Γράφει ο Ερανιστής
Στη συνέχεια του ταξιδιού του ο Κάρολος Πουκεβίλ κατευθύνεται προς τη σημερινή Βέροια:
Μια κοιλάδα εκτάσεως τεσσάρων λευγών, διάσπαρτη με χωριά κατοικούμενα από Τούρκους Κονιάρηδες, απλώνεται από το Ντεντελέρ ως το όρος Ξερολίβαδο, στους πρόποδες του οποίου συναντάμε τα ερείπια ενός μεγάλου χωριού που βρισκόταν στην είσοδο μιας δασωμένης και πολύ στενής κλεισούρας μήκους τριών τετάρτων της λεύγας, η οποία καταλήγει στη Βέρροια, μια πόλη θεωρούμενη ως η αρχαία ομώνυμη πολιτεία.
Σύμφωνα με τη μυθολογία η προέλευση
της ανάγεται σε ιδιαίτερα ευφάνταστες εποχές, όταν ως θεμελιωτές της
φέρονταν ο Φέρων, ή κατ’ άλλους, η Βέρροια, η θυγατέρα του Μάκεδου. Ο Στράβων αναφέρει ότι ήταν κτισμένη πάνω σε μια πλαγιά του Βερμίου, ο Πλίνιος της δίνει τη δεύτερη θέση ανάμεσα στις πόλεις της Μακεδονίας, ενώ ο Πτολεμαίος
την τοποθετεί στην Ημαθία, κάτι που είχε ήδη πάψει να ισχύει στον αιώνα
του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο οποίος την κατέτασσε στο Θέμα της
Διοικήσεως Μακεδονίας. Το 579 η Βέρροια εξακολουθούσε ν’ αποτελεί ένα
οχυρό όταν ο Χάνης των Αβάρων τράπηκε σε φυγή μπροστά στα τείχη της. Οι
τίτλοι και η σημασία της έσβησαν πια, αλλά η θύμηση από το πέρασμα του
Αποστόλου διατηρείται ακόμη ζωντανή στη μνήμη των απογόνων όσων
Χριστιανών δέχτηκαν από τον Άγιο Παύλο τα πρώτα
σπέρματα αυτής της θείας θρησκείας, της μόνης κληρονομιάς και της
έσχατης παρηγοριάς του πληθυσμού μιας άλλοτε ελεύθερης και ανθηρής
χώρας. Η σύγχρονη πόλη, που οι μεν Έλληνες την ονομάζουν Βέρροια, ενώ οι
Τούρκοι Καραβέρια ή Καραφέρια, είναι έδρα ενός
Μητροπολίτη κι ενός καδή, και δεν περιλαμβάνει σήμερα πια παρά μόνον
δυόμισι χιλιάδες κατοίκους. Υπολογίζουν ότι, εδώ και λιγότερο από
είκοσι χρόνια, είχε στη δικαιοδοσία της τριακόσια χωριά, αλλά ο αριθμός
αυτός περιορίστηκε σημαντικά μετά τη μετοικεσία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία.
Οι παρυφές του Βερμίου, πάνω στις οποίες κτίστηκε η Βέρροια, είναι το
σημείο όπου διαχωρίζονται τα νερά δυο ποταμών που κυλούν, ο μεν ένας,
μέσα από το φαράγγι του Ξερολίβαδου προς τη Νάουσα, ενώ ο άλλος, διαρρέοντας την αντικρινή πλαγιά καταλήγει στον Αλιάκμονα.
Στη Νάουσα
Η οχυρωμένη Νάουσα κατοικείται από Έλληνες και Βούλγαρους και και έχει περιέλθει στην προστασία του Κισλάρ Αγά ή αρχηγού των μαύρων ευνούχων του σεραγιού:
Τρεις λεύγες Β-Δ της Βέρροιας φτάνουμε στη Νάουσα, μια πόλη με δυο χιλιάδες σπίτια, υπαγόμενη εκκλησιαστικά στην επισκοπή της Βέρροιας: οι κάτοικοι της είναι Έλληνες και Βούλγαροι. Ήδη εδώ κι εβδομήντα χρόνια είχε οχυρωθεί με αλλεπάλληλες σειρές από τείχη, και το 1804, επιστρατεύθηκαν τέσσερις χιλιάδες άντρες για να υπερασπιστούν την πόλη εναντίον του Αλή Πασά, ο οποίος την κατέλαβε μόνον μετά από δεκάμηνη πολιορκία και μόνον εξαιτίας του λιμού που είχε πια επεκταθεί. Εδώ και λίγα χρόνια η πόλη έχει παύσει να βρίσκεται στην άμεση κυριότητα του Αλή Πασάκαι έχει περιέλθει στην προστασία του Κισλάρ Αγά ή αρχηγού των μαύρων ευνούχων του σεραγιού, στο οποίο και παραχωρήθηκε, ενώ ταυτόχρονα ένας Έλληνας ιεράρχης ονομαζόμενος Ζάφυρος είναι επικεφαλής μιας ομάδας αποτελούμενης από τριακόσιους Χριστιανούς.
Ο τόπος προσφέρει μια από τις
μαγευτικότερες θέες του κόσμου. Από τα βουνά της Ημαθίας, που υψώνονται
στο βάθος του ορίζοντα της, πηγάζει ένας ποταμός για τον οποίο οι
κάτοικοι λένε ότι προέρχεται από τη λίμνη Οχρίδα, επειδή εκτρέφονται
εκεί μεγάλες ποσότητες πέστροφας. Θα μπορούσαν να είχαν δώσει μια πιο
φυσιολογική ερμηνεία στην προέλευση αυτού του ποταμού, αρκεί να είχαν
σκεφτεί ότι, κοντά στην κορυφή του βουνού απ’ όπου αναβλύζει το ποτάμι,
υπάρχει μια σπηλιά, κι από τα βάθη της ακούγεται ο ήχος άφθονου
τρεχούμενου νερού. Από τα υψώματα της Νάουσας, αλλά και μέσα από την
ίδια την πόλη ατενίζει κανείς μια λίμνη, ανάμεσα στην Πέλλα και τα Γιαννιτσά,
στη μέση της οποίας αναδύεται ένα νησί, απ’ όπου εκθάφτηκε το 1805 μια
ανάγλυφη στήλη με μήκος δέκα παλάμες και πλάτος οκτώ, αναφορικά με την
οποία δεν καταφέραμε όμως να συγκεντρώσουμε παρά μόνον μερικές
ασήμαντες πληροφορίες.
Το κρασί της Νάουσας
Η Νάουσα (Βοδενά) παράγει – από τότε – ένα από τα καλύτερα κρασιά της Μακεδονίας. Το κρασί πίνεται τον τέταρτο ή πέμπτο χρόνο μετά τον τρύγο. Το ταξίδι από την Έδεσσα στη Θεσσαλονίκη διαρκεί 18 ώρες, ενώ η σημαντική είσοδος της εμπορικής οδού από τη Θεσσαλονίκη προς τα Βοδενά και το Μοναστήρι ελέγχεται από τον Αλή Πασά:
Το κρασί της Νάουσας είναι από τα καλύτερα της Μακεδονίας. Καθώς δεν διαθέτουν κελάρια, τα βαρέλια, μερικά από τα οποία περιέχουν ως και τρεις χιλιάδες δοχεία των δώδεκα οκάδων το καθένα, τοποθετούνται πάνω στα ρυάκια που κυλούν κάτω από τα σπίτια. Τα σταφύλια από τα οποία παράγεται αυτό το κρασί έχουν μιαν όξινη και στυφή γεύση, γι’ αυτό και δεν το πίνουν πριν από την τέταρτη ή πέμπτη χρονιά αφού τρυγηθεί. Στα περίχωρα της πόλης παρατηρούμε μερικά εργαστήρια κατασκευής σπαθιών και όπλων, καθώς και αλευρόμυλους και ελαιοτριβεία για ελαιόλαδο και σουσαμόλαδο.
Το Γεφύρι του Πασά
Ο Πουκεβίλ επιστρέφει στην Ήπειρο ακολουθώντας το αντίθετο ρέυμα του ποταμού Ρεδία, μέχρι την Πίνδο. Στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα διακρίνεται το χωρίο Γιάνκο που κατοικείται από ογδόντα οικογένειες Βαρδαριωτών:
Αφού έλαβα όσες πληροφορίες μ’ ενδιέφεραν σχετικά με το τμήμα εκείνο της Μακεδονίας που συνορεύει με τον Όλυμπο, έφυγα από τη Σιάτιστα, για να επιστρέψω πάλι στην Ήπειρο, ανεβαίνοντας αντίθετα προς το ρεύμα του Ρεδία, μέχρι τις πηγές του πάνω στην Πίνδο. Σύμφωνα μ’ αυτό το δρομολόγιο, η πορεία μου θα με οδηγούσε και πάλι μέσα από τα Γρεβενά. Ξεκινήσαμε, αφήνοντας αριστερά μας το μονοπάτι για την Κοζάνη, και διασχίζοντας αμπελώνες που απλώνονται πάνω στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Μετά από διαδρομή μιας λεύγας κι ενός τετάρτου, αντίκρισα το Γιάνκο, ένα χωριό με ογδόντα οικογένειες Βαρδαριωτών, κτισμένο πάνω στη δεξιά όχθη του ποταμού, τον οποίο διαβήκαμε μια λεύγα πιο κάτω, περνώντας πάνω από ένα πέτρινο γεφύρι με πέντε άνισα μεταξύ τους τόξα. Μια μακροσκελής τουρκική επιγραφή αναφέρει ότι κτίστηκε από κάποιο Βαλή της Ρούμελης σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης, όταν μια από τις γυναίκες του σώθηκε ως εκ θαύματος μέσα από τα νερά του Αλιάκμονα, όπου είχε πέσει. Γι αυτό και σήμερα όλοι το ξέρουν σαν το Γεφύρι του Πασά.
Ψήγματα χρυσού
Η διαδρομή συνεχίζεται ομαλώς και σε τέσσερις περίπου ώρες ο Γάλλος περιηγητής βρίσκεται στα Γρεβενά. Απέναντι από το χάνι των Γρεβενών, μια ομάδα τσιγγάνων επιδίδονται σε μια από τις αρχαιότερες δραστηριότητες των ανθρώπων: αναζητούν χρυσό . Ο Κάρολος εκτιμά ότι το χρυσάφι στην κοίτη του ποταμού Αλιάκμονα προέρχεται από ορυχεία που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί:
Σε μικρή απόσταση από εκεί, το καραβάνι μας στάθηκε στο χάνι των Γρεβενών, κι απέναντι περίπου απ’ αυτό, παρατήρησα ότι υπήρχε μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά μια ομάδα από τσιγγάνους χρυσοσυλλέκτες που ξεδιάλεγαν όσα ψήγματα χρυσού είχαν περισυλλέξει μέσα από τα νερά του Αλιάκμονα. Αν κι ήταν πολύ επιφυλακτικοί κατάφερα, απ’ όσα μου είπαν, να συγκεντρώσω ορισμένα αρκετά ακριβή στοιχεία ώστε να τολμώ να πιστεύω ότι, με κάποια προσπάθεια, θα μπορούσε κανείς ν’ ανακαλύψει τη θέση των ορυχείων εκείνων, από τα οποία τα νερά του ποταμού συμπαρασύρουν στο ρεύμα τους μια τόσο σημαντική ποσότητα θραυσμάτων.
Τέλος, από το Γεφύρι του Πασά, κάναμε τέσσερις ώρες μέχρι να φτάσουμε στα Γρεβενά, όπου αποφάσισα να μείνω μόνον όσο χρόνο χρειαζόμουν ώστε να εξασφαλίσω ταχυδρομικά άλογα και αγωγιάτες, ικανούς να με οδηγήσουν στην Ήπειρο, από ένα δρόμο που γνωρίζουν και χρησιμοποιούν μόνον οι ντόπιοι.
Πηγή: Ερανιστής
Στη συνέχεια του ταξιδιού του ο Κάρολος Πουκεβίλ κατευθύνεται προς τη σημερινή Βέροια:
Σ’ αυτό το όριο αρχίζει το βιλαέτι της Τσερτσάμπας που αναφέραμε ήδη παραπάνω. Τα τέσσερα σπουδαιότερα χωριά του, που απέχουν πέντε λεύγες από τη λίμνη Σαριγούλ, προσδιορίζονται με την κοινή ονομασία Βελίδες. Στα περίχωρα αυτών των οικισμών και της κίτρινης λίμνης θα πρέπει ν’ αναζητηθούν τα ερείπια της Πουντέζας και του Σόσκου, δυο μεσαιωνικών φρουρίων κτισμένων από τον Πιέρ ντ’ Ωλπς, που πολεμούσε κάτω από τη σημαία του Βοημούνδου: κάποτε όλα αυτά τα εδάφη ήταν γαλλικά.
Μια κοιλάδα εκτάσεως τεσσάρων λευγών, διάσπαρτη με χωριά κατοικούμενα από Τούρκους Κονιάρηδες, απλώνεται από το Ντεντελέρ ως το όρος Ξερολίβαδο, στους πρόποδες του οποίου συναντάμε τα ερείπια ενός μεγάλου χωριού που βρισκόταν στην είσοδο μιας δασωμένης και πολύ στενής κλεισούρας μήκους τριών τετάρτων της λεύγας, η οποία καταλήγει στη Βέρροια, μια πόλη θεωρούμενη ως η αρχαία ομώνυμη πολιτεία.
Η Βέρροια
Οι Τούρκοι ονομάζουν την πόλη Καραβέρια ή Καραφέρια. Είναι έδρα ενός Μητροπολίτη κι ενός καδή και αριθμεί μόνον δυόμισι χιλιάδες κατοίκους:
![]() |
Η παλιά Βέροια ή Καραφέρια σε καρτ ποστάλ εποχής. Το “γεφύρι του φούρναρη” |
Στη Νάουσα
Η οχυρωμένη Νάουσα κατοικείται από Έλληνες και Βούλγαρους και και έχει περιέλθει στην προστασία του Κισλάρ Αγά ή αρχηγού των μαύρων ευνούχων του σεραγιού:
Τρεις λεύγες Β-Δ της Βέρροιας φτάνουμε στη Νάουσα, μια πόλη με δυο χιλιάδες σπίτια, υπαγόμενη εκκλησιαστικά στην επισκοπή της Βέρροιας: οι κάτοικοι της είναι Έλληνες και Βούλγαροι. Ήδη εδώ κι εβδομήντα χρόνια είχε οχυρωθεί με αλλεπάλληλες σειρές από τείχη, και το 1804, επιστρατεύθηκαν τέσσερις χιλιάδες άντρες για να υπερασπιστούν την πόλη εναντίον του Αλή Πασά, ο οποίος την κατέλαβε μόνον μετά από δεκάμηνη πολιορκία και μόνον εξαιτίας του λιμού που είχε πια επεκταθεί. Εδώ και λίγα χρόνια η πόλη έχει παύσει να βρίσκεται στην άμεση κυριότητα του Αλή Πασάκαι έχει περιέλθει στην προστασία του Κισλάρ Αγά ή αρχηγού των μαύρων ευνούχων του σεραγιού, στο οποίο και παραχωρήθηκε, ενώ ταυτόχρονα ένας Έλληνας ιεράρχης ονομαζόμενος Ζάφυρος είναι επικεφαλής μιας ομάδας αποτελούμενης από τριακόσιους Χριστιανούς.
![]() |
Η παλιά Νάουσα (Βοδενά) |
Το κρασί της Νάουσας
Η Νάουσα (Βοδενά) παράγει – από τότε – ένα από τα καλύτερα κρασιά της Μακεδονίας. Το κρασί πίνεται τον τέταρτο ή πέμπτο χρόνο μετά τον τρύγο. Το ταξίδι από την Έδεσσα στη Θεσσαλονίκη διαρκεί 18 ώρες, ενώ η σημαντική είσοδος της εμπορικής οδού από τη Θεσσαλονίκη προς τα Βοδενά και το Μοναστήρι ελέγχεται από τον Αλή Πασά:
Το κρασί της Νάουσας είναι από τα καλύτερα της Μακεδονίας. Καθώς δεν διαθέτουν κελάρια, τα βαρέλια, μερικά από τα οποία περιέχουν ως και τρεις χιλιάδες δοχεία των δώδεκα οκάδων το καθένα, τοποθετούνται πάνω στα ρυάκια που κυλούν κάτω από τα σπίτια. Τα σταφύλια από τα οποία παράγεται αυτό το κρασί έχουν μιαν όξινη και στυφή γεύση, γι’ αυτό και δεν το πίνουν πριν από την τέταρτη ή πέμπτη χρονιά αφού τρυγηθεί. Στα περίχωρα της πόλης παρατηρούμε μερικά εργαστήρια κατασκευής σπαθιών και όπλων, καθώς και αλευρόμυλους και ελαιοτριβεία για ελαιόλαδο και σουσαμόλαδο.
Το Γεφύρι του Πασά
Ο Πουκεβίλ επιστρέφει στην Ήπειρο ακολουθώντας το αντίθετο ρέυμα του ποταμού Ρεδία, μέχρι την Πίνδο. Στη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα διακρίνεται το χωρίο Γιάνκο που κατοικείται από ογδόντα οικογένειες Βαρδαριωτών:
Αφού έλαβα όσες πληροφορίες μ’ ενδιέφεραν σχετικά με το τμήμα εκείνο της Μακεδονίας που συνορεύει με τον Όλυμπο, έφυγα από τη Σιάτιστα, για να επιστρέψω πάλι στην Ήπειρο, ανεβαίνοντας αντίθετα προς το ρεύμα του Ρεδία, μέχρι τις πηγές του πάνω στην Πίνδο. Σύμφωνα μ’ αυτό το δρομολόγιο, η πορεία μου θα με οδηγούσε και πάλι μέσα από τα Γρεβενά. Ξεκινήσαμε, αφήνοντας αριστερά μας το μονοπάτι για την Κοζάνη, και διασχίζοντας αμπελώνες που απλώνονται πάνω στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Μετά από διαδρομή μιας λεύγας κι ενός τετάρτου, αντίκρισα το Γιάνκο, ένα χωριό με ογδόντα οικογένειες Βαρδαριωτών, κτισμένο πάνω στη δεξιά όχθη του ποταμού, τον οποίο διαβήκαμε μια λεύγα πιο κάτω, περνώντας πάνω από ένα πέτρινο γεφύρι με πέντε άνισα μεταξύ τους τόξα. Μια μακροσκελής τουρκική επιγραφή αναφέρει ότι κτίστηκε από κάποιο Βαλή της Ρούμελης σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης, όταν μια από τις γυναίκες του σώθηκε ως εκ θαύματος μέσα από τα νερά του Αλιάκμονα, όπου είχε πέσει. Γι αυτό και σήμερα όλοι το ξέρουν σαν το Γεφύρι του Πασά.
Ψήγματα χρυσού
Η διαδρομή συνεχίζεται ομαλώς και σε τέσσερις περίπου ώρες ο Γάλλος περιηγητής βρίσκεται στα Γρεβενά. Απέναντι από το χάνι των Γρεβενών, μια ομάδα τσιγγάνων επιδίδονται σε μια από τις αρχαιότερες δραστηριότητες των ανθρώπων: αναζητούν χρυσό . Ο Κάρολος εκτιμά ότι το χρυσάφι στην κοίτη του ποταμού Αλιάκμονα προέρχεται από ορυχεία που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί:
Σε μικρή απόσταση από εκεί, το καραβάνι μας στάθηκε στο χάνι των Γρεβενών, κι απέναντι περίπου απ’ αυτό, παρατήρησα ότι υπήρχε μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά μια ομάδα από τσιγγάνους χρυσοσυλλέκτες που ξεδιάλεγαν όσα ψήγματα χρυσού είχαν περισυλλέξει μέσα από τα νερά του Αλιάκμονα. Αν κι ήταν πολύ επιφυλακτικοί κατάφερα, απ’ όσα μου είπαν, να συγκεντρώσω ορισμένα αρκετά ακριβή στοιχεία ώστε να τολμώ να πιστεύω ότι, με κάποια προσπάθεια, θα μπορούσε κανείς ν’ ανακαλύψει τη θέση των ορυχείων εκείνων, από τα οποία τα νερά του ποταμού συμπαρασύρουν στο ρεύμα τους μια τόσο σημαντική ποσότητα θραυσμάτων.
Τέλος, από το Γεφύρι του Πασά, κάναμε τέσσερις ώρες μέχρι να φτάσουμε στα Γρεβενά, όπου αποφάσισα να μείνω μόνον όσο χρόνο χρειαζόμουν ώστε να εξασφαλίσω ταχυδρομικά άλογα και αγωγιάτες, ικανούς να με οδηγήσουν στην Ήπειρο, από ένα δρόμο που γνωρίζουν και χρησιμοποιούν μόνον οι ντόπιοι.
Πηγή: Ερανιστής
Εδώ το πρώτο μέρος: Ηγελαστή γη της Μακεδονίας [Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρειο Ελλάδα,αρχές 19ου αι.] Ι
Εδώ το τριτο μέρος: Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ: Δυτική Μακεδονία, Πιέρια, Καμβούνια [ΙΙΙ]
Η φωτογραφία της παλιάς Βέροιας είναι από εδώ: http://hey-sam-do-you.blogspot.gr/2010/08/blog-post.html
Εδώ το δεύτερο μέρος: Περιηγήσειςτου Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρειο Ελλάδα: Σιάτιστα – Κοζάνη – Σέρβια – Βελβεντό(ΙΙ)
Εδώ το τριτο μέρος: Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ: Δυτική Μακεδονία, Πιέρια, Καμβούνια [ΙΙΙ]
Η φωτογραφία της παλιάς Βέροιας είναι από εδώ: http://hey-sam-do-you.blogspot.gr/2010/08/blog-post.html
Τη φωτογραφία της παλιάς Νάουσας τη βρήκαμε εδώ: http://zaliosparadosi.blogspot.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου