Πηγή: imerodromos.gr
Ο αμφιβληστροειδής φακός του ματιού περιέχει δύο ειδών
φωτοαισθητήρες εκ των οποίων τα ραβδία είναι εξαιρετικά ευαίσθητα και
ανταποκρίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα φωτός. Πολλά από τα γεγονότα, που
συμβαίνουν, καθώς και οι αιτίες αυτών είτε φωτίζονται ανεπαρκώς είτε ρίχνονται
στο απόλυτο σκοτάδι. Απαιτούνται, λοιπόν, μελετητές με οξυμένη όραση για
την ανάδειξη και τη διερεύνησή τους.
Τέτοιο παράδειγμα μελετητών αποτελούν οι συγγραφείς
του νεοκυκλοφορηθέντος βιβλίου «Διάχυση συνόρων, χάραξη σωμάτων, σημεία
καταγραφής» Λάγιος, Λέκκα και Πανουτσόπουλος, οι οποίοι, σε έναν διάλογο που
έχει μείνει στάσιμος κι ανακυκλώνει τον ίδιο τον εαυτό του, προσφέρουν τις
αναγκαίες συλλογιστικές ριπές, που τον ανανεώνουν.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, οι συγγραφείς Λέκκα και
Πανουτσόπουλος, αναλύουν το ζήτημα των συνόρων, ή, αλλιώς, το «μεταναστευτικό»
και το «προσφυγικό» μιας και «επιχειρείται να διαχωριστούν οι μετανάστες/τριες,
που αναπαριστώνται, κατ’ ουσίαν ως “λαθρομετανάστες” […] και των οποίων η
προσπάθεια εισόδου στον δυτικό κόσμο κρίνεται ως μη αναγκαία και άρα ως a
priori απορριπτέα και καταδικαστέα, από τους πρόσφυγες των οποίων οι αιτήσεις
για άσυλο θα έχουν τουλάχιστον την “τύχη” να εξεταστούν» (σελ. 15-16). Μέσα από
μια πλήρως ενημερωμένη παράθεση στοιχείων, που φτάνει μέχρι και τον φετινό Μάιο
(με το βιβλίο να κυκλοφορεί τον αμέσως επόμενο μήνα) οι δύο συγγραφείς τραβάνε
την κουρτίνα της ευρωπαϊκής «φιλανθρωπίας» κι αποκαλύπτουν «μία
τεχνικοεπιστημονικού τύπου μετάβαση από το συρματόπλεγμα και τον συνοριοφύλακα
στον δορυφορικό έλεγχο και τα μη επανδρωμένα σκάφη» (σελ. 51) αποδεικνύοντας
πως «το μεταναστευτικό ζήτημα λειτουργεί και σαν δοκιμαστικός σωλήνας νέων
πρακτικών για τον έλεγχο […] και την πειθάρχηση του ευρύτερου κοινωνικού
σώματος» (σελ. 55). Με την προσχηματική ρητορική της «έκτακτης ανάγκης», οι
ευρωπαϊκές πολιτικές στρέφονται σε μια τεχνολογικά άρτια επιτηρητική τακτική
και στην εντατική χρήση πάσης φύσεως βιομετρικών δεδομένων καθιστώντας, τελικά,
το ανθρώπινο σώμα «φορέα συνόρου». Οι ζωές, ως εκ τούτου, διακρίνονται σε
«άξιες και μη άξιες να βιωθούν», αλλά και σε χρήσιμες, ή άχρηστες για το
καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο είναι συνεργολάβος στο σχεδιασμό και την
ανέγερση των φρακτών.
«Ανθρωπιστική ή Καπιταλιστική Κρίση; Σκέψεις και
(υπο)σημειώσεις γύρω από ένα (ψευτο)δίλημμα» είναι ο, διεγείρων το νου, τίτλος
του κειμένου του Λάγιου, το οποίο και αποτελεί, άτυπα, το δεύτερο μέρος του
βιβλίου. «Υπάρχει καπιταλιστική κρίση που δεν είναι πάντοτε ήδη,
ήτοι εξ αρχής και εξ ορισμού ανθρωπιστική;
Και αντίστροφα: υπάρχει ανθρωπιστική κρίση που να μην είναι πάντοτε ήδη,
ήτοι εξ αρχής και εξ ορισμού ανθρωπιστική;
[…] Υπάρχει καπιταλιστική κρίση που δεν διαμορφώνει και δεν συγκροτεί εκ βάθρων
την ανθρώπινη υποκειμενικότητα και, αντιστρόφως υπάρχει ανθρώπινη
υποκειμενικότητα που δεν συγκροτείται από την καπιταλιστική κρίση και δεν
διαμορφώνεται εντός της;» (σελ. 106), διερωτάται ο συγγραφέας, με μια «εμμονή»
στη διατύπωση των σωστών ερωτημάτων, αντί των σωστών απαντήσεων, οι οποίες δεν
αποκλείεται να προκύψουν αν τα ερωτήματα είναι σωστά, ενώ αποκλείεται να
προκύψουν, αν τα ερωτήματα είναι άκαιρα. Αφιερώνοντας σχεδόν τον ίδιο χώρο τόσο
στο κυρίως κείμενο όσο και στις υποσημειώσεις, εξετάζει πολύπλευρα το διατυπωθέν
ερώτημα, έχοντας, ωστόσο, ως πλοηγό την ανάγκη του για μια ιστορική, υπό την
έννοια της γενεαλογίας, οπτική επί του θέματος, αφού «η γενεαλογία, ως κριτική,
μας βοηθά όχι να βρούμε και να ανακαλύψουμε εσωτερικά τη χαμένη μας ταυτότητα,
αλλά μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς κατασκευάστηκε εξωτερικά, μέσα
από ποιες ιστορικές διαδικασίες συγκροτήθηκε ό,τι θεωρούμε ως Ταυτότητά μας»
(σελ. 151). Εύστοχα επισημαίνει, δε, σε μία εκ των υποσημειώσεων, την αλλαγή
«στον τρόπο που θυμόμαστε και στην ποιότητα των αναμνήσεών μας» (σελ. 105) η
οποία προκλήθηκε από τη χρήση των μοντέρνων μέσων αποθήκευσης που επιβάλλει η
τεχνολογία (από τα usb sticks μέχρι το dropbox) και η οποία δίνει «άφεση» στη
λησμονιά μας και στην κριτική μας ανικανότητα, αν και θεωρούμε εαυτούς «σκεπτόμενα
όντα».
Η εμπεριστατωμένη, ενδελεχής μελέτη των Λάγιου, Λέκκα και
Πανουτσόπουλου, εμποτισμένη σε ορισμένα σημεία με μια διάφανη ειρωνεία, υπό την
έννοια «του άστρου, που τρεμοσβήνει ως ύστατη ελπίδα» κατά τον Schmid,
δικαιώνει τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται για ένα ουσιαστικό και βαθύρριζο
ανάγνωσμα, απορρίπτοντας τους επιδερμικούς «στοχαστές» των καιρών μας. Στον
πρόλογο του πονήματός τους (και επίλογο της σύντομης αυτής βιβλιοπαρουσίασης),
οι συγγραφείς επιλέγουν να αναφερθούν στην ακόλουθη ρήση του Λένιν, διατυπωμένη
προ αιώνος: «η απόγνωση είναι φυσιολογική γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν την
αιτία του κακού, δεν βλέπουν καμία διέξοδο και δεν έχουν τη δύναμη ν’
αγωνιστούν». Νομίζω ότι δεν υπάρχει πια μεγάλο περιθώριο άσκοπης ταλάντευσης∙
χρειάζεται να πάρουμε μια θέση στον αγώνα.
*Το βιβλίο “Διάχυση Συνόρων, Χάραξη σωμάτων, Σημεία
Καταγραφής” (Λάγιος Θανάσης, Λέκκα Βάσια, Πανουτσόπουλος Γρηγόρης) κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις Futura.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου