Πηγή: rizospastis.gr
Την ώρα που η τεράστια στρατιά των ανέργων ξεπερνά το 1,1
εκατομμύριο η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ανακοίνωσε ένα ακόμα πρόγραμμα
«απόκτησης εργασιακής εμπειρίας» τετράμηνης διάρκειας, για 13 χιλιάδες
ανέργους. Ενα ακόμα πρόγραμμα ανακύκλωσης της ανεργίας, αλλά και μέσο για την
παραπέρα επέκταση των ελαστικών και προσωρινών μορφών απασχόλησης, των χαμηλών
μεροκάματων, την παραπέρα συρρίκνωση δικαιωμάτων, αφού αυτά είναι τα βασικά
χαρακτηριστικά των αποκαλούμενων «θέσεων εργασίας», που δημιουργούνται μέσω
αυτών των προγραμμάτων.
Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, για το οποίο δεν έχουν δοθεί αναλυτικές
οδηγίες, απευθύνεται σε δύο ηλικιακές κατηγορίες, 18 - 24 ετών και 25 - 29
ετών. Οπως αναφέρεται, στόχος του προγράμματος είναι «να αποκτήσουν
εργασιακή εμπειρία τεσσάρων μηνών σε εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου
να διευκολυνθεί η είσοδός τους στην αγορά εργασίας». Οι άνεργοι, απόφοιτοι
δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα απασχολούνται πέντε μέρες τη
βδομάδα, έξι ώρες τη μέρα. Για έξι ώρες εργασίας, ο ΟΑΕΔ θα τους καταβάλλει
μόλις 18 ευρώ σε όσους είναι έως 24 ετών και 21 ευρώ σε όσους είναι από 25 ετών
και πάνω. Επίσης, θα καταβάλλει τις ασφαλιστικές εισφορές. Με άλλα λόγια, το
πρόγραμμα, όπως και άλλα παρόμοια, προσφέρει στις επιχειρήσεις δωρεάν εργατικό
δυναμικό (χρηματοδοτείται από το κράτος, δηλαδή από τη φορολεηλασία των λαϊκών
εισοδημάτων), 13 χιλιάδες εργατικά χέρια με τις ελάχιστες αμοιβές και χωρίς
δικαιώματα.
Παράλληλα με τα προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας η
κυβέρνηση συνεχίζει και τα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας» οκτάμηνης πλέον
διάρκειας (από πέντε που ήταν) μέσω των οποίων απασχολούνται άνεργοι στους
δήμους. Μέσα στο 2016 έχουν ήδη προωθηθεί τέσσερα προγράμματα «κοινωφελούς
εργασίας» για την απασχόληση άνω των επτά χιλιάδων ανέργων.
Η αντίληψη του «εργοδότη ύστατης καταφυγής»
Μέσα από τα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας», και όχι
μόνο, η συγκυβέρνηση υλοποιεί τη θέση της για τον «εργοδότη ύστατης καταφυγής».
Σύμφωνα με αυτή, σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης, το κράτος αναλαμβάνει να
δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης, οι οποίες είναι προσωρινές. Υποτίθεται ότι η
πολιτική αυτή «μπορεί να επεκταθεί σε όποια κλίμακα απαιτούνταν για την
επίτευξη της πλήρους απασχόλησης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ύφεσης»
(ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Δεκέμβρης 15, Μελέτες 15, Ράνια Αντωνοπούλου , Δ. Παπαδημητρίου,
Taun Toay). Προβάλλεται, δηλαδή, ως το «αντίδοτο» στην ανεργία, που
αντικειμενικά αυξάνεται σε περιόδους κρίσης. Ισχυρισμός ο οποίος διαψεύδεται
στην πράξη. Μια ματιά στους όρους εργασίας, που προβλέπουν προγράμματα όπως
αυτό της «κοινωφελούς εργασίας», είναι αρκετή για να πειστεί κανείς ότι στόχος
τους είναι η ανακύκλωση φτηνής εργατικής δύναμης, από την οποία προκύπτει έμμεσο
και άμεσο όφελος μόνο για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι σ' αυτά τα προγράμματα
αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ανεξαρτήτως ειδικότητας και αντικειμένου
εργασίας (495 ευρώ και 431 ευρώ το μήνα για τους άνω και κάτω των 25 ετών,
αντίστοιχα). Επίσης, στερούνται μια σειρά δικαιωμάτων, όπως το επίδομα αδείας
κ.ά. Μόνο κάτω από την πίεση που άσκησε ο αγώνας αυτών των εργαζομένων, με τη
συμβολή του ΠΑΜΕ, βελτιώθηκαν σχετικά και ως ένα βαθμό οι όροι εργασίας.
Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης έχουν κατά καιρούς προτείνει
μισθούς χαμηλότερους και από τον κατώτερο βασικό. Χαρακτηριστικά, η
αναπληρώτρια υπουργός, σε συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα «Εποχή» τον
Οκτώβρη του 2013, πρότεινε με τη μορφή ερώτησης: «Και γιατί είναι
προτιμότερο να επιζείς με 300 ή 400 ευρώ επίδομα αντί να προσφέρεις τις γνώσεις
σου και τις δεξιότητές σου στην τοπική κοινωνία, στη γειτονιά σου;».
Επομένως, τέτοιες μορφές απασχόλησης, εκτός του ότι έχουν
περιορισμένη εμβέλεια σε συνθήκες κρίσης, όχι μόνο δεν μπορούν να
εξασφαλίσουν ικανοποιητικούς όρους δουλειάς και αμοιβής στους ανέργους, που
αυξάνονται κατακόρυφα, αλλά επιπλέον αποτελούν μηχανισμό πίεσης για τη
συρρίκνωση μισθών και δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους στο σύνολο του
ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Ταυτόχρονα, είναι φανερή η αξιοποίηση αυτών των προγραμμάτων,
με σκοπό να συσκοτίσουν τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης, ως καπιταλιστικής
κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, και να την αποδώσουν στην υποκατανάλωση. Γι'
αυτό παρουσιάζουν τη σχετική αύξηση των εισοδημάτων ως το κλειδί για να
ξεπεραστεί η κρίση. Ομως, αυτή μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την εξασφάλιση
μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο κι αυτό προϋποθέτει παραπέρα
μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για προσαρμογή των κεϊνσιανών
μεθόδων στις σημερινές συνθήκες. Σήμερα, δεν μπορεί να στηριχθεί η προσπάθεια
καπιταλιστικής ανάκαμψης σε προγράμματα χρηματοδοτούμενων από το κράτος
δημόσιων έργων σε πλατιά κλίμακα, όπως π.χ. τη δεκαετία του 1930 στις ΗΠΑ.
Σήμερα, η κρατική παρέμβαση περιορίζεται στο να εξασφαλίζει ορισμένες
προσωρινές εργασιακές θέσεις, βουλώνοντας τρύπες και κενά σε κρατικές υπηρεσίες
Υγείας, Πρόνοιας, Παιδείας κ.λπ. που δημιουργεί η πολιτική των περικοπών, της
ιδιωτικοποίησης τομέων κ.λπ.
Τι δείχνει η πράξη
Στις αρχές του περασμένου Μάρτη, το ίδρυμα «Friedrich
Ebert», το Ινστιτούτο «Levy» και το Ινστιτούτο
Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) οργάνωσαν εκδήλωση με κύριο θέμα τον
αποκαλούμενο «εργοδότη ύστατης καταφυγής». Σε αυτήν την
εκδήλωση, μεταξύ των ομιλητών ήταν η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ράνια
Αντωνοπούλου και ο Γερμανός οικονομολόγος Hans Verbeek, εκπροσωπώντας το
Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών (ISG). Αναφερόμενος σε ένα εθνικό πρόγραμμα που
εφαρμόστηκε στη Γερμανία, ανάμεσα στο 2008 και το 2012, με τη συγχρηματοδότηση
του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, είπε ανάμεσα σε άλλα:
«Η βασική ιδέα του προγράμματος ήταν η δημιουργία κρατικά
επιδοτούμενων δυνατοτήτων απασχόλησης για μακροχρόνια ανέργους». Το πρόγραμμα
αποσκοπούσε ακόμα «στη στήριξη των τοπικών υποδομών». Ομως, αν και ο
στόχος ήταν οι περισσότερες θέσεις εργασίας να δημιουργηθούν σε δήμους και
κοινότητες, «στην πράξη μόνο το 23% των θέσεων εργασίας δημιουργήθηκαν σε
δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ οι υπόλοιπες αφορούσαν οργανισμούς όπως
ενώσεις, συνεταιρισμούς και ιδρύματα, μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις
περιορισμένης ευθύνης και επιχειρήσεις ένταξης, εκκλησιαστικές οργανώσεις».
Μία από τις βασικές επιπτώσεις του προγράμματος ήταν
ότι «οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν στις περιφέρειες οδήγησαν
σε υποκατάσταση και εκτόπιση θέσεων απασχόλησης στην τυπική αγορά
εργασίας. Ετσι, η σύγκριση μεταξύ περιφερειών που δεν εντάχθηκαν στο πρόγραμμα
και εκείνων που συμμετείχαν, καταδεικνύει ότιστις τελευταίες παρατηρήθηκε
μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων που έχασαν τη δουλειά τους, όπως επίσης και
λιγότεροι άνεργοι που βρήκαν εργασία (...) Οι επιπτώσεις αυτές μάλιστα
παρουσίαζαν αυξητική τάση αναλογικά προς τον αριθμό δημιουργίας θέσεων
απασχόλησης στο πλαίσιο του προγράμματος».
Σε συνδυασμό με τη χρήση άλλων παρόμοιων προγραμμάτων,
επιτάθηκαν «τα φαινόμενα υποκατάστασης, εκτόπισης και παρεπόμενων επιπτώσεων».
Σημειώνουμε επίσης ότι προβλεπόταν αρχικά η δημιουργία 100.000 θέσεων εργασίας,
αλλά «επιδοτήθηκαν τελικά μόνο 15.825 θέσεις εργασίας καθ' όλη τη διάρκεια
του προγράμματος ενίσχυσης». Αιτία της μείωσης ήταν «οι απαιτήσεις της
συγχρηματοδότησης», η αδυναμία δηλαδή του κράτους να συνεισφέρει το
προβλεπόμενο μερτικό του.
Τι έγινε μετά τη λήξη του προγράμματος; Από τις
θέσεις που δημιουργήθηκαν διατηρήθηκαν μόνο οι μισές και αυτές με την
αξιοποίηση άλλων κρατικών επιδοτούμενων προγραμμάτων απασχόλησης.
Χ. Μ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου