Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη, συνδικαλιστή, μέλους του ΔΣ
του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου-Χάρτου Θεσσαλονίκης
Καθώς συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από την αιματηρή
εργατική εξέγερση στη Θεσσαλονίκη τον Μάη του 1936, σκέφτομαι πως παρότι
έχουν ειπωθεί και γραφεί πολλά για τα γεγονότα εκείνα, υπάρχουν ερωτήματα που
δεν έχουν πλήρως απαντηθεί και ζητήματα που δεν έχουν με σαφήνεια διευκρινιστεί.
Αυτό, εν μέρει, οφείλεται στο ό,τι αμέσως μετά ακολούθησε η δικτατορία του
Μεταξά, ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος, ο «καχεκτικός» μετεμφυλιακός
κοινοβουλευτικός βίος και η δικτατορία των συνταγματαρχών. Για σαράντα, λοιπόν,
χρόνια υπήρχαν συνθήκες που εμπόδιζαν τόσο τη δημοσιογραφική όσο και την
επιστημονική έρευνα. Τα ερωτήματα και τα ζητήματα αυτά προσπαθεί να θέσει και
να περιγράψει το παρόν κείμενο.
Ένα φαινομενικά απλό θέμα είναι ο αριθμός των
θυμάτων. Συνήθως αναφέρονται τα ονόματα εννέα νεκρών: Τάσος Τούσης,
Αναστασία Καρανικόλα, Ίντο Γιακόβ Σρεννόρ, Γιάννης Πανόπουλος, Δημήτρης
Αγλαμίδης, Σαλβατώρ Ματαράσσο, Δημήτρης Λαϊλάνης (ή Λαϊνάς), Σταύρος
Διαμαντόπουλος, Μανώλης Ζαχαρίου.1 Ο Ζαφείρης ανεβάζει τον αριθμό
των νεκρών σε 11,2 ο Μαζάουερ στους 12,3 δημοσιεύματα της
εποχής σε 13, ενώ ένα άρθρο του Ριζοσπάστη (10.5.1936) στους 30.4
Αν κι ο τελευταίος αριθμός φαντάζει κάπως υπερβολικός και προσεγγίζει τον
αριθμό των βαριά τραυματισμένων, 32 και 250 ελαφρά,5 ένας αριθμός
κοντά στο 15 μάλλον είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, καθώς αναφέρονται κι
άλλοι νεκροί: Ευθύμιος Αδαμαντίου, Σταύρος και Ευθ. Διαμαντόπουλος, καθώς και
Μάνος Ευθυμίου, Γιάννης Πιτάρης, Άννα Χαραλαμπίδου, μια 16χρονη καπνεργάτρια.6
Επίσης, σε ευχαριστήρια επιστολή προς την Εργατική Βοήθεια για τη συμπαράστασή
της στις οικογένειες των θυμάτων υπογράφουν τουλάχιστον 16 άτομα, στα οποία
περιλαμβάνεται κάποιος (Γούναρης)7 που δεν μπορούμε να τον
συσχετίσουμε με κάποιο νεκρό ή βαριά τραυματισμένο. Τέλος, στους καταλόγους του
Δημοτικού Νεκροταφείου Ευαγγελίστριας καταγράφονται επτά πτώματα χριστιανών
(αρ. 475 – 482) που ταυτίζονται με νεκρούς του Μάη, ανάμεσά τους όμως υπάρχει
και μια εγγραφή με ένα μόνο γράμμα, ένα κεφαλαίο «Γ».
Ξέρουμε ότι τις δολοφονίες διέπραξαν χωροφύλακες, αλλά δεν
έχει διερευνηθεί επαρκώς η δράση παρακρατικών στα γεγονότα. Στη
Θεσσαλονίκη δρούσαν οι τριεψιλίτες που ήταν οργανωμένοι κατά αστυνομικό τμήμα,
δηλώνοντας έτσι τη σχέση του με το επίσημο κράτος. Ο Κουζινόπουλος, που
στηρίζεται κυρίως στα δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη της εποχής, αναφέρει
πως στις 6 Μάη «λίγο πριν το μεσημέρι […] σημειώνεται τρομοκρατική επίθεση
τραμπούκων εναντίον απεργών τσαγκαράδων στην πλατεία Βλάλη […] Οι τρεις
απεργοσπάστες αδελφοί Γιάννης, Θεόδωρος και Παναγιώτης Μακεμεντζής, μέλη της
φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ, πυροβόλησαν από παράθυρο εναντίον απεργών».8
Παρόμοιες αναφορές έχουμε και για τις επόμενες ημέρες. Στο επώνυμο των
συγκεκριμένων δραστών υπάρχει λάθος καθώς πρόκειται, προφανώς, για τους
αδελφούς Μελεμενλή (έχουν τα ίδια ακριβώς μικρά ονόματα, ο Θόδωρος μάλιστα είχε
διατελέσει πρόεδρος του σωματείου αρβυλοποιών «Η Μακεδονία»), οι οποίοι το 1932
είχαν κατηγορηθεί για τον φόνο του συνδικαλιστή Χαρίτωνα Σταμπουλίδη, σε ένοπλη
επίθεση στα γραφεία του σωματείου οικοδόμων, αλλά απαλλάχθηκαν καθώς
ισχυρίστηκαν ότι την ώρα του εγκλήματος βρισκόταν στο 8ο αστυνομικό
τμήμα παρέα με χωροφύλακες. Στην κατοχή αναβαθμίστηκαν σε αξιωματικούς του
διαβόητου εγκληματία Γ. Πούλου.9
Όσον αφορά την εβραϊκή παρουσία στην απεργία,
γνωρίζουμε ότι μεταξύ των νεκρών καταγράφονται δύο10 ή τρεις,11
στους βαριά τραυματισμένους αναφέρονται τουλάχιστον έξι,12 ενώ στην
ευχαριστήρια επιστολή προς την Εργατική Βοήθεια, που αναφέρθηκε παραπάνω,
υπάρχουν τέσσερα εβραϊκά ονόματα.13 Πέρα όμως από τους αριθμούς
υπάρχει η ιδεολογική βαρύτητα και χρήση της συμμετοχής των Εβραίων εργατών στα
γεγονότα. Όπως σημειώνει ο Φουντανόπουλος «η παρουσία μιας μεγάλης και
συμπαγούς μάζας Εβραίων κατοίκων» στην πόλη «έκανε την κρατική εξουσία να
θεωρεί τη Θεσσαλονίκη επικίνδυνη πόλη» και «διαιώνιζε κατά ένα περίεργο τρόπο
το εθνικό ζήτημα για όλη τη Μακεδονία».14 Η θεωρία της
εβραιοσλαβοκομμουνιστικής συνομωσίας τέθηκε πάλι σε εφαρμογή. Ο Κ.
Παπαβασιλείου, τότε γραμματέας του σωματείου οικοδόμων, θυμόταν πως «το Σάββατο
[9.5] το απόγευμα ήρθαν στο λιμάνι δυο καράβια πολεμικά. Τους ναύτες τους είχαν
δώσει την πληροφορία […] ότι ξεσηκώθηκαν οι κομμουνιστές με τους Εβραίους για
να πάρουν την Καβάλα, Σέρρες, Δράμα και τα ρέστα».15
Η Ρετζίνα Ρόζα, για την οποία έχω βρει πληροφορίες μόνο στις
εφημερίδες της εποχής, συνδέει το προηγούμενο ζήτημα με τη γυναικεία
συμμετοχή στην εξέγερση. Μέλος της επιτροπής αγώνα στην κατάληψη του
καπνεργοστασίου Κομμερσιάλ τον Δεκέμβρη του 1934, μιλάει για την «κατάστασιν
των καπνεργατριών, εργαζομένων υπό τας μάλλον δυσμενείς συνθήκας και με τα
πλέον εξευτελιστικά ημερομίσθια», στο καπνεργατικό συνέδριο στις αρχές Απρίλη
του 1936 κι είναι η μοναδική γυναίκα που εκλέγεται στην εκτελεστική επιτροπή
της καινούργιας Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ).16 Τις
μέρες εκείνες «πιο μαχητικές όμως φάνηκαν οι εργάτριες, ο κατευνασμός των
οποίων δεν ήταν εύκολη υπόθεση για την αστυνομία».17 Ως αποτέλεσμα
εκτός από την Α. Καρανικόλα έχουμε πληροφορίες για άλλες δύο σκοτωμένες και
εννιά βαριά τραυματισμένες όλες τις ημέρες των γεγονότων.18
Μια από τις λιγότερο μελετημένες πλευρές του Μάη είναι η
διεθνής διάστασή του. Βέβαια, γνωρίζουμε το διεθνές πλαίσιο (Κραχ 1929,
άνοδος των Ναζί στην εξουσία 1933, εμφάνιση των Λαϊκών Μετώπων και νίκη τους
στις εκλογές σε Ισπανία και Γαλλία εκείνη τη χρονιά), αλλά δεν ξέρουμε σχεδόν
τίποτα για τον διεθνή αντίκτυπο (εκτός από μερικές αναφορές ξένων διπλωματών)19
ή την καταγραφή των γεγονότων της Θεσσαλονίκης στον Τύπο του εξωτερικού.
Το επόμενο ερώτημα μοιάζει ρητορικό. Επρόκειτο πράγματι για λαϊκή
εξέγερση ή ήταν μια μαχητική απεργία.
Υπάρχουν αναφορές σε οδοφράγματα που διαψεύδουν, όμως, μαρτυρίες ανθρώπων
παρόντων στα γεγονότα (όπως ο Γιάννης Ταμτάκος σε επιστολή του στον Άγι Στίνα,
λέγοντας παράλληλα ότι το κλίμα ήταν επαναστατικό). Θα μου πείτε ποια η
διαφορά; Ίσως είναι μόνο φιλολογική. Άλλωστε η άγρια καταστολή οποιασδήποτε
εργατικής κινητοποίησης από την αστυνομία, ήταν ένα σταθερό χαρακτηριστικό στη
μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη. «Κάθε φορά που έχουμε εργατική αναταραχή σε αυτή την
περιοχή, οι αρχές αντί να αναζητήσουν μια ριζική θεραπεία του κακού
διαγιγνώσκουν αυτόματα κομμουνιστική υποκίνηση την οποία θεωρούν υποχρέωσή τους
να εξοντώσουν», αναφέρει ο Βρετανός πρόξενος στην πόλη Ernest Lomax στις
27.5.1936.20 Έτσι, δεν ήταν ασυνήθιστο να υπάρχουν νεκροί σε
εργατικές διαμαρτυρίες (ένας τον Φεβρουάριο του 1927 και οκτώ τον Φεβρουάριο
του 1933).21
Τέλος υπάρχει το αιώνιο και «ζουμερό» ζήτημα της στάσης των
οργανώσεων. Στο επίκεντρο της συγκεκριμένης περίπτωσης βρίσκονται οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σίγουρα η συνδικαλιστική ενοποίηση στην ΠΚΟ
που επετεύχθη με το καπνεργατικό συνέδριο του Απριλίου, έπαιξε τον ρόλο
εναύσματος για την απεργία.22 Να θυμίσουμε ότι τότε υπήρχαν διαφορετικά
σωματεία κατά κλάδο, ενώ τα εργατικά κέντρα της πόλης ήταν τουλάχιστον τέσσερα
και οι γενικές συνομοσπονδίες τρεις (για περισσότερα βλ. το εξαιρετικό έργο του
Φουντανόπουλου). Κι ενώ η συνδικαλιστική ηγεσία είχε, κατά κάποιο τρόπο, τον
έλεγχο της Θεσσαλονίκης για περίπου 36 ώρες, η εκτελεστική επιτροπή της ΠΚΟ
αμφιταλαντευόταν μεταξύ μιας κάπως διαλλακτικής και μιας πιο επαναστατικής
στάσης που προωθούσε η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή και οι πρωτοβάθμιες
επιτροπές.23
Με τις διχογνωμίες στην ηγεσία των συνδικάτων σχετίζεται και
η στάση των αριστερών κομμάτων. Οι μάζες που κατέκλυσαν τους
δρόμους της Θεσσαλονίκης τις μέρες του Μάη ανήκαν, προφανώς, σε όλες τις
πολιτικές παρατάξεις, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των οργανωμένων εργατών ήταν
σαφώς μέλη του ΚΚΕ. Κι ενώ οι κομμουνιστές είχαν αγωνιστική διάθεση κι έδειξαν
ηρωισμό απέναντι στους χωροφύλακες, έπρεπε να ισορροπήσουν στη γραμμή της
δημιουργίας λαϊκών μετώπων. Μόνο που έλειπε ο βασικός εταίρος. Στο πλευρό των
εργατών, έστω και λεκτικά, στάθηκαν οι μικρές σοσιαλιστικές οργανώσεις, το
Αγροτικό Κόμμα, ακόμα κι ο Αλ. Παπαναστασίου24 (χοντρικά δηλ. ο
πολιτικός χώρος που θα συγκροτήσει μαζί με το ΚΚΕ το ΕΑΜ, πέντε χρόνια
αργότερα), αλλά όχι το Κόμμα Φιλελευθέρων. Από την άλλη, οι αρχειομαρξιστές κι
οι τροτσικιστές (τη συμμετοχή των οποίων αποσιωπούν οι πηγές που πρόσκεινται
στο ΚΚΕ) μπορεί να είχαν υπερεπαναστατική διάθεση και να ασκούσαν έντονη
κριτική στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά οι οργανώσεις τους ήταν μικρές και
διασπασμένες, τόσο που ο Ταμτάκος λέει ότι μέλη της ομάδας του δεν συναντήθηκαν
με μέλη της ομάδας του Πουλιόπουλου, παρότι όλοι ήταν στους δρόμους.
Στο στρατόπεδο των αστικών κομμάτων, μάλλον
κυριάρχησε ο τρόμος μιας γενικευμένης εξέγερσης των φτωχών και καταφρονημένων,
πράγμα που διευκόλυνε στον Μεταξά να εγκαθιδρύσει το καθεστώς του «τρίτου
ελληνικού πολιτισμού» τρεις μήνες αργότερα. Κι αν από μια νεώτερη οπτική γωνία
(των τελευταίων σαράντα χρόνων) αυτό φαίνεται λογικό για τους Λαϊκούς, αλλά
ίσως απρόσμενο για τους Φιλελεύθερους, να θυμίσουμε ότι το Ιδιώνυμο το
καθιέρωσε ο Βενιζέλος, ενώ ειδικά στη Θεσσαλονίκη η ΕΕΕ είχε βενιζελογενή
καταγωγή. Άλλωστε παρά το σύμφωνο Σκλάβαινα – Σοφούλη που έφερε τον τελευταίο
στη θέση του προέδρου της Βουλής, ο Θεμ. Σοφούλης υποστήριξε την πρόωρη θερινή
διακοπή των εργασιών του Κοινοβουλίου ήδη από τον Απρίλιο, επιτρέποντας έτσι
στον Μεταξά να κυβερνά μέσω διαταγμάτων προτού καν γίνει δικτάτορας.
Παραπομπές:
1 Σπύρος Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1976, σ. 49-50∙ Γιώργος
Αναστασιάδης (επιμ.), Το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης:
Η ιστορική φυσιογνωμία του, Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 116.
2 Χρίστος Ζαφείρης, «Μάης του ‘36», η μεγάλη
λαϊκή εξέγερση της Θεσσαλονίκης», στο https://thessmemory.wordpress.com/2016/05/03/μάης-του-36-η-μεγάλη-λαϊκή-εξέγερση-τη/.
3 Mark Mazower, Θεσσαλονίκη πόλη των
φαντασμάτων: Χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι 1430-1950, μτφρ. Κ.
Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006, σ. 452.
4 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 50∙ Γ. Αναστασιάδης (επιμ.), Το
εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 116.
5 Γ. Αναστασιάδης (επιμ.), Το εργατικό –
συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 116.
6 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 50.
7 Κώστας Ευθυμίου, «Εργατική Βοήθεια» και
«Κοινωνική Αλληλεγγύη»: Δύο παραδείγματα ταξικής αλληλέγγυας δράσης στην Ελλάδα
του Μεσοπολέμου, Οι εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2014, σ. 56.
8 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 30.
9 Γιάννης Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης
εαρινές, alterthess, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 159-166.
10 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 49∙ Γ. Αναστασιάδης (επιμ.), Το
εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα της Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 116.
11 M. Mazower, Θεσσαλονίκη πόλη των
φαντασμάτων, ό.π., σ. 452.
12 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 37, 47, 50.
13 Κ. Ευθυμίου, «Εργατική Βοήθεια» και
«Κοινωνική Αλληλεγγύη», ό.π., σ. 56.
14 Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό
κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936): Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο
Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 253.
15 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 76-77.
16 Γ. Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές,
ό.π., σ. 140-141.
17 Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό
κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936), ό.π., σ. 267.
18 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 37, 47, 50.
19 M. Mazower, Θεσσαλονίκη πόλη των
φαντασμάτων, ό.π., σ. 452∙ Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό
κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936), ό.π., σ. 266.
20 Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό
κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936), ό.π., σ. 255-256.
21 Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό
κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936), ό.π., σ. 221.
22 Γ. Γκλαρνέταζης, Στιγμές Σαλονίκης εαρινές,
ό.π., σ. 137-141.
23 Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό
κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936), ό.π., σ. 269-269.
24 Σπ. Κουζινόπουλος (επιμ.), Ο ηρωικός Μάης
της Θεσσαλονίκης του ’36, ό.π., σ. 29.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου