Του Γιώργου
Πετρόπουλου από το «Ριζοσπάστη» της 18/3/2001
Πηγή: imerodromos.gr
«Τας ανωτέρω ιδέας προσπαθώ να φυτεύσω εις την ψυχήν των
χωρικών, διά να γίνωσι μίαν ημέραν ελεύθεροι – ήδη είνε είλωτες – και επειδή η
εργασία αύτη απαιτεί οικονομικήν ευρωστίαν – οιονεί λίπασμα διά το φυτόν – διά
τούτο προσπαθώ το κατά δύναμιν ν’ αφαιρεθώσιν από τα κακώς κτηθέντα δικαιώματα
των τσιφλικιούχων, διά να δωθώσιν εις τους αδίκως εξ αυτών απογυμνωθέντας
χωρικούς… Φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι
των ολίγων, επομένως μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της εξαφανίσεως του
τσιφλικιού και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού» Μαρίνος Αντύπας[1]
Στις 6/19 Μαρτίου του 1910, ημέρα Σάββατο, πριν καλά – καλά
ξημερώσει, οι κολίγοι απ’ άκρη σ’ άκρη της θεσσαλικής γης, με μαύρες και
κόκκινες σημαίες, ξεκίνησαν έχοντας ως προορισμό το μεγάλο αγροτικό
συλλαλητήριο της Λάρισας. Πρώτοι μπήκαν στην πόλη οι κολίγοι του Δήμου
Κρανώνος. Ακολούθησαν οι κολίγοι από τους Δήμους Συκουρίου και Ογχήστου και
κατόπιν από άλλα χωριά, χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερα προβλήματα, αν και ο
στρατός είχε κινητοποιηθεί από τα μεσάνυχτα, ενώ οι αρχές της πόλης στο σύνολό
τους βρίσκονταν επί ποδός πολέμου[2].
Οι κολίγοι των απομακρυσμένων περιοχών της Λάρισας θα
έρχονταν στην πόλη με το πρωινό τρένο, το οποίο και περίμεναν από πολύ νωρίς
στο σταθμό του Κιλελέρ (σημερινή Κυψέλη) και του Τσουλάρ (σημερινή Μελία).
Ομως πριν συνεχίσουμε την εξιστόρηση, ας κάνουμε μια
αναδρομή στο παρελθόν κι ας προσπαθήσουμε να δούμε τι ήταν αυτό που ξεσήκωνε
τους κολίγους.
Το άλυτο αγροτικό πρόβλημα
Είναι γνωστό πως το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, δηλαδή η
απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και το μοίρασμά τους στους αγρότες, δε λύθηκε μετά
την Επανάσταση του ’21, αλλά μετατέθηκε για έναν αιώνα μετά, ενώ στη Θεσσαλία
έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις.
Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881, ύστερα από την
υπογραφή ειδικής σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία, στο
πλαίσιο του Συνεδρίου του Βερολίνου. Ομως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών
του θεσσαλικού κάμπου. Η γη απλώς άλλαξε χέρια και τον Τούρκο δυνάστη
διαδέχτηκε ο Ελληνας, ο οποίος πολύ συχνά αποδεικνυόταν χειρότερος του
προκατόχου του. Πέρα όμως από αυτό, η κατάσταση των φτωχών αγροτών της περιοχής
επιβαρυνόταν και από τη διεθνή κατάσταση, δεδομένου ότι την εποχή που η
Θεσσαλία πέρασε στην ελληνική επικράτεια, ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρισκόταν
σε συνθήκες οξύτατης κρίσης (κρίση του προμονοπωλιακού καπιταλισμού του
ελεύθερου ανταγωνισμού). Ετσι πολλαπλασιάζονταν τα κερδοσκοπικά φαινόμενα
γενικά και η κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης ειδικότερα, με την οποία
ασχολήθηκαν σημαντικοί παράγοντες του ελληνικού χρηματιστικού κεφαλαίου που –
ας σημειωθεί – στη συνέχεια αποκλήθηκαν από το κράτος ως εθνικοί ευεργέτες.
Πώς ζούσαν, επομένως, οι κολίγοι της Θεσσαλίας τώρα που δεν
είχαν τον Τούρκο στο κεφάλι τους;
«Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα – γράφει ο Δ. Μπούσδρας[3]
– υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ
των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν
ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών,
πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το
ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι
τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων…
Κατώκουν (σ.σ. οι κολήγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν την αυτή φάτνη
με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ
της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα… Οσάκις δε
υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το
μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι
μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρηται ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου,
έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού
ευαγγελίου…».
Τέτοια ήταν η κατάσταση και ακόμη χειρότερη. Την περιέγραφαν
άλλωστε κορυφαίοι αστοί διανοούμενοι και πολιτικοί της εποχής. Ο Αλ.
Παπαναστασίου, για παράδειγμα, σε μια μελέτη του γραμμένη και δημοσιευμένη την
άνοιξη του 1910, γράφει ανάμεσα σε άλλα[4]:
«Κατά τον επικρατούντα εις την θεσσαλικήν πεδιάδα
οικονομικόν οργανισμόν, η κυριότης της γης έχει χωρισθή από την καλλιέργειαν
αυτής. Η πρώτη ανήκει εις σχετικώς ολίγους ιδιοκτήτας, η δεύτερα ευρίσκεται εις
τας χείρας πολλών γεωργών… Εις την Θεσσαλίαν η κατανομή της παραγωγής μεταξύ
καλλιεργητών και ιδιοκτητών ρυθμίζεται κατά το σύστημα της επιμόρτου
καλλιέργειας… Το σύστημα τούτο είναι ανεκτό εις πρωτογόνους κοινωνίας και
πρωτογόνους αγροτικάς σχέσεις».
Το έδαφος, επομένως, στη Θεσσαλία ήταν αρκετά γόνιμο για να
φυτρώσει, να ριζώσει και να φουντώσει το απελευθερωτικό κοινωνικό κίνημα των
κολίγων, που το πολιτικό του πρόγραμμα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, συμπυκνωνόταν
στο σύνθημα της απαλλοτρίωσης και του μοιράσματος της γης. Ενα σύνθημα που
λέγεται ότι το έριξε πρώτη η Εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη,
η οποία έβγαινε στο Βόλο από το 1900, αλλά το πρόβαλαν με όλες τους τις
δυνάμεις οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές της εποχής σαν τον Μαρίνο Αντύπα,
που στα 1906 κατέβηκε στη Θεσσαλία και προπαγάνδιζε την ιδέα της απαλλοτρίωσης
των τσιφλικιών, με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσουν οι τσιφλικάδες στις 9/3/1907.
Τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου ενέπνευσαν, επίσης, και οι απεργίες των
Βολιωτών καπνεργατών, καθώς και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου,
ενώ σημαντική επίδραση άσκησε πάνω τους και το κίνημα στο Γουδί (15/8/1909), που
ως γεγονός συνέβαλε να εδραιωθεί η πίστη τους στον αγώνα, αν και ως προς τα
αιτήματά τους ήταν εντελώς ξένο.
Το κίνημα των κολίγων φουντώνει
Η πρώτη πράξη συνειδητοποίησης των αγροτών ήταν να
δημιουργήσουν δικές τους οργανώσεις. Ετσι φτιάχτηκε στην Καρδίτσα, αρχικά, ο
«Γεωργικός Σύλλογος» και στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία αντίστοιχων
συλλόγων στη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει αυτή την
πορεία του κινήματος των κολίγων προς την κορύφωση, μια μελέτη του Αγροτικού
Κόμματος Ελλάδας (Α.Κ.Ε.)[5]:
«Οσο τα τσιφλίκια εξακολουθούν να μένουν αμοίραστα –
σημειώνει το Α.Κ.Ε. – κι όσο συνεχίζει η άθλια κατάστασή τους, τόσο και πιο
πολύ οι Θεσσαλοί κολήγοι ξεσηκώνονται και με συλλαλητήρια και εξεγέρσεις
διεκδικούν το δίκιο τους.
Απ’ το 1908 ο θεσσαλικός κάμπος γίνεται αναμμένο ηφαίστειο,
έτοιμο να ξεσπάσει. Οι αγρότες της Θεσσαλίας βρίσκονται σε διαρκή κινητοποίηση.
Το Φλεβάρη του 1909 στην Καρδίτσα έγινε το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο.
Μικρότερα συλλαλητήρια έγιναν τον ίδιο μήνα στα Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο
και Φάρσαλα. Στις αρχές του 1910 ο οργασμός κινητοποίησης γενικεύεται σ’ όλο το
θεσσαλικό κάμπο. Οι πρωτοπόροι αγρότες και μερικοί διανοούμενοι «αγροτόπαιδα»
γυρίζουν σε όλα τα χωριά, συγκεντρώνουν τους δουλευτάδες της θεσσαλικής γης,
τους μιλούν για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τους καλούν σε ομαδικό
αγώνα, σε παναγροτικά συλλαλητήρια που θα γίνουν σ’ όλες τις θεσσαλικές πόλεις…
Η αγανάκτηση των εξεγερμένων κολήγων κορυφώθηκε τόσο, ώστε άρχισαν να ξεσπούν
σε πράξεις βίας κατά των τσιφλικάδων και του κράτους τους».
Το πόσο οξυμένα ήταν τα πνεύματα των κολίγων στις αρχές
Μαρτίου του 1910, το δείχνει ένα ακόμη γεγονός: Οταν προετοιμαζόταν το
συλλαλητήριο της Λάρισας, είχε ριχτεί η ιδέα οι χωρικοί να κατέβουν οπλισμένοι,
αλλά παρενέβησαν οι δήμαρχοι των χωριών και συγκράτησαν την αγανακτισμένη
αγροτική μάζα. «Οι Δήμαρχοι – σχολιάζει ο Γ. Κορδάτος[6]
– ήταν μεγαλονοικοκυραίοι που είχαν τον τρόπο τους και φυσικά δεν είχαν
επαναστατική ψυχολογία. Ηταν οι ασυνείδητοι πράχτορες των αστοτσιφλικάδων».
Το μακελειό της 6ης Μαρτίου 1910
Κι ενώ οι χωρικοί αποφάσιζαν να διαδηλώσουν ειρηνικά, λίγες
ημέρες πριν, οι εφημερίδες της Αθήνας προετοίμαζαν πολεμικό κλίμα.
«Κινδυνεύομεν με όσα γίνονται εν Θεσσαλία – έγραφε στην
«ΕΣΤΙΑ» ο Αδ. Κύρου – να προκαλέσωμεν επέμβασιν εξωτερικήν. Είναι καιρός να
συνέλθωμεν και να αντιληφθώμεν ότι δεν είναι καιρός διά πειραματισμούς».
Και η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» του Πωπ συμπλήρωνε: «Η εν Θεσσαλία
εξέγερσις, η παράλογος, αλλά και όντως αντιπατριωτική κατά την περίοδον ταύτην
του πολιτειακού ημών βίου, πρέπει να περισταλή πάση θυσία…»[7].
Ετσι ξημέρωσε η 6η Μαρτίου του 1910, η μέρα του μεγάλου συλλαλητηρίου.
Στη Λάρισα, όπως προαναφέραμε, συνέρεε πλήθος λαού κι οι
χωρικοί των απομακρυσμένων περιοχών κατέβαιναν τραγουδώντας προς τους σταθμούς
του τρένου. Σε λίγο η εικόνα θα άλλαζε εντελώς.
Στο Κιλελέρ οι κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο για να πάνε
στη Λάρισα χωρίς να βγάλουν εισιτήριο και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι- ύστερα
από διαταγή του διευθυντή των θεσσαλικών σιδηροδρόμων Πολίτη, που έτυχε να
ταξιδεύει με κείνη την αμαξοστοιχία – τους ζήτησαν να αποβιβαστούν. Η αποβίβαση
έγινε χωρίς αντίσταση. Αλλά ο διευθυντής θέλησε να δώσει και συνέχεια βρίζοντας
χυδαία τους κολίγους που του ανταπάντησαν με γιουχαΐσματα, ενώ ορισμένοι
άρχισαν να πετροβολούν την αμαξοστοιχία. Τα αίματα άναψαν, οι βρισιές από
μέρους του Πολίτη συνεχίστηκαν κι οι κολίγοι αγρίεψαν. Τότε εκείνος ζήτησε από
τον αξιωματικό στρατιωτικής δύναμης, που βρισκόταν στο τρένο και πήγαινε στη
Λάρισα για το συλλαλητήριο, να αντιμετωπίσει ένοπλα τους αγρότες. Ο καραβανάς
υπάκουσε. Διέταξε ευζώνους και φαντάρους να πυροβολήσουν το πλήθος. Δύο από
τους αγρότες, ο Αθ. Νταφούλης και ο Αθ. Μπόκας έπεσαν νεκροί. Πολλοί αγρότες
πληγώθηκαν. Το αίμα έβαψε τον κάμπο.
Το τρένο αγκομαχώντας έφτασε στο σταθμό Τσουλάρ, όπου κι
εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι κολίγοι για το συλλαλητήριο, αλλά δε σταμάτησε
να τους πάρει. Νέα ένταση. Η οργή των κολίγων στο κατακόρυφο. Οι τσολιάδες από
τα παράθυρα πυροβολούν και πάλι. Δύο ακόμη αγρότες ξαπλώνονται στη γη και
πολλοί άλλοι τραυματίζονται. Το αίμα κυλάει άφθονο.
Αγρότες που συνελήφθησαν στην εξέγερση του Κιλελέρ μεταφέρονται με τρένο στη Λάρισα για να δικαστούν. |
Η είδηση της αιματοχυσίας δεν άργησε να φτάσει στους
συγκεντρωμένους στη Λάρισα. Οι σκλάβοι της γης διαμαρτύρονται, φωνάζουν
εναντίον των δολοφόνων, ζητούν γη και δικαιοσύνη. Οι δυνάμεις καταστολής
χτυπούν στο ψαχνό. Χύνεται και πάλι αίμα, γίνεται μάχη σώμα με σώμα και οι
αγρότες βγαίνουν νικητές. Ο νομάρχης, ο αστυνόμος και ο φρούραρχος, βλέποντας
πως δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιχείρηση καταστολής των αγροτών, ύστερα από
πολλή ώρα μάχης, διατάσσουν το στρατό να σταματήσει το πυρ. Ετσι το
συλλαλητήριο θα καταλήξει με την έγκριση του παρακάτω ψηφίσματος που στάλθηκε
τηλεγραφικώς στην Αθήνα, στην κυβέρνηση και τη Βουλή:
«Απας ο γεωργικός λαός Λαρίσης συνελθών πανοικεί σήμερον
Λάρισαν ίνα εκφράση βαθύν πόνον και πικρόν παράπονον διά την μη υποβολήν και
επιψήφισην του νόμου περί απαλλοτριώσεως των τσιφλικίων και προικοδοτήσεως
γενναιοτέρας του Γεωργικού Ταμείου
Α π α ι τ ε ί
α) Την άμεσον επιψήφισιν του νομοσχεδίου περί απαλλοτριώσεως
των τσιφλικίων και διανομήν των Ζαππείων κτημάτων.
β) Την γενναιοτέραν προικοδότησιν του γεωργικού ταμείου διά
της διαθέσεως του όλου φόρου των αροτριώντων κτηνών και παντός ό,τι νομίζει η
Κυβέρνησις καλύτερον.
γ) Εκφράζει την βαθείαν λύπην και οδύνην του διά την εκ
μέρους των αρχών της Πολιτείας άδικον επίθεσιν κατά του φιλησύχου και
νομοταγούς λαού, ης θύματα υπήρξαν άοπλοι και λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας»[8].
Μετά το μακελειό της 6ης Μαρτίου του 1910 η κυβέρνηση του
Στ. Δραγούμη οργάνωσε δίκες κατά των αγροτών. Οι κατηγορούμενοι, όμως, αγρότες
αθωώθηκαν. Ο αγώνας τους δεν πήγε χαμένος. Το αγροτικό κίνημα μετά το Κιλελέρ
φούντωσε σε όλη την Ελλάδα και λίγα χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να
δημοσιεύσει διάταγμα για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών.
Σήμερα, οι αγρότες αντιμετωπίζουν καινούργια οξυμένα προβλήματα
και τον κίνδυνο να ξεκληριστούν οπό τη γη τους. Ομως το Κιλελέρ μένει εκεί,
φάρος φωτεινός για να τους δείχνει το δρόμο της νίκης.
[1]
Μαρίνος
Αντύπας: «Προς τον λαόν και άλλα κείμενα», Βιβλιοθήκη Ελλήνων Ριζοσπαστών και
Σοσιαλιστών, εκδόσεις Κούριερ, σελ. 56-57.
[2]
Χρ.
Βραχνιάρη: «Ανάμεσα σε δύο εξεγέρσεις: Κιλελέρ 1910- Τρίκαλα 1925», εκδόσεις
Αλφειός, Αθήνα 1985, σελ. 61.
[3]
Δ.
Μπούσδρας: «Η Απελευθέρωσις των Σκλάβων αγροτών», εν Αθήναις 1951, σελ. 1-2.
[4]
Αλέξανδρος
Παπαναστασίου: «Μελέτες – Λόγοι – Αρθρα», έκδοση Μορφωτικό Ιδρυμα Α.Τ.Ε., τόμος
Α`, σελ. 61.
[5]
«Η εξέγερση
του Κιλελέρ», έκδοση της ΚΕ του ΑΚΕ, σελ. 11- 12.
[6]
Γ. Κορδάτου:
«Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, σελ. 149.
[7]
Γ. Κορδάτος:
«Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός αιώνας», τόμος XIII, σελ. 187.
[8]
Γ.
Καρανικόλα: «Κιλελέρ», εκδόσεις Θουκυδίδης, σελ. 219-220 και Γ. Κορδάτου, στο
ίδιο, σελ. 193.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου