώ κι εβδομήντα χρόνια είχε οχυρωθεί με αλλεπάλ­ληλες σειρές από τείχη, και το 1804, επιστρατεύθηκαν τέσσερις χιλιάδες άντρες για να υπερασπιστούν την πόλη εναντίον του Αλή Πασά, ο οποίος την κατέλαβε μόνον μετά από δεκάμηνη πολιορκία και μόνον εξαιτίας του λιμού που είχε πια επεκταθεί. Εδώ και λίγα χρόνια η πόλη έχει παύσει να βρίσκεται στην άμε­ση κυριότητα του Αλή Πασάκαι έχει περιέλθει στην προστασία του Κισλάρ Αγά ή αρχηγού των μαύρων ευνούχων του σεραγιού, στο οποίο και παραχωρήθηκε, ενώ ταυτόχρονα ένας Έλλη­νας ιεράρχης ονομαζόμενος Ζάφυρος είναι επικεφαλής μιας ο­μάδας αποτελούμενης από τριακόσιους Χριστιανούς.

    Η παλιά Νάουσα (Βοδενά)
    Ο τόπος προσφέρει μια από τις μαγευτικότερες θέες του κόσμου. Από τα βουνά της Ημαθίας, που υψώνονται στο βά­θος του ορίζοντα της, πηγάζει ένας ποταμός για τον οποίο οι κάτοικοι λένε ότι προέρχεται από τη λίμνη Οχρίδα, επειδή εκ­τρέφονται εκεί μεγάλες ποσότητες πέστροφας. Θα μπορούσαν να είχαν δώσει μια πιο φυσιολογική ερμηνεία στην προέλευση αυτού του ποταμού, αρκεί να είχαν σκεφτεί ότι, κοντά στην κορυφή του βουνού απ’ όπου αναβλύζει το ποτάμι, υπάρχει μια σπηλιά, κι από τα βάθη της ακούγεται ο ήχος άφθονου τρεχού­μενου νερού. Από τα υψώματα της Νάουσας, αλλά και μέσα από την ίδια την πόλη ατενίζει κανείς μια λίμνη, ανάμεσα στην Πέλλα και τα Γιαννιτσά, στη μέση της οποίας αναδύεται ένα νησί, απ’ όπου εκθάφτηκε το 1805 μια ανάγλυφη στήλη με μήκος δέκα παλάμες και πλάτος οκτώ, αναφορικά με την ο­ποία δεν καταφέραμε όμως να συγκεντρώσουμε παρά μόνον μερικές ασήμαντες πληροφορίες. 

    Το κρασί της Νάουσας

    Η Νάουσα (Βοδενά) παράγει – από τότε – ένα από τα καλύτερα κρασιά της Μακεδονίας. Το κρασί πίνεται τον τέταρτο ή πέμπτο χρόνο μετά τον τρύγο. Το ταξίδι από την Έδεσσα στη Θεσσαλονίκη διαρκεί 18 ώρες, ενώ η σημαντική είσοδος της εμπορικής οδού από τη Θεσσαλονίκη προς τα Βοδενά και το Μοναστήρι ελέγχεται από τον Αλή Πασά: 

    Το κρασί της Νάουσας είναι από τα καλύτερα της Μακε­δονίας. Καθώς δεν διαθέτουν κελάρια, τα βαρέλια, μερικά από τα οποία περιέχουν ως και τρεις χιλιάδες δοχεία των δώδεκα οκάδων το καθένα, τοποθετούνται πάνω στα ρυάκια που κυ­λούν κάτω από τα σπίτια. Τα σταφύλια από τα οποία παράγε­ται αυτό το κρασί έχουν μιαν όξινη και στυφή γεύση, γι’ αυτό και δεν το πίνουν πριν από την τέταρτη ή πέμπτη χρονιά α­φού τρυγηθεί. Στα περίχωρα της πόλης παρατηρούμε μερικά εργαστήρια κατασκευής σπαθιών και όπλων, καθώς και αλευρόμυλους και ελαιοτριβεία για ελαιόλαδο και σουσαμόλαδο.

    Το κρασί της Νάουσας είναι από τα καλύτερα
    της Μακε­δονίας. Καθώς δεν διαθέτουν κελάρια,
    τα βαρέλια, μερικά από τα οποία περιέχουν
    ως και τρεις χιλιάδες δοχεία των δώδεκα
    οκάδων το καθένα, τοποθετούνται πάνω στα
    ρυάκια που κυ­λούν κάτω από τα σπίτια.
    Παρά τη σπουδαιότητα όλων των πόλεων που επισημάναμε πιο πάνω, η πιο γραφική απ’ όλες χάρη στην τοποθεσία της εί­ναι η πόλη των Βοδενών, που οι Σλάβοι την ονόμασαν έτσι ε­πειδή έχει άφθονα νερά. Ο Κεδρηνός προσδιορίζει τη θέση της πάνω στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, μέσα από τον ο­ποίο αναβλύζουν τα νερά της λίμνης του Όστροβου, αφού προηγουμένως ανοίξουν υπόγειες διόδους. Ο ταξιδιώτης που μεταβαίνει από τη Θεσσαλονίκη στα Βοδενά, διανύοντας μιαν α­πόσταση δεκαοκτώ ωρών, διακρίνει ήδη από πολύ μακριά αυτά τα νερά καθώς ρέουν σαν καταρράκτες, και δίνουν μιαν αίσθη­ση οπτικής απάτης μάλλον παρά πραγματικότητας. Βορείως των Βοδενών, κυλάει ο ποταμός Κούσκοβος, κατευθύνοντας το ρεύ­μα του προς το Τέβο, ένα χωριό υπαγόμενο στη Θεσσαλονίκη, που βρίσκεται σήμερα στην κατοχή του Αλή Τεπελενλή, ο οποί­ος μ’ αυτό τον τρόπο έχει καταλάβει την είσοδο της εμπορικής οδού από τη Θεσσαλονίκη προς τα Βοδενά και το Μοναστήρι, το επίκεντρο του εμπορίου της εδώθε του Αξιού Μακεδονίας. 

    Το Γεφύρι του Πασά 

    Ο Πουκεβίλ επιστρέφει στην Ήπειρο ακολουθώντας το αντίθετο ρέυμα του ποταμού Ρεδία, μέχρι την Πίνδο. Στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα διακρίνεται το χωρίο Γιάνκο που κατοικείται από ογδόντα οικογένειες Βαρδαριωτών: 

    Αφού έλαβα όσες πληροφορίες μ’ ενδιέφεραν σχετικά με το τμήμα εκείνο της Μακεδονίας που συνορεύει με τον Όλυμπο, έ­φυγα από τη Σιάτιστα, για να επιστρέψω πάλι στην Ήπειρο, α­νεβαίνοντας αντίθετα προς το ρεύμα του Ρεδία, μέχρι τις πηγές του πάνω στην Πίνδο. Σύμφωνα μ’ αυτό το δρομολόγιο, η πο­ρεία μου θα με οδηγούσε και πάλι μέσα από τα Γρεβενά. Ξεκι­νήσαμε, αφήνοντας αριστερά μας το μονοπάτι για την Κοζάνη, και διασχίζοντας αμπελώνες που απλώνονται πάνω στην αρι­στερή όχθη του Αλιάκμονα. Μετά από διαδρομή μιας λεύγας κι ενός τετάρτου, αντίκρισα το Γιάνκο, ένα χωριό με ογδόντα οι­κογένειες Βαρδαριωτών, κτισμένο πάνω στη δεξιά όχθη του πο­ταμού, τον οποίο διαβήκαμε μια λεύγα πιο κάτω, περνώντας πάνω από ένα πέτρινο γεφύρι με πέντε άνισα μεταξύ τους τό­ξα. Μια μακροσκελής τουρκική επιγραφή αναφέρει ότι κτίστηκε από κάποιο Βαλή της Ρούμελης σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης, ό­ταν μια από τις γυναίκες του σώθηκε ως εκ θαύματος μέσα από τα νερά του Αλιάκμονα, όπου είχε πέσει. Γι αυτό και σή­μερα όλοι το ξέρουν σαν το Γεφύρι του Πασά. 

    Ψήγματα χρυ­σού

    Η διαδρομή συνεχίζεται ομαλώς και σε τέσσερις περίπου ώρες ο Γάλλος περιηγητής βρίσκεται στα Γρεβενά. Απέναντι από το χάνι των Γρεβενών, μια ομάδα τσιγγάνων επιδίδονται σε μια από τις αρχαιότερες δραστηριότητες των ανθρώπων: αναζητούν χρυσό . Ο Κάρολος εκτιμά ότι το χρυσάφι στην κοίτη του ποταμού Αλιάκμονα προέρχεται από ορυχεία που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί: 

    Σε μικρή απόσταση από εκεί, το καραβάνι μας στάθηκε στο χάνι των Γρεβενών, κι απέναντι περίπου απ’ αυτό, παρατή­ρησα ότι υπήρχε μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά μια ομάδα από τσιγγάνους χρυσοσυλλέκτες που ξεδιάλεγαν όσα ψήγματα χρυ­σού είχαν περισυλλέξει μέσα από τα νερά του Αλιάκμονα. Αν κι ήταν πολύ επιφυλακτικοί κατάφερα, απ’ όσα μου είπαν, να συγκεντρώσω ορισμένα αρκετά ακριβή στοιχεία ώστε να τολμώ να πιστεύω ότι, με κάποια προσπάθεια, θα μπορούσε κανείς ν’ ανακαλύψει τη θέση των ορυχείων εκείνων, από τα οποία τα νερά του ποταμού συμπαρασύρουν στο ρεύμα τους μια τόσο σημαντική ποσότητα θραυσμάτων.

    Τέλος, από το Γεφύρι του Πασά, κάναμε τέσσερις ώρες μέχρι να φτάσουμε στα Γρεβενά, όπου αποφάσισα να μείνω μόνον όσο χρόνο χρειαζόμουν ώστε να εξασφαλίσω ταχυδρομικά άλογα και αγωγιάτες, ικανούς να με οδηγήσουν στην Ήπειρο, από ένα δρόμο που γνωρίζουν και χρησιμοποιούν μόνον οι ντόπιοι.

    Πηγή: Ερανιστής

    Τη φωτογραφία της παλιάς Νάουσας τη βρήκαμε εδώ: http://zaliosparadosi.blogspot.gr/
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ: Βέροια, Νάουσα (αρχές 19ου αι.) (IV) Rating: 5 Reviewed By: e-kozani