• ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

    Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

    Η μαύρη βίβλος του Καπιταλισμού*: Οι Ελβετοί τραπεζίτες σκοτώνουν χωρίς πολυβόλα (2)

    του Ζαν Ζίγκλερ*

    2. Οι Αϊτινοί

    Την άνοιξη του 1986, ένας ακόμα δικτάτορας έπεσε από την εξουσία. Ο «Μπέιμπι Ντοκ» Ντιβαλιέ πετάχτηκε σαν σκουπίδι έξω από το παλάτι του στο Πορτ-ο-Πρενς. Και στην περίπτωση της Αϊτής, επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο: Ο Βορειοαμερικανός κηδεμόνας της Αϊτής κατέσχεσε πολλά έγγραφα από τις αποσκευές του φυγάδα και τα παρέδωσε στους νέους σατράπες της Αϊτής. Ο Ντιβαλιέ, η οικογένειά του, η οικογένεια της συζύγου του είχαν αρπάξει ένα μέρος από τα συναλλαγματικά αποθέματα της Εθνικής Τράπεζας, είχαν λεηλατήσει τις κρατικές επιχειρήσεις, είχαν πουλήσει προς όφελός τους άδειες εισαγωγών, κ.λπ.

    Τον Ιούνιο του 1986, έφτασε στα κυβερνητικά μέγαρα της Βέρνης μια αίτηση προς τις ελβετικές Αρχές να βοηθήσουν σε μια διεθνή δικαστική έρευνα. Επακολούθησε η ίδια αμηχανία, οι ίδιες αμερικανικές πιέσεις. Ο πρόεδρος Ρέιγκαν απαιτούσε την απόδοση στο κράτος της Αϊτής όσων είχε αφαιμάξει η οικογένεια Ντιβαλιέ στα σαράντα χρόνια της βασιλείας της. Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο -με την παρότρυνση του θαρραλέου σοσιαλιστή υπουργού Οικονομικών Ότο Στιχ- διέταξε την προσωρινή δέσμευση των κεφαλαίων του Ντιβαλιέ και της σπείρας του που υπήρχαν στις ελβετικές τράπεζες.

    Αυτή τη φορά, το μεγαλύτερο μέρος της λείας βρέθηκε στη Γενεύη. Οι πολυεθνικές τραπεζικές αυτοκρατορίες -Union de Banques Suisses, Société de Banque Suisse, Crédit Suisse κ.λπ.- εφαρμόζουν λεπτομερή καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στις θυγατρικές τους. Η Ζυρίχη απορροφά τα κεφάλαια που προέρχονται από την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Η Γενεύη αυτά που προέρχονται από τις χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής.

    Οι πιθανότητες να επιστραφούν τα κλοπιμαία στον εξαθλιωμένο λαό της Αϊτής, όπως και στο λαό των Φιλιππίνων, είναι ελάχιστες. Εξαιτίας της σθεναρής αντίστασης των τραπεζών -την οποία αποκαλούν «υπεράσπιση των συμφερόντων του πελάτη με κάθε μέσο»-, καμία από τις πολλές δικαστικές διαδικασίες που ξεκίνησαν εναντίον του Ντιβαλιέ και των ανθρώπων του δεν πλησιάζει στο τέλος της. Εν τω μεταξύ, ο «Μπέιμπι Ντοκ» και η οικογένειά του ζουν πολυτελώς στα υψώματα της γαλλικής πόλης Γκρας, η οποία φημίζεται για το εύκρατο κλίμα της. Το 1998, μετακόμισαν στα βουνά του Ιούρα, ενώ η περιουσία της οικογένειας Ντιβαλιέ, καρπός μιας λεηλασίας που κράτησε πολλές δεκαετίες, εξακολουθούσε να βρίσκεται στους αριθμημένους λογαριασμούς των μεγάλων ελβετικών τραπεζών.
    3. Οι Ζαϊρινοί, νυν Κονγκολέζοι

    Ο λαός του Ζαΐρ είναι ζητιάνος που κάθεται πάνω σε μια στοίβα χρυσού. Το Ζαΐρ, που η έκτασή του υπερβαίνει τα 2,3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα, ξεχειλίζει από πλούτο. Οι πολυεθνικές εξορυκτικές, τραπεζικές και εμπορικές εταιρείες, σε αγαστή συνεργασία με την τοπική ολιγαρχία, λεηλατούν συνειδητά τη χώρα. Στην Κινσάσα (που έχει περισσότερους από 3 εκατομμύρια κατοίκους), στο Κισανγκάνι και στο Λουμουμπάσι, τα μέλη των οικογενειών των δημοσίων υπαλλήλων τρώνε μια φορά την ημέρα. Στα τέλη του 1997, το εξωτερικό χρέος υπερέβαινε τα 9 δισεκατομμύρια δολάρια. Στην πόλη όπου γεννήθηκε, το Γκμπαντολίτ, που βρίσκεται τις όχθες του άνω ρου του ποταμού Κόνγκο (η παραδοσιακή αφρικανική ονομασία για τους μεγάλους ποταμούς και ιδιαίτερα για τον Κόνγκο είναι Ζαΐρ), ο οποίος διασχίζει το πυκνό δάσος και εκτείνεται μέσα από τις πεδιάδες των Μπατέκε[1] μέχρι την Γκαμπόν και τον Ατλαντικό Ωκεανό, ο στρατάρχης Μομπούτου κατασκεύασε ένα πραγματικό παλάτι των Βερσαλιών μέσα στη ζούγκλα. 37.000 κάτοικοι, καλύβες από πηλό... και λεωφόροι που φωτίζονται μέρα και νύχτα, ένα τεράστιο παλάτι, βίλες για τους φιλοξενούμενους, πισίνες, ένα εργοστάσιο της Coca Cola, ένα γιγαντιαίο υδροηλεκτρικό φράγμα (που βρίσκεται 15 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, στο Μομπάγι, πάνω στο ποταμό Ουμπάνγκι), ένας καθεδρικός ναός όπου Ιησουίτες ιερείς διδάσκουν το γρηγοριανό μέλος στα πιο ευφυή παιδιά της φυλής, ένα υπερσύγχρονο αεροδρόμιο όπου καθημερινά προσγειώνεται ένα Boeing 737 που έρχεται απευθείας από την Κινσάσα.

    Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ αποτίμησε το 1997 σε 5 δισεκατομμύρια δολάρια την προσωπική περιουσία του Μομπούτου στο εξωτερικό. Όσο για το κατά κεφαλήν εισόδημα, ήταν 180 δολάρια ετησίως, γεγονός που καθιστούσε το Ζαΐρ την όγδοη πιο φτωχή χώρα του πλανήτη. Καθημερινά πέθαιναν άνθρωποι εξαιτίας του υποσιτισμού, της διαφθοράς, της εξαθλίωσης, της αστυνομικής καταστολής. Η συνενοχή του δυτικού κεφαλαίου με το καθεστώς, αλλά και η αδυναμία, η διαφθορά και η διανοητική ανεπάρκεια των μικρών ομάδων της αντιπολίτευσης, που είναι παράνομες ή τα μέλη τους είναι εξόριστα, καθιστούσαν ζοφερό το μέλλον του λαού του Ζαΐρ: Το μόνο που υπόσχονταν ήταν νέα δεινά, επαναλαμβανόμενες ταπεινώσεις, απελπισία.

    Ο Μομπούτου, πρώην καταδότης της αποικιοκρατικής βελγικής αστυνομίας, ήταν ένας από τους πιο κομπλεξικούς και πανούργους αρχηγούς κρατών στα χρονικά της ταραγμένης ιστορίας της αποαποικιοποίησης. Απολάμβανε την εύνοια ισχυρών ξένων προστατών και ήταν έτοιμος να πληρώσει το αντίτιμο. Ήταν εξαιρετικός διαπραγματευτής. Παραθέτω ένα παράδειγμα: Τον Φεβρουάριο του 1987, στη διάρκεια μιας από τις πολλές «ιδιωτικές» επισκέψεις του στην Ουάσινγκτον, ο Μομπούτου υπέγραψε με το Πεντάγωνο μια συμφωνία με την οποία παραχωρούσε στις ΗΠΑ, με μια μακροπρόθεσμη σύμβαση μίσθωσης, τη στρατιωτική και αεροπορική βάση της Καμίνα, στην επαρχία Σάμπα. Από τότε, με ορμητήριο τη βάση της Καμίνα, οι Αμερικάνοι οργάνωσαν την επιμελητεία της οργάνωσης UNITA που δρούσε στην Αγκόλα. Σε αντάλλαγμα (εκτός από την πληρωμή του μισθώματος για τη βάση σε συνάλλαγμα), το καθεστώς του Ζαΐρ πέτυχε την επαναδιαπραγμάτευση του εξωτερικού χρέους του. Επιπλέον, ενώ ήταν παγκόσμια γνωστή η χαλαρότητα της οικονομικής πολιτικής του, το καθεστώς πήρε το 1987 από το Διεθνές νομισματικό Ταμείο πιστώσεις ύψους 370 εκατομμυρίων δολαρίων.

    Το λεγόμενο σύστημα «εσωτερικής ασφάλειας» προκαλούσε τρόμο. Οι άντρες των μονάδων των αλεξιπτωτιστών-κομάντος, που είχαν εκπαιδευθεί από Ισραηλινούς και Γάλλους και ήταν επιφορτισμένες με τη φρούρηση του Μομπούτου, της κυβέρνησής του και της οικογένειας του, κατάγονταν σχεδόν όλοι από την περιοχή στην οποία είχε γεννηθεί ο Μομπούτου, την πρώην επαρχία του Ισημερινού. Αν και διέθετε πολλά προεδρικά μέγαρα, ένα πολυτελές γιοτ, επαύλεις κ.λπ., ο Μομπούτου προτιμούσε να κοιμάται ανάμεσα στους δικούς του. Ο συνήθης τόπος στον οποίο εργαζόταν και διέμενε ήταν το στρατόπεδο των αλεξιπτωτιστών στο Καλίνα (μια συνοικία στο δυτικό τμήμα της Κινσάσα).

    Παρ’ όλα αυτά, αντίθετα με την πλειοψηφία των ομολόγων του στη Μέση Ανατολή, στην Ασία και στην Αφρική, ο Μομπούτου απέφευγε επιμελώς να μετατρέψει σε προσωπική του αποικία το κράτος και τους δημόσιους οργανισμούς του διορίζοντας συγγενείς και φίλους του. Επέβαλε ένας καθεστώς ανανέωσης των στελεχών της κυβέρνησης, του μοναδικού κόμματος που υπήρχε στο Ζαΐρ, των οικονομικών οργανισμών. Περιοδικά, ο Μομπούτου ευχαριστούσε για τις υπηρεσίες τους όλους τους διευθυντές των κρατικών εταιρειών και των υπουργείων, τους ηγέτες του κόμματος, τους κυβερνήτες των επαρχιών κ.λπ. και τους αντικαθιστούσε με νέους, οι οποίοι αισθάνονταν ότι είχαν την άδεια, καθώς είχε έρθει η σειρά τους, να πλουτίσουν ελεύθερα. Η διαφθορά, η παράβαση καθήκοντος, η λεηλασία του δημοσίου χρήματος, η μονοπώληση των αδειών εισαγωγών ή εξαγωγών, κ.λπ. είχαν αναγορευθεί σε μέθοδο διακυβέρνησης. Αυτό το σύστημα διασφάλιζε τη διαιώνιση της υπέρτατης εξουσίας του Μομπούτου. Η κάθε οικογένεια, η κάθε πατριά, η κάθε φυλή μπορούσε να ελπίζει ότι μια ημέρα θα έβαζε χέρι στα δημόσια ταμεία. Αρκούσε να περιμένει, να παραμένει πειθήνια και να επιδεικνύει ότι αποδεχόταν το καθεστώς.

    Σε μερικές περιπτώσεις, συνέβαιναν κάποια απρόοπτα γεγονότα. Παραθέτω ένα παράδειγμα: ένας αντιφρονών φοιτητής από το Ζαΐρ που σπούδαζε στην Ευρώπη, ο Νγκουζά Καρλ-ι-Μποντ, διορίστηκε πρέσβης στην Ουάσινγκτον. Το 1977, ο Νγκουζά Καρλ-ι-Μποντ έγινε πρωθυπουργός του Ζαΐρ. Λίγο αργότερα, καθαιρέθηκε. Καθώς δεν μπόρεσε ν’ αποδεχτεί την αποπομπή του, αυτοεξορίστηκε στις Βρυξέλλες, όπου δημοσίευσε ένα φλογερό βιβλίο εναντίον του «τύραννου», ήρθε σ’ επαφή με αντιιμπεριαλιστές Ευρωπαίους διανοουμένους και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, άρχισε να συζητάει με τις ΗΠΑ την προοπτική συγκρότησης μια κυβέρνησης εξορίας. Την ίδια περίοδο, μου έστειλε μια επιστολή στην οποία δεν φειδόταν επαναστατικών εκφράσεων, ζητώντας μου να με συναντήσει επειγόντως στη Γενεύη, αλλά και τη βοήθειά μου στις προσπάθειές του να καταγγείλει διεθνώς το καθεστώς. Μερικούς μήνες αργότερα, ο σκληρός πολέμιος του καθεστώτος αποφάσισε να επιστρέφει στην Κινσάσα. Μερικές δεσμίδες δολάρια που του έφεραν εχέμυθοι απεσταλμένοι, αλλά και η προοπτική να τον μεταφέρει πάλι σύντομα μια κλιματιζόμενη Mercedes, να κατοικεί σε μια πολυτελή κατοικία ανάλογη του λειτουργήματός του και να πλουτίσει καθόρισαν την απόφασή του. Ο Νγκουζά Καρλ-ι-Μποντ αποκαταστάθηκε, ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και στη συνέχεια έγινε πάλι πρωθυπουργός.

    Παραθέτω επίσης μια προσωπική ανάμνηση. Μια ανοιξιάτικη ημέρα στη Γενεύη, ο απόλυτος άρχων του Ζαΐρ, ο στρατάρχης Μομπούτου Σέσε Σέκο, αποβιβάστηκε από το ιδιωτικό του Boeing στο αεροδρόμιο Κουαντρέν της Γενεύης. Κόκκινο χαλί, έπαινοι από τους Ελβετούς αξιωματούχους στο κάτω μέρος της σκάλας. Έχοντας στο κεφάλι το χαρακτηριστικό κάλυμμα από λεοπάρδαλη (που καταδεικνύει την καταγωγή του από τη φυλή των Μβάμι Κόνγκο) και φορώντας ένα μαύρο χιτώνιο βορειοκορεατικού στιλ (βελτιωμένο από τη δαπανηρή ιδιοφυία των Γάλλων μόδιστρων), με άψογη τσάκιση στο παντελόνι του, ο στρατάρχης κατευθύνθηκε, ακολουθούμενος από τους αυλικούς του που χαμογελούσαν μειλίχια, αρχικά προς την κεντρική αίθουσα και στη συνέχεια προς την έξοδο. Η φάλαγγα με τις Mercedes, από τις οποίες αρκετές ήταν θωρακισμένες, ξεκίνησε κάτω από το ανοιξιάτικο απογευματινό φως. Προορισμός της το ξενοδοχείο Noga-Hilton, στην αποβάθρα Ουίλσον.

    Ο Μομπούτου, η αδελφή του και οι σύζυγοί του πραγματοποιούσαν μια ιδιωτική επίσκεψη. Δυο από τα παιδιά του σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο της Γενεύης. Ο στρατάρχης θα έμενε μερικές νύχτες στο Noga-Hilton του φίλου του Νεσίμ Γκαόν, ο οποίος ασχολούνταν με τις αγοροπωλησίες ακινήτων και ήταν μεσάζοντος αρκετών εταιρειών πετρελαίου και βαμβακιού που δραστηριοποιούνταν στην Αφρική. Στη συνέχεια, θα πήγαινε για μερικές ημέρες «αναψυχής» στην τεράστια έπαυλή του που έμοιαζε με κάστρο μεσαιωνικού άρχοντα και βρισκόταν στο Σεβινί, πάνω στα υψώματα της Λοζάνης. Όμως, προς το παρόν, ο Μομπούτου έπρεπε να δει τους Ελβετούς τραπεζίτες του. Εν τω μεταξύ, οι υπουργοί του, οι φίλοι του, οι αξιωματούχοι του και οι σύζυγοί του επισκέπτονταν τα καταστήματα με είδη πολυτελείας της οδού Ρον, τα κοσμηματοπωλεία της αποβάθρας Μπεργκ, πληρώνοντας για τα μαργαριταρένια περιδέραια, τις διαμαντένιες καρφίτσες, τα ρολόγια Rolex και τα χρυσά δαχτυλίδια που αγόραζαν με δεσμίδες χαρτονομισμάτων των 1.000 ελβετικών φράγκων τις οποίες έδιναν στους σωματοφυλακές τους υπάλληλοι των ελβετικών τραπεζών.

    Μπροστά από το ξενοδοχείο, με την πλάτη στο κιγκλίδωμα της αποβάθρας, μερικές δεκάδες εξόριστοι Ζαϊρινοί κρατούσαν πλακάτ στα οποία ήταν γραμμένα με αδέξιο τρόπο χιλιοειπωμένα συνθήματα: «Ελευθερία στους πολίτικους κρατουμένους», «Κάτω η τυραννία!», «Όχι στο βασανισμό των συντρόφων μας». Οι Ελβετοί που έκαναν τον περίπατο τους εκείνο το όμορφο απόγευμα άλλαζαν δρόμο για ν’ αποφύγουν των ομάδα των εξόριστων. Ξαφνικά, από την είσοδο του ξενοδοχείου ξεπρόβαλαν δεκάδες ένοπλοι Ζαϊρινοί σωματοφυλακές. Όρμησαν προς τους φοιτητές. Ήταν πραγματικοί επαγγελματίες. Οι νεαροί προσπάθησαν να τραπούν σε φυγή, όμως οι γορίλες έπιαναν τον έναν μετά τον άλλο. Χωρισμένοι σε ομάδες των τριών, τους περικύκλωναν, τους έριχναν στο έδαφος, τους ποδοπατούσαν. Η βιαιότητά τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ένα αγανακτισμένο μέλος της υπηρεσίας ασφαλείας του ξενοδοχείου κάλεσε την αστυνομία της Γενεύης. Έφτασαν δυο χωροφύλακες, όμως δεν επενέβησαν. Οι φοιτητές, που παραπατούσαν και στηρίζονταν στα δέντρα της αποβάθρας για να μη σωριαστούν, κοιτούσαν μελαγχολικά τα κομματιασμένα πλακάτ τους κάτω από την απογευματινή αύρα.

    Η ενέργεια των σωματοφυλάκων του στρατάρχη ήταν εντελώς παράνομη. Οι φοιτητές διαδήλωναν ειρηνικά σ’ ένα δημόσιο χώρο. Αργότερα, πολλοί φοιτητές πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της οδού Πεκολά και υπέβαλαν μηνύσεις για άσκηση σωματικής βίας και σωματικές βλάβες. Για καμία από τις μηνύσεις δεν έγινε προανάκριση. Όπως είχε πει και ένας περαστικός: «Αράπηδες έσπασαν στο ξύλο αράπηδες...»

    Ο Μομπούτου ήταν εκείνη την εποχή ένας από πλουσιότερους ανθρώπους της γης. Στην τεράστια χώρα του υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα διαμαντιών, μαγνησίου, κοβαλτίου, ουρανίου και χαλκού. Καθώς ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του βρισκόταν στα υπόγεια των ελβετικών τραπεζών, οι Ελβετοί τραπεζίτες αμείβονταν γενναιόδωρα για να φυλάνε το θησαυρό του αρχηγού του κράτους του Ζαΐρ. Με λίγα λόγια, οι ομοσπονδιακές Αρχές της Ελβετίας δεν μπορούσαν ν’ αρνηθούν τίποτα στον αξιοσέβαστο πελάτη των μεγάλων τραπεζών. Μερικές ημέρες αργότερα, μερικοί από τους αντιφρονούντες φοιτητές οδηγήθηκαν διά της βίας σ’ ένα αεροπλάνο της Swissair. Σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, τα χέρια τους ήταν δεμένα με χειροπέδες. Προορισμός: το αεροδρόμιο Ντίλι στην Κινσάσα. Η μυστική αστυνομία του Ζαΐρ υποδέχτηκε τους εξόριστους μόλις κατέβηκαν από το αεροπλάνο. Ο Μομπούτου Σέσε Σέκο μπορούσε να συνεχίσει απρόσκοπτα τις διακοπές του.
    Τρεις εβδομάδες αργότερα, μετά την αναχώρηση του Μομπούτου, πληροφορήθηκα από τις γεμάτες θαυμασμό εφημερίδες ότι ο στρατάρχης είχε μισθώσει ένα μεγάλο φορτηγό για μεταφερθούν μέχρι το ιδιωτικό Boeing του τα «δώρα» και τα κάθε είδους ψώνια που είχαν αγοράσει οι συνοδοί του στη διάρκεια της παραμονής τους στις όχθες της λίμνης της Γενεύης.

    Τον Ιούνιο του 1997, οι επαναστατικές δυνάμεις της AFDL (Συμμαχίας των Δημοκρατικών Απελευθερωτικών Δυνάμεων) υπό την ηγεσία του Λοράν Καμπίλα μπήκαν στην Κινσάσα. Ο Μομπούτου και οι άνθρωποί του κατέφυγαν αρχικά στην Γκαμπόν και στη συνέχεια στο Μαρόκο. Λίγο αργότερα, ο κλεπτοκράτης πέθανε από καρκίνο στην Ταγγέρη. Η νέα κυβέρνηση της Δημοκρατίας του Κονγκό ζήτησε από την ελβετική κυβέρνηση να δεσμεύσει τα περιουσιακά στοιχεία του Μομπούτου, των άμεσων συγγενών του και των κυριότερων συνενόχων του. Οι λογαριασμοί που υπήρχαν στην Ελβετία πάγωσαν. Όμως, μόνο όσοι έφεραν το όνομα του Μομπούτου και των συγγενών του. Το εγχείρημα αποδείχτηκε μάταιο, επειδή η οικονομική αυτοκρατορία του κλεπτοκράτη, ο οποίος για 38 χρόνια (υπενθυμίζω ότι ο Μομπούτου ανέβηκε στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1965) απολάμβανε την εξειδικευμένη συνδρομή των καλυτέρων Ελβετών τραπεζιτών, αποτελούνταν κατά 99% από εταιρείες offshore, από Anstalten του Λιχτενστάιν, από λογαριασμούς παρακαταθήκης, με λίγα λόγια από περιουσιακά στοιχεία που μόνο ένα πολύ μικρό μέρος τους ήταν στο όνομα του Μομπούτου. Οι Αρχές της Ελβετίας δέσμευσαν λοιπόν μόνο 6 εκατομμύρια δολάρια. Τα υπόλοιπα 11 δισεκατομμύρια δολάρια που αναζητάει επίσημα η κυβέρνηση της Κινσάσα μέσω του «Γραφείου για τα παράνομα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία», όπως είναι ο επίσημος τίτλος του, δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα.

    Ας συνοψίσουμε: Στο έργο του Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια τον Πλούτου των Εθνών, ο Άνταμ Σμιθ έγραφε το 1776: «Wealth like health is taken from nobody» (Κανείς δεν πρέπει να στερείται τον πλούτο, όπως και την υγεία).

    Λάθος! Τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, που προέρχονται από το Κονγκό, τις Φιλιππίνες, την Αϊτή και πολλές άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, και αναπαύονται κάτω από τα πεζοδρόμια της Μπανχοφστράσε στη Ζυρίχη, της Κόρσο Ελβέτικο στο Λουγκάνο και τη οδού Κορατερί στη Γενεύη, ή μεταφέρονται μέσω λογαριασμών παρακαταθήκης για να καταλήξουν στις χρηματαγορές της Δύσης, αποκτήθηκαν με το αίμα και την εξαθλίωση των λαών τριών ηπείρων. Ενώ στη Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στην Ασία τα παιδιά εκπορνεύονται και πεθαίνουν από την πείνα, οι οικογένειες διαλύονται, οι άντρες και οι γυναίκες αναζητούν μάταια στέγη ή εργασία, τα δισεκατομμύρια, που προέρχονται από τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και τη λεηλασία και τα κατέχουν οι ιθύνουσες «ελίτ», συσσωρεύονται στην Ελβετία.

    Το κεφάλαιο 10 του Λευιτικού αναφέρει την παράξενη και τρομακτική ιστορία αυτής μεσανατολικής θεότητας που ονομαζόταν Μολώχ. Οι κάτοικοι της Κανά θυσίαζαν σε αυτή τη θεότητα σε τακτικά διαστήματα παιδιά που είχαν αρπάξει από υποδουλωμένες φυλές ή από φτωχές οικογένειες. Μπροστά στο τεράστιο ορειχάλκινο και ανέκφραστο άγαλμα του Μολώχ που υψωνόταν σ’ ένα βουνό στο κέντρο της ερήμου, έκαιγε ένας βωμός ημέρα και νύχτα. Κάθε δέκατη τρίτη πανσέληνο, φάλαγγες εξαθλιωμένων και πεινασμένων που έτρεμαν από το φόβο οδηγούνταν μπροστά στο τέρας. Τους στραγγάλιζαν και στη συνέχεια τα διαμελισμένα πτώματά τους ρίχνονταν μέσα στο μεγάλο ορθάνοιχτο στόμα.

    Όπως και ο Μολώχ, η πολυεθνική ολιγαρχία των ελβετικών τραπεζών τρέφεται με τη σάρκα και το αίμα των υποδουλωμένων και φόρου υποτελείς λαών που ζουν στις τρεις πιο φτωχές ηπείρους του πλανήτη μας.

    * Ο Ζαν Ζίγκλερ είναι βουλευτής του καντονιού της Γενεύης στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση της Ελβετίας και καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε το έργο του Les Seigneurs du Crime, les nouvelles mafias contre la démocratie. Éditions du Seuil, 1998.

    * Μετάφραση από τα γαλλικά ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΑΤΟΣ, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ

    [1] Μπατέκε ή Τέκε: φυλή που ζει στην Γκαμπόν, στο Κονγκό-Μπραζαβίλ και στο Ζαΐρ (σήμερα Δημοκρατία του Κονγκό).
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Η μαύρη βίβλος του Καπιταλισμού*: Οι Ελβετοί τραπεζίτες σκοτώνουν χωρίς πολυβόλα (2) Rating: 5 Reviewed By: e-kozani
    Scroll to Top