Πριν από μισό αιώνα περίπου, τον Ιούλιο του 1955, ο
Μπέρτραντ Ράσσελ και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν απηύθυναν μια ασυνήθιστη έκκληση προς
τους λαούς του κόσμου, καλώντας τους να «θέσουν κατά μέρος» τα έντονα αισθήματα
που τρέφουν για πληθώρα ζητημάτων και να θεωρήσουν ότι είμαστε όλοι «απλώς και
μόνο μέλη ενός βιολογικού είδους που έχει αξιοπρόσεκτη ιστορία, και του οποίου
την εξαφάνιση κανείς μας δεν είναι δυνατόν να επιθυμεί». Ο κόσμος έχει μπροστά
του ένα δίλημμα «αποτρόπαιο, ειδεχθές, αναπόδραστο: Θα τερματίσουμε την ύπαρξη
του ανθρώπινου γένους ή η ανθρωπότητα θα αποκηρύξει τον πόλεμο;»[1].
Ο κόσμος δεν αποκήρυξε τον πόλεμο. Κάθε άλλο. Η δύναμη που
ηγεμονεύει, σήμερα, τον κόσμο θεωρεί πως είναι δικαίωμά της να διεξάγει
πολέμους κατά βούληση, στο πλαίσιο ενός δόγματος «προληπτικής αυτοάμυνας» με
αδήλωτα όρια. Το διεθνές δίκαιο, οι διεθνείς συνθήκες και οι κανόνες της
παγκόσμιας τάξης επιβάλλονται άτεγκτα στους υπόλοιπους, με περίσσεια
φαρισαϊσμού, αλλά για τις ΗΠΑ όλα αυτά θεωρούνται ανάρμοστα και απορρίπτονται —
τακτική με μεγάλο παρελθόν, που την ευτέλισαν ακόμα περισσότερο τα επιτελεία
των κυβερνήσεων Ρίγκαν και Μπους Β΄[2].
Ένα από τα πλέον στοιχειώδη αυτονόητα της ηθικής είναι το
αξίωμα της καθολικότητας: οφείλουμε να τηρούμε κι εμείς τα πρότυπα που θέτουμε
στους άλλους, αν όχι και αυστηρότερα. Το ότι το αξίωμα αυτό συχνά
παραγνωρίζεται και, αν κάποιοι το αναφέρουν κατά καιρούς, είναι για να το
καταδικάσουν ως εξωφρενικό, δηλώνει πολλά για τον πνευματικό πολιτισμό της
Δύσης. Αλλά το όνειδος βαρύνει ακόμα περισσότερο εκείνους που κόπτονται για τη
χριστιανική τους ευλάβεια, οι οποίοι, θεωρητικά τουλάχιστον, έχουν ακουστά τον
ορισμό του υποκριτή από τα Ευαγγέλια[3].
Με μοναδικό κριτήριο τις μεγαλόστομες δηλώσεις της πολιτικής
ηγεσίας, ορισμένοι σχολιαστές μάς προτρέπουν να θεωρήσουμε ειλικρινείς τις
διακηρύξεις της περί «ηθικής ενάργειας» και «ιδεαλισμού». Σε ένα. μόλις, από
αναρίθμητα παραδείγματα, ο γνωστός μελετητής Φίλιπ Ζέλικοφ συνάγει την
«κεντρική θέση που αποκτούν οι ηθικές αρχές» επί προεδρίας Μπους, βασιζόμενος
«στις εξαγγελίες της κυβέρνησης» και σ’
ένα μόνο γεγονός: την εισήγηση να αυξηθεί η αναπτυξιακή βοήθεια — παραμένοντας,
ωστόσο, κλάσμα της συμβολής άλλων πλούσιων χωρών σε σχέση με το μέγεθος της
οικονομίας τους[4].
Η ρητορεία, πράγματι, είναι εντυπωσιακή. «Φέρω μέσα στην
ψυχή μου τη δέσμευση αυτή» διατράνωνε ο πρόεδρος το Μάρτιο του 2002,
ανακοινώνοντας τη σύσταση του φορέα Millenium Challenge, που θα συγκέντρωνε
κονδύλια για την καταπολέμηση της φτώχειας στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το 2005 ο
φορέας διέγραψε τη δήλωση αυτή από το διαδικτυακό τόπο του, αφού η κυβέρνηση
Μπους μείωσε κατά δισεκατομμύρια δολάρια τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό του. Ο
επικεφαλής του παραιτήθηκε, «καθώς δεν κατάφερε να θέσει σε κίνηση το
πρόγραμμα», γράφει ο οικονομολόγος Τζέφρι Σαξ, και αφού «εκταμίευσε μηδαμινό
μέρος» των 10 δισεκατομμυρίου δολαρίων που του είχαν υποσχεθεί αρχικά. Στο
μεταξύ, ο Μπους απέρριψε αίτημα του πρωθυπουργού Τόνυ Μπλαιρ να διπλασιαστεί η
βοήθεια προς την Αφρική, και μάλιστα δήλωσε τη βούλησή του να συνταχθεί με
άλλες βιομηχανικές χώρες, που συναινούσαν μεν στη μείωση του αφρικανικού
χρέους, αλλά μόνο με αντίστοιχη περικοπή των προγραμμάτων βοήθειας, απόφαση
ισοδύναμη με «θανατική ποινή για περισσότερους από 6 εκατομμύρια Αφρικανούς,
που πεθαίνουν κάθε χρόνο από αίτια ιάσιμα και αποτρέψιμα», σημειώνει ο Σαξ. Και
αμέσως μόλις κατέφθασε στον ΟΗΕ ο νέος πρέσβης του Μπους, ο Τζον Μπόλτον, λίγο
πριν από τη Σύνοδο Κορυφής του 2005, απαίτησε να διαγράφει «κάθε αναφορά της
φράσης “αναπτυξιακοί στόχοι χιλιετίας”» από το έγγραφο που είχε ετοιμαστεί
προσεκτικά, ύστερ’ από εκτενείς διαπραγματεύσεις, για να αντιμετωπιστούν
ζητήματα όπως «η ανέχεια, η διάκριση ανδρών-γυναικών, η πείνα, η στοιχειώδης
εκπαίδευση, η παιδική θνησιμότητα, η υγεία των μητέρων, το περιβάλλον και οι
ασθένειες»[5].
Η μεγαλοστομία, όμως, τονώνει το ηθικό, κι εμείς καλούμαστε
επιτακτικά να θαυμάσουμε την ειλικρίνεια των δημαγωγών, ακόμη κι αν η
συμπεριφορά τους θυμίζει την παρατήρηση του Αλέξις ντε Τοκβίλ, ότι οι ΗΠΑ
κατάφεραν «να εξοντώσουν την ινδιάνικη φυλή... χωρίς να παραβιάσουν ούτε μία
από τις μεγάλες αρχές της ηθικής στα μάτια του κόσμου»[6].
Λέγεται συχνά ότι το κυρίαρχο, σήμερα, δόγμα διέπεται από
«δύο μέτρα και δύο σταθμά». Παραπλανητική εκτίμηση. Θα ήταν ακριβέστερο να
λέγαμε ότι το κριτήριο είναι ένα, σαφές και αλάθητο: αυτό που ο Άνταμ Σμιθ
αποκάλεσε «ποταπό αξίωμα των αρχόντων του ανθρώπινου γένους:... Όλα για τον
εαυτό μας και τίποτα για τους άλλους». Πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του,
αλλά το ποταπό αξίωμα ακμάζει ακόμη[7].
Για την ακρίβεια, είναι τόσο βαθιά εδραιωμένο, ώστε δε
γίνεται καν αντιληπτό. Σκεφτείτε. λόγου χάρη, το ζήτημα που δεσπόζει στην εποχή
μας, την «τρομοκρατία». Όταν την ασκούν οι άλλοι σ’ εμάς και στους
υποτελείς μας, είναι το υπέρτατο κακό. Δική μας τρομοκρατία δεν
υφίσταται — ή, αν υπάρχει, είναι απολύτως δικαιολογημένη. Σαφές παράδειγμα ο
πόλεμος τρομοκρατίας που διεξήγαγε η Ουάσινγκτον στη Νικαράγουα τη δεκαετία του
1980, περίπτωση απολύτως ξεκάθαρη, για όποιον, τουλάχιστον, θεωρεί ότι σε
τέτοια ζητήματα έχουν κάποιο κύρος το Διεθνές Δικαστήριο και το Συμβούλιο
Ασφαλείας του ΟΗΕ — που αμφότερα καταδίκασαν τις ΗΠΑ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ
επιβεβαίωσε ότι οι υπό αμερικανική διοίκηση δυνάμεις που επέδραμαν στη
Νικαράγουα, ξεκινώντας από βάσεις των ΗΠΑ στην Ονδούρα, είχαν εξουσιοδοτηθεί να
βάλλουν κατά «αδύναμων στόχων», δηλαδή κατά πολιτών που δεν είχαν μέσα να
αμυνθούν. Η διαμαρτυρία του Παναμερικανικού Παρατηρητηρίου προκάλεσε την οξεία
απάντηση ενός σεβαστού «αριστερού», του Μάικλ Κίνσλεϋ, μέλους της συντακτικής
επιτροπής του περιοδικού New Republic, ο οποίος εξήγησε καρτερικά ότι οι
τρομοκρατικές επιθέσεις κατά πολιτών έπρεπε να αποτιμώνται πραγματιστικά:
«Συνετή είναι κάθε τακτική που αντέχει στην αποτίμηση τύπου “κόστος προς
όφελος”», όταν δηλαδή προσμετρούμε «στη μία πλευρά το αίμα που χρειάζεται να
χυθεί και τη δυστυχία που θα προκύψει, και στην άλλη τις πιθανότητες που
υπάρχουν να ανακύψει τελικά δημοκρατία» — και πάντα υπό την έννοια που έχει ο
όρος «δημοκρατία» για τις ελίτ των ΗΠΑ[8].
Τα υπονοούμενα αξιώματα δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση. ίσως
να μη γίνονται καν αντιληπτά. Το 2005 οι εφημερίδες έγραψαν ότι η κυβέρνηση
Μπους αντιμετώπιζε σοβαρό «δίλημμα»: η Βενεζουέλα ζητούσε την έκδοση ενός από
τους πλέον διαβόητους τρομοκράτες της Λατινικής Αμερικής, του Λουίς Ποσάδα
Καρρίλες, που κατηγορούνταν για τοποθέτηση βόμβας σε σκάφος των αερογραμμών
Cubana, η οποία προκάλεσε το θάνατο 73 ανθρώπων. Οι κατηγορίες ήταν πειστικές,
υπήρχε όμως αντικειμενική δυσκολία. Ο Ποσάδα, μετά την απόδρασή του από φυλακή
της Βενεζουέλας, «στρατολογήθηκε από μυστικούς πράκτορες των ΗΠΑ για να
διευθύνει την επιχείρηση ανεφοδιασμού των Κόντρας της Νικαράγουας από το Ελ
Σαλβαδόρ» — δηλαδή ανέλαβε εξέχοντα ρόλο στον πόλεμο τρομοκρατίας της Ουάσινγκτον
στη Νικαράγουα. Εξού και το δίλημμα: «Η έκδοσή του για να προσαχθεί σε δίκη θα
μπορούσε να προκαλέσει ανησυχία στους ξένους μυστικούς πράκτορες, αφού θα έστελνε
το μήνυμα ότι δεν μπορούν να βασίζονται στην άνευ όρων προστασία της κυβέρνησης
των ΗΠΑ, ενώ επιπλέον ενδέχεται να εκθέσει και τη CIA, αφού ο πρώην πράκτορας
ίσως προβεί σε ενοχλητικές αποκαλύψεις». Φαίνεται ότι για να εισέλθει κανείς
στον κύκλο των σεβαστών διανοούμενων απαιτείται να μην μπορεί να αντιληφθεί ότι
σε όλα αυτά υπάρχει, μάλλον, ένα προβληματάκι[9].
Την ίδια εποχή που η Βενεζουέλα έθετε επιτακτικά το αίτημά
της, στη Βουλή και στη Γερουσία εγκρινόταν με συντριπτική πλειοψηφία ένα σχέδιο
νόμου, με βάση το οποίο οι ΗΠΑ θα διέκοπταν τα προγράμματα αρωγής προς τις
χώρες που θα αρνούνταν να στέρξουν σε αιτήματα έκδοσης — αιτήματα των ΗΠΑ,
βέβαια. Κανείς δε σχολίασε τη συστηματική άρνηση της Ουάσινγκτον να
ανταποκριθεί στα αιτήματα άλλων χωρών που ζητούν την έκδοση επιφανών
τρομοκρατών ανησυχίες, πράγματι, διατυπώθηκαν, αλλά τις εξέφρασαν κάποιοι που
φοβούνταν ότι ο νόμος θα μπορούσε, θεωρητικά, να θέσει εμπόδια στην παροχή
βοήθειας στο Ισραήλ, διότι οι αρχές της χώρας εκείνης αρνούνταν να εκδώσουν
«έναν κατηγορούμενο για στυγνή δολοφονία στο Μέρυλαντ το 1997, που διέφυγε στο
Ισραήλ και έλαβε την υπηκοότητα μέσω της καταγωγής του πατέρα του»[10].
Το δίλημμα Ποσάδα, προσωρινά τουλάχιστον, επιλύθηκε κατ’
ευχήν στα δικαστήρια, που απέρριψαν το αίτημα έκδοσης, κατά παράβαση του
σχετικού συμφώνου μεταξύ ΗΠΑ και Βενεζουέλας. Μία ημέρα μετά, ο επικεφαλής του
FBI Ρόμπερτ Μίλλερ πίεζε την Ευρώπη να επιταχύνει τις διαδικασίες έκδοσης προς
τις ΗΠΑ: «Αναζητούμε διαρκώς τρόπους για να κινείται ταχύτερα η διαδικασία
έκδοσης» είπε. «Πιστεύουμε πως είναι χρέος μας προς τα θύματα της τρομοκρατίας
να φροντίσουμε, ώστε η δικαιοσύνη να απονέμεται άμεσα και αποτελεσματικά». Στην
Ιβηροαμερικανική Σύνοδο Κορυφής, λίγο αργότερα. οι ηγέτες της Ισπανίας και των
χωρών της Λατινικής Αμερικής «τάχθηκαν υπέρ του αιτήματος της Βενεζουέλας να
εκδοθεί [ο Ποσάδα] από τις ΗΠΑ. προκειμένου να δικαστεί» για τη βόμβα στο
αεροσκάφος της Cubana, έπειτα όμως υπαναχώρησαν, όταν η αμερικανική πρεσβεία
διαμαρτυρήθηκε. Η Ουάσινγκτον, όμως, δεν περιορίζεται στο να απορρίπτει τα
αιτήματα έκδοσης ή να αδιαφορεί εντελώς. Μετέρχεται και τη δυνατότητα της
απονομής χάριτος από τον ίδιο τον Πρόεδρο, για πανθομολογούμενα εγκλήματα. Ο
Μπους Α' αμνήστευσε τον Ορλάντο Μπος, διαβόητο διεθνή τρομοκράτη και συνεργάτη
του Ποσάδα, παρά τις αντιρρήσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που ζητούσε
επιτακτικά την απέλασή του, θεωρώντας τον επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Ο
Μπος διαμένει στις ΗΠΑ χωρίς να κινδυνεύει, και ο Ποσάδα ίσως βρεθεί σε
παρόμοια θέση, σε κάποια από τις κοινότητες που λειτουργούν ακόμη ως ορμητήρια
της διεθνούς τρομοκρατίας[11].
Κανείς δε θα ήταν τόσο αγενής, ώστε να εισηγηθεί το
βομβαρδισμό των ΗΠΑ και την εισβολή στο έδαφος τους, αν και σύμφωνα με το δόγμα
του Μπους Β΄, «όσοι προσφέρουν καταφύγιο σε τρομοκράτες είναι εξίσου ένοχοι με
αυτούς» — όπως διακηρύχθηκε όταν η κυβέρνηση του Αφγανιστάν ζήτησε στοιχεία
πριν παραδώσει στις ΗΠΑ κάποιους φερόμενους ως τρομοκράτες (χωρίς πειστικά
τεκμήρια, παραδέχτηκε αργότερα ο Ρόμπερτ Μίλλερ). Το δόγμα Μπους «έχει καταστεί
ήδη de facto κανόνας των διεθνών σχέσεων» γράφει ο Γκρέιαμ Άλλισον,
εμπειρογνώμονας επί του θέματος στο Χάρβαρντ, και αίρει «την εθνική κυριαρχία
των χωρών που παρέχουν άσυλο σε τρομοκράτες». Μερικών, όμως, διότι όπως είδαμε,
δεν ισχύουν για όλους τα ίδια μέτρα και σταθμά[12].
Πράγμα που ισχύει και ως προς τα όπλα και τα άλλα μέσα
μαζικής καταστροφής. Οι δαπάνες των ΗΠΑ για εξοπλισμούς είναι σχεδόν ίσες με
τις δαπάνες όλου του υπόλοιπου κόσμου, ενώ οι πωλήσεις όπλων από 38 εταιρείες
της Βόρειας Αμερικής (η μία εδρεύει στον Καναδά) αντιστοιχούν στο 60% του
συνόλου παγκοσμίως. Πέραν αυτού, όμως, η κυρίαρχη υπερδύναμη δεν αναγνωρίζει
όρια. Διατυπώνοντας μια θέση που ήδη αντιλαμβάνονταν όσοι θέλουν να κρατούν τα
μάτια τους ανοιχτά, ο επιφανής Ισραηλινός στρατιωτικός αναλυτής Ρόυβεν
Πεντατζούρ γράφει ότι «στην εποχή της μίας μόνο, αμείλικτης υπερδύναμης, της
οποίας η ηγεσία προτίθεται να διαμορφώσει τον κόσμο, επιβάλλοντας τη δική της
θεώρηση, τα πυρηνικά όπλα έχουν καταστεί ελκυστικό μέσο για τη διεξαγωγή
πολέμων, ακόμα και εναντίον εχθρών που δεν κατέχουν ανάλογα μέσα»[13].
Όταν ένα εξέχον μέλος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, ο Μαξ
Μπουτ, ρωτήθηκε γιατί «οι ΗΠΑ προβαίνουν σε τεράστιες δαπάνες για εξοπλισμούς,
ενώ η Κίνα απέχει», έδωσε μια απλή απάντηση: «Εμείς εγγυόμαστε την ασφάλεια
ολόκληρου του κόσμου, προστατεύουμε τους συμμάχους μας, διατηρούμε ανοιχτούς
τους κρίσιμους διαύλους ναυσιπλοΐας και ηγούμεθα του πολέμου κατά της
τρομοκρατίας», ενώ η Κίνα απειλεί τρίτες χώρες και «θα μπορούσε να προκαλέσει
μια κούρσα εξοπλισμών» — ενέργειες αδιανόητες για τις ΗΠΑ. Ασφαλώς, μόνο ένας
μισότρελος «συνωμοσιολόγος» θα σχολίαζε ότι με τον έλεγχο των διαύλων
ναυσιπλοΐας οι ΗΠΑ προσβλέπουν στην υλοποίηση της εξωτερικής τους πολιτικής,
και όχι βέβαια στο όφελος των άλλων, ή ότι, σε μεγάλο μέρος του κόσμου, η
Ουάσινγκτον περιγράφεται (ιδίως από τότε που άρχισε η προεδρία του Μπους Β΄) ως
η κυριότερη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια. Πρόσφατες σφυγμομετρήσεις ανά
την υφήλιο έδειξαν ότι η χώρα που «κατά την πλειονότητα θεωρείται ότι ασκεί
θετικότερη επίδραση στον κόσμο» είναι η Γαλλία, παράλληλα με την Ευρώπη
γενικότερα και την Κίνα, ενώ «οι χώρες που κατά την πλειονότητα θεωρείται ότι
ασκούν αρνητικότερη επιρροή είναι οι ΗΠΑ και η Ρωσία». Αλλά υπάρχει πάλι μια
απλή εξήγηση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν απλώς ότι ο κόσμος κάνει λάθος. Είναι
ευνόητο γιατί. Όπως εξηγούσε και αλλού ο Μπουτ, η Ευρώπη «είχε συχνά ως κίνητρο
την απληστία» και οι «κυνικοί Ευρωπαίοι» αδυνατούν να κατανοήσουν τον
«ιδεαλισμό» που εμπνέει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. «Έχουν περάσει 200
χρόνια, κι η Ευρώπη δεν έχει καταλάβει ακόμη από τι πηγάζει η δύναμη των ΗΠΑ».
Η ίδια νοητική αδυναμία χαρακτηρίζει και άλλους, ιδίως δε τους γείτονές μας,
που, παρά τη μεγάλη τους εμπειρία, είναι εξόχως παραπλανημένοι. Από το σύνολο
των χωρών όπου διεξήχθη η σφυγμομέτρηση, το Μεξικό συγκαταλέγεται σε εκείνες
που έχουν «άκρως αρνητική» γνώμη για το ρόλο των ΗΠΑ στον κόσμο[14].
II πορεία και το αποτέλεσμα της Συνόδου που συνήλθε το Μάιο
του 2005 για να αναθεωρήσει τη Συνθήκη περί Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων,
στην οποίοι θα επανέλθουμε, δείχνει με χαρακτηριστικό τρόπο πόσο βαριές είναι
οι ευθύνες των ΗΓΙΑ για το ότι υπάρχουν ακόμη -και διευρύνονται- οι σοβαρές
απειλές κατά του γένους μας που κινδυνεύει να εκλείψει. Μία από τις
σημαντικότερες ανησυχίες που εξέφρασαν τα μέλη της Συνόδου αφορούσε την πρόθεση
της Ουάσινγκτον «να άρει τους φραγμούς κατά των πυρηνικών» και, επομένως, «να
προβεί σε ένα μεγάλο -και επικίνδυνο- βήμα, που θα καταστήσει την πυρηνική
βόμβα θεμιτό όπλο κατά τη διεξαγωγή πολέμου». Οι δυνητικές συνέπειες δε θα
μπορούσαν να είναι πιο φρικτές[15].
* ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΕΣ
ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ - Η κατάχρηση της εξουσίας και οι εχθροί της δημοκρατίας, ΝΟΑΜ
ΤΣΟΜΣΚΥ, Μετάφραση Γιάννης Ε.
Ανδρέου, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
Σημειώσεις
[1]
New York Times. 10 Ιουλίου 1955.
[2]
Για τα επονείδιστα στοιχεία, βλ. Howard Friel και
Richard Falk, The Record of the Paper (Verso, 2004).
[3]
Για ένα σύντομο δείγμα, βλ. το άρθρο μου «Simple Truths, Hard Problems»,
Philosophy, Ιανουάριος 2005. Γνωρίζω μία μόνο περίπτωση ρητής απόρριψης, στο
ιδιαίτερα ευυπόληπτο έργο του καθηγητού Διεθνούς Δικαίου Michael Glennon, Limits of Law, Prerogatives of Power (Palgrave. 2001), σελ. 171 κ.ε.
Απορρίπτει τη βασική αρχή, ίσως ακούσια, βασιζόμενος στο σιωπηρό αξίωμα ότι η
ευθύνη δεν είναι δυνατόν να διαμοιράζεται. Στο ίδιο πνεύμα κινείται γενικά η
επιχειρηματολογία του κατά των «αντικειμενιστικών φιλοσοφιών». Για περαιτέρω σχολιασμό, βλ. το κείμενό μου «Moral Truisms. Empirical Evidence
and Foreign Policy». Review of International Studies, Οκτώβριος 2003.
[4] Philip Zelikow, National
Interest, Άνοιξη
2003. Για τα γεγονότα, βλ. Action Aid, Real Aid: An Agenda for Making Aid Work, Μάιος 2005. Εκτιμούν την
πραγματική αρωγή των πλουσίων στο 0.1% του εθνικού εισοδήματος, με τις ΗΠΑ και
τη Γαλλία σε θέση ουραγών (αφού περί το 90% της «βοήθειας-φάντασμα» επανέρχεται
στο χορηγό), ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονται κοντά στην τελευταία θέση ακόμα και της
επίσημης αρωγής.
[5] Michael Phillips. Wall Street
Journal. 27 Ιανουάριου 2005, Jeffrey Sachs, New York Times, 25 Ιουλίου 2005. Warren Hoge, New York Times, 3
Σεπτεμβρίου 2005. Αφού εδραίωσε την εικόνα του με το «Εγώ είμαι το αφεντικό», ο
Μπόλτον αργότερα συναίνεσε σε κάποιους συμβιβασμούς.
[6] Alexis de Tocqueville.
Democracy in America (Everyman’s Library, 1994, τόμ. 2, σελ. 355) [Η δημοκρατία στην Αμερική, μτφ. Μπάμπης
Λυκούδης, 1η έκδ.. Στοχαστής, 1997].
[7]
Adam Smith. The Wealth of Nations (Modern Library, 1994), βιβλίο 3, σελ. 444
[Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, 2 τόμοι, επιμ. Γ.
Μηλιός, μτφ. Χρήστος Βαλλιάνος. Ελληνικά Γράμματα, 2000].
[8]
Μάλλον όπως και στη γενικευμένη πρακτική, συνήθως σιωπηρά, αλλά μερικές φορές
επικρατεί η ειλικρίνεια: για παράδειγμα. η απόφαση του Υπουργείου Άμυνας του
Ισραήλ ότι «ο νόμος αναγνωρίζει ως τρομοκρατία τις ενέργειες μόνο που διαπράττονται
από “οργανώσεις εχθρικές προς το Ισραήλ”», Chris McGreal. Guardian.
1 Σεπτεμβρίου 2005, Michael Kinsley, Wall Street Journal, 26 Μαρτίου 1987.
[11] Reuters. New York Times, 28 Σεπτεμβρίου 2005, Jimmy Burns, Financial Times,
29 Σεπτεμβρίου 2005,
Ciaran Giles (ΛΡ),
Seattle Post-Intelligencer, 13 Οκτωβρίου 2005. El Pais, 15 και 16 Οκτωβρίου 2005. Η Ιβηροαμερικανική Σύνοδος
Κορυφής αρνήθηκε να αποσύρει το αίτημα για κατάπαυση των οικονομικών
εχθροπραξιών σε βάρος της Κούβας και καταδίκασε πάλι τον «αποκλεισμό» της χώρας
από τις ΗΠΑ. Στις 8 Νοεμβρίου 2005 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ζήτησε πάλι να
τερματιστεί το αμερικανικό εμπάργκο κατά της Κούβας, με ψήφους 182 έναντι 4
(ΗΠΑ. Ισραήλ, Νήσοι Μάρσαλ και Παλάου· η Μικρονησία απείχε). Το θέμα δεν
αναφέρθηκε σχεδόν καθόλου στον τύπο. Βλ. επίσης Jim
Lobe. Inter Press Service. 12 Μαΐου 2005.
[12] Graham Allison. Foreign
Affairs. Ιανουάριος-Φεβρουάριος
2004. Για τον Mueller, βλ. Ηγεμονία ή επιβίωση, σελ. 331.
[13] Stockholm International Peace
Research Institute (SIPRI), 2005 Year Book. Reuven Pedatzur. Ha ’aretz, 26 Μαΐου 2005.
[14] Max Boot, όπως μνημονεύεται από τον Roger Cohen, New York Times. 12
Ιουλίου 2005. Δελτίο τύπου. Πρόγραμμα Μελέτης Τάσεων επί Θεμάτων Διεθνούς
Πολιτικής (ΡΙΡΑ). 6 Απριλίου 2005. Max Boot. New York Times, 13 Φεβρουάριου
2003.
[15]
Pedatzur. Ha’aretz. 26 Μαΐου 2005.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου