• ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

    Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

    Η πυρκαγιά του Grenfell Tower ως παράπλευρη απώλεια της εμπορευματικής κοινωνίας

    ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ*
    Πηγή: imerodromos.gr

    Αν η ρευστοποίηση της εργατικής δύναμης (αύξηση απλήρωτης εργασίας, ευελιξία και πειθάρχηση της εργατικής δύναμης κ.λπ.) και η επανασύνδεσή της με το κεφάλαιο είναι ο αναγκαίος όρος για την υπέρβαση των οικονομικών κρίσεων, εξίσου σημαντικό είναι το πως η παραγωγή θα επανασυνδεθεί με την κυκλοφορία των προϊόντων και των υπηρεσιών, δηλαδή πως η παραγωγή θα συναντήσει την κατανάλωση. Κατά κάποιο τρόπο η πόλη γίνεται το πεδίο αυτών των συνδέσεων-συναντήσεων. Από τον τρόπο με τον οποίο συντίθεται ξανά αυτή η σχέση εξαρτάται το πώς θα διαμορφωθεί  ο χώρος. Από εδώ θα εξαρτηθεί επίσης ποια κοινωνικά στρώματα θα μετακινηθούν, ποια θα εκδιωχτούν και ποια θα καθηλωθούν (προάστια, εργατικές συνοικίες, γκέτο, underclass κ.ο.κ.). Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με διεργασίες με υποκείμενο το κεφάλαιο, το οποίο επιχειρώντας να υπερβεί κρίσεις υπερσυσσώρευσης (αργία πλεονάζοντος κεφαλαίου και εργατικής δύναμης), συνακόλουθο των οποίων είναι  οι κρίσεις υποκατανάλωσης, υποβαθμίζει ή αναβαθμίζει περιοχές και συνοικίες ενώ απαξιώνει ή, καταστρέφει άλλες (βιομηχανικές εγκαταστάσεις,  κτήρια, περιβάλλον κ.ά.). Φαίνεται πως η «δημιουργική καταστροφή» (P. Schumpeter) είναι μέσα στις στρατηγικές αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή δεν είναι λοιπόν μια ουδέτερη διαδικασία, χωρίς ταξικές συγκρούσεις και ταξικά συμφέροντα,  όπως υποστηρίζει η Σχολή του Σικάγου που εμπνεόμενη από τον κοινωνικό δαρβινισμό βλέπει την πόλη ως οργανισμό και ως πεδίο ανταγωνισμών μεταξύ ομάδων (εθνοτικών, θρησκευτικών, φυλετικών κ.ο.κ.) με την ισχυρότερη ομάδα να εκδιώκει τις άλλες (εισβολή/εκδίωξη).

    Ουσιαστικά αυτά που έγραφε ο Φ. Ένγκελς το 1872 (Για το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σ. 22) ισχύουν, όπως επιβεβαιώνεται με δραματικό τρόπο από την πυρκαγιά στον Grenfell Tower του Δυτικού Λονδίνου, και σήμερα: «Η επέκταση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων», έγραφε ο Ένγκελς, «προκαλεί σε μερικά, ιδιαίτερα σε κεντρικά, τμήματα των πόλεων μια τεχνητή αύξηση συχνά κολοσσιαία της αξίας των οικοπέδων. Η αξία των χτιρίων που είναι χτισμένα τα οικόπεδα αντί να ανεβαίνει, αντίθετα πέφτει προς τα κάτω, και αυτό γιατί τα κτίρια δεν ανταποκρίνονται στις αλλαγμένες συνθήκες. Αυτό γίνεται προπάντων με τις εργατικές κατοικίες που βρίσκονται στο κέντρο, που τα νοίκια τους ακόμη και με το μεγαλύτερο συνωστισμό νοικιαστών δεν μπορούν να ξεπεράσουν ένα ορισμένο ανώτερο όριο. Τα γκρεμίζουν και στη θέση τους χτίζουν μαγαζιά, αποθήκες εμπορευμάτων και δημόσια καταστήματα». Και να λοιπόν που ξαφνικά οι συνοικίες με τις φαβέλες, τις παραγκουπόλεις και τις εργατικές κατοικίες αποκτούν υπέρογκη αξία, γεγονός που ασκεί ασφυκτικές πιέσεις για την κοινωνική και περιβαλλοντική «εξυγίανση», τον «εξευγενισμό» (gentrification) αυτών των περιοχών από τους φτωχούς και τους απόκληρους. Όταν οι τιμές των οικοπέδων γύρω από τον πύργο Grenfell, όπως παραδίπλα στην πλατεία Carlyle στο Τσέλσι, έχουν γνωρίσει κολοσσιαία αύξηση (σχεδόν οι υψηλότερες στη Μεγάλη Βρετανία), όπως το έθετε ο Ένγκελς, είναι αναμενόμενη και η απαξίωση του κτηρίου στην τωρινή του χρήση (ως εργατική πολυκατοικία). Η εκδίωξη των κατοίκων συνιστά μονόδρομο ώστε να προσφερθεί το οικόπεδο σε πιο επικερδείς εμπορικές χρήσεις. Όταν πάλι στις παραγκουπόλεις στο Νταραβί της Βομβάης, η αξία της γης φτάνει τα 2 δισ. δολάρια, οι ληστρικές πρακτικές για την υφαρπαγή της γης και την εκδίωξη του φτωχού πληθυσμού θα συνιστούν τις «καλές πρακτικές»(D. Harvey).

    Ως γνωστόν αντίστοιχα φαινόμενα εξευγενισμού έχουν λάβει χώρα κατά καιρούς και σε άλλες πόλεις (Παρίσι, Νέα Υόρκη, Φρανκφούρτη, Βομβάη, Σεούλ κ.ά.). Ο Ωσμανισμός (από τον πολεοδόμο Βαρώνο Ωσμάν) που «έβαλε σε τάξη» το Παρίσι, μετά την επανάσταση του 1848, εκδιώκοντας, με τη διάνοιξη πλατιών λεωφόρων (βουλεβάρτων), τα εργατικά στρώματα από το κέντρο της πόλης, συνιστά τη δοκιμασμένη μέθοδο για να ελεγχθούν  εστίες αναταραχής και εξέγερσης (Επανάσταση 1830 και 1848, Κομμούνα 1871). Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι η γη απελευθερωμένη από την προκαπιταλιστική ηθική της αξίας χρήσης μπορεί να μετατραπεί πλέον σε αντικείμενο αγοραπωλησίας και σπέκουλας αλλά και σε πεδίο επένδυσης κεφαλαίων. Κατά τον ίδιο τρόπο η ανάπτυξη των προαστίων στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στις αμερικανικές και ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, συνέβαλλε στην χρονική αναβολή της κρίσης υπερσυσσώρευσης, απορροφώντας λιμνάζοντα κεφάλαια. Μια αντίστοιχη εξέλιξη «ανάπλασης» (Sanierung) έλαβε χώρα τη δεκαετία του 1970 στη Δυτική Γερμανία στη συνοικία Westende της Φρανκφούρτης, εκεί που σήμερα υψώνονται οι ουρανοξύστες της Deutsche Bank, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ.ά. 
     Από τη στιγμή που η γη μετατράπηκε σε εμπόρευμα και η πόλη απορροφά μέσω της κατανάλωσης τα συσσωρευμένα κεφάλαια, ενσωματώνοντας επίσης μορφές νεκρής εργασίας (εγκαταστάσεις, κτήρια, υποδομές κ.λπ.), αυτή ανοίγει και στις πρακτικές κερδοσκοπίας.  Κυριολεκτικά οι μεγάλες πόλεις (Νέα Υόρκη, Πόλη του Μεξικού,  Σιάτλ κ.λπ.) παραχωρήθηκαν σε μεγαλοεργολάβους που συμπράττουν με το χρηματιστικό κεφάλαιο. Παρόλα αυτά είναι εντελώς τυπικό ζήτημα αν υπάρχει, με αφορμή  την πυρκαγιά στο Grenfell Tower και τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων (εργατών και μεταναστών), οργανωμένο σχέδιο εξευγενισμού ή, αν μπορούμε να αποδώσουμε την πυρκαγιά στην εγκληματική αδιαφορία κάποιων (βλ. «εγκληματικότητα λευκού κολλάρου») ή, στις κερδοσκοπικές διαθέσεις των εργολάβων. Το ουσιαστικό, και από εκεί οφείλουμε να ξεκινήσουμε, είναι ότι τα μέσα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (διατροφή, υγεία, ασφάλιση, ασφάλεια ζωής κ.λπ.)έχουν εμπορευματοποιηθεί. Συνεπώς θα αντιμετωπίζονται και θα συμπεριφέρονται ως εμπορεύματα. Από την άλλη η κρίση υπερσυσσώρευσης, δηλαδή η ύπαρξη συσσωρευμένων κεφαλαίων, πιέζει στην ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών(υγεία, εκπαίδευση, στέγη, νερό κ.λπ.) για να αναδειχτούν νέα πεδία κερδοφόρου επένδυσης. Αυτό είναι το κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο που προσδιορίζει μέσα και πρακτικές.
       
    Επομένως θα ήταν ηθικισμός να  προσεγγίζει κανείς τις κοινωνικές σχέσεις ως προσωπικές σχέσεις. Επειδή αυτές έχουν αυτονομηθεί από τα άτομα και έχουν αντικειμενοποιηθεί ορθώνονται απέναντί τους ως αντικειμενικές σχέσεις, ως δομή (κεφάλαιο, αγορά, κράτος).Με αυτή την έννοια η κατάργηση των πυροσβεστικών σταθμών στην περιοχή (λόγω περικοπών), η έλλειψη πόρων για την πυρασφάλεια του κτηρίου, η κακή  ποιότητα των υλικών ανακαίνισης, η χαλάρωση των οικοδομικών κανόνων, εν τέλει η ίδια η πυρκαγιά, όσον αφορά στον Grenfell Tower, δεν είναι ένα τυχαίο ζήτημα, αλλά τρόποι λειτουργίας της δομής. Να υπενθυμίσουμε πως τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες εργατικές πολυκατοικίες στη Μεγάλη Βρετανία.
       
    Στις προτεραιότητες της δομής, εν προκειμένου της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν είναι η ασφάλεια και η υγεία των ανθρώπων αλλά το κέρδος, ενώ οι περικοπές δαπανών, η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών, το «λιγότερο κράτος» κ.ο.κ. συνιστούν στρατηγική, και όχι τυχαία, επιλογή. Πρόκειται λοιπόν για ταξική επιλογή. Πόσο μάλλον όταν η γενναιόδωρη ενίσχυση των επιλογών του κεφαλαίου (διάσωση ιδιωτικών τραπεζών, χρηματοδότηση συγκεκριμένων ερευνητικών πρότζεκτ, επιδοτήσεις προϊόντων, υποστήριξη «εθνικών» βιομηχανιών, επένδυση στην εικόνα των πόλεων κ.λπ.), γίνεται με πόρους που λείπουν από τα συστήματα υγείας, ασφάλειας, ασφάλισης των εργαζομένων τάξεων.  Ακριβώς γι’ αυτό πάλι, δηλαδή εξαιτίας της έλλειψης μέσων, οι πόλεις εξωθούνται σε έναν άκρατο ανταγωνισμό μεταξύ τους (σχέδια εξευγενισμού, αύξηση δημοτικών τελών κ.λπ.)συνεργαζόμενες με το επενδυτικό κεφάλαιο για να καταστούν περισσότερο ελκυστικές («επιχειρηματική πόλη»). Είναι προφανές πως αυτές οι «συνεργασίες» ευνοούν αδιαφανείς οικονομικές σχέσεις με τις τοπικές αρχές, όπως λόγου χάρη του Tenant Management Organization, στην περίπτωση του πύργου Grenfell.
       
    Συνεπώς δεν βοηθάει σε τίποτε να δούμε τα πράγματα μέσα από την οπτική των προσωπικών σχέσεων και να μιλήσουμε για παραβλέψεις, αδιαφορία, ατυχήματα, καθώς τα υποσυστήματα που δημιουργούνται από το κεφάλαιο, την αγορά και τις κρατικές πολιτικές(εταιρείες διαχείρισης, αξιοποίησης και ασφάλειας), φέρουν τις ιδιότητες της δομής που τα δημιούργησε. Μάλλον πρόκειται για τις  παράπλευρες απώλειες της κοινωνικής μηχανικής του καπιταλισμού. Εξάλλου ένα μεγάλο μέρος των δημόσιων οργανισμών που ήταν εντεταλμένοι για την ασφάλεια, την υγεία, τις μαζικές συγκοινωνίες έχει περάσει σε ιδιωτικές εταιρείες. Επομένως οτιδήποτε εμφανίζεται ως ατύχημα (εργατικό ατύχημα, πυρκαγιά, ναυάγιο, οικολογική καταστροφή κ.λπ.)ανταποκρίνεται σε μια λειτουργία της δομής, έχει δομικά χαρακτηριστικά. Εξάλλου τα λόμπι των ακινήτων, όπως λόγου χάρη της Fannie Mae (χρηματοπιστωτικό ίδρυμα) στις ΗΠΑ κ.α., έχει συγκεντρώσει τέτοια οικονομική δύναμη και επιρροή που μπορεί, σύμφωνα με τον D. Harvey (Εξεγερμένες πόλεις, Αθήνα, Εκδόσεις ΚΨΜ), να διαφθείρει τα πάντα, από το Κογκρέσο και τους ρυθμιστικούς φορείς μέχρι έγκυρους ακαδημαϊκούς οικονομολόγους, μεταξύ των οποίων ο Joseph Stiglitz,  που υποστήριζαν μέσα από τις έρευνές τους τις εν λόγω κερδοσκοπικές δραστηριότητες.
       
    Ενδεχομένως το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου, Τι ωραίο πλιάτσικο,  για την δεκαετία του 1980 στην Μεγάλη Βρετανία, να δείχνει, σε επίπεδο αστικής ηθογραφίας,  τον τρόπο με τον οποίο η δομή προετοιμάζει τους ανθρώπινους χαρακτήρες για την ανάληψη κοινωνικών ρόλων. O κυνισμός στις προσωπικές σχέσεις που περιγράφεται στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όπως αντίστοιχα και η εξαχρείωση των ανθρώπων στην Όπερα της πεντάρας του Μπέρτολτ Μπρέχτ, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η δομή (κεφάλαιο, αγορά) κοινωνικοποιεί τα άτομα για να επιτελέσουν τις λειτουργίες της, αλλά και την προσπάθεια των ατόμων να αποφύγουν, προσφεύγοντας στον κυνισμό, τα ηθικά διλήμματα. 
     
    Για να κατανοήσουμε καλύτερα το πρόβλημα θα βοηθούσε να εισάγουμε την έννοια της «δομικής βίας» (J. Galtung), της βίας δηλαδή που παράγεται από τις δομές (κεφάλαιο, κράτος, κοινωνική οργάνωση της εργασίας κ.λπ.). Σε αντίθεση με την βία που ασκείται από πρόσωπα και οι επιπτώσεις της είναι περιορισμένες, στη βία που ασκείται από τις δομές, οι επιπτώσεις είναι ευρύτερες, επειδή επηρεάζονται οι συνθήκες ζωής μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και περιορίζονται καθοριστικά οι προσδοκίες και οι δυνατότητες ολοκλήρωσης των ατόμων αλλά και η υγεία, η ασφάλεια της ζωής τους κ.λπ.. Η ύπαρξη της δομικής βίας μπορεί να διαπιστωθεί από το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και τις χαμηλές φιλοδοξίες των κοινωνικών στρωμάτων που υστερούν σε πόρους και μέσα. Ένας άλλος σημαντικός κοινωνικός δείκτης που προσμετρά τη δομική βία, είναι όταν οι κοινωνικές ανισότητες μετασχηματίζονται υπό την επίδραση της αγοράς και του κράτους σε χωρικές ανισότητες (βλ. Δυτικές Συνοικίες/Βορειοανατολικές Συνοικίες στην Αττική, Μενίδι κ.λπ.).

    Η δομική βία εξωτερικεύεται επίσης στις στεγαστικές συνθήκες (ποιότητα οικιών, επίπεδα ρύπανσης περιβάλλοντος κ.λπ.) και  στις συνθήκες ασφαλείας (ποιότητα υλικών, πυρασφάλεια κ.λπ.).Ο θάνατος ανθρώπων λόγω στέρησης στοιχειωδών πραγμάτων, όπως της πυρασφάλειας στον πύργο Grenfell, ή, της ασφάλειας στις μεταφορές (σιδηροδρομικά ατυχήματα, ναυάγια κ.λπ.) συνιστά επίσης δομική βία, καθώς αυτά είναι δομικά παράγωγα (απαρχαιωμένες υποδομές, προβληματικό υλικό κ.λπ.). Κατά κάποιο τρόπο οι κοινωνικές και πολιτικές ελίτ γνωρίζουν ότι η αντιστροφή των προτεραιοτήτων, δηλαδή η υποτίμηση της εργασίας και των φορέων της, δηλαδή των ατόμων, αλλά και η ιδιωτικοποίηση των βασικών αγαθών (υγεία, ασφάλεια, εκπαίδευση) σε συνάρτηση με την ανάδειξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε στρατηγική επιλογή μιας κοινωνίας θα επιβαρύνουν το σώμα και τον ψυχισμό των ατόμων, θα δυσχεράνουν τις συνθήκες ζωής (στέγαση, ρύπανση, εγκληματικότητα κ.λπ.). Γνωρίζουν δηλαδή ότι αυτό θα προκαλέσει ατυχήματα, καταστροφές, ναυάγια κ.λπ.

    Μάλιστα οι παραπάνω πολιτικές θα μπορούσαν να θεωρηθούν εγκλήματα (βλ. «εγκλήματα λευκού κολλάρου»/Whithe Collar Crime), (E. Sutherland (1949), εφόσον η δύναμη χαρακτηρισμού δεν μονοπωλούνταν από τα ανώτερα στρώματα που ελέγχουν εκτός από τα μέσα παραγωγής, το ποινικό σύστημα, το πολιτικό σύστημα, αλλά και τα μέσα ενημέρωσης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Τέτοια εγκλήματα είναι η μεγάλη φοροδιαφυγή, η υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος, οι ασφαλιστικές απάτες, τα θαλασοδάνεια, η ρύπανση περιβάλλοντος κ.ά. Και αυτό γιατί αντικειμενικά, η ανικανότητα και η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού που οργανώνει, διοικεί και συντονίζει το πολιτικό σύστημα, εδώ ας πούμε από τους Τόρηδες,  αναδεικνύει με σαφή τρόπο τις ευθύνες σε επίπεδο σχεδιασμού, με την έννοια ότι δεν δόθηκαν οι αναγκαίοι πόροι -εξαιτίας περικοπών ή, επειδή αυτοί μεταφέρθηκαν αλλού(για τους βομβαρδισμούς στη Συρία, για την ασφάλεια των ανώτερων τάξεων, τον εξωραϊσμό των αστικών προαστίων κ.λπ.)-ώστε να αποτραπεί η πυρκαγιά. Βεβαίως ερωτηματικά προκαλεί η αναποτελεσματικότητα του κράτους να διασφαλίζει τα δημόσια αγαθά (την υγεία, την ασφάλεια, τις στεγαστικές συνθήκες των εργατικών στρωμάτων),να εντοπίζει τα «εγκλήματα λευκού κολλάρου» (επικίνδυνες εργασιακές πρακτικές, επικίνδυνες συνθήκες στέγασης, καταπάτηση ρυθμιστικών κανόνων, παράνομες κατασχέσεις, οικολογικές καταστροφές κ.λπ.) τη στιγμή που αυτό είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο να συγκεντρώνει φόρους από τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, να καταστέλλει απεργίες, να προωθεί εγχειρήματα «εξευγενισμού» και εκδίωξης των κατοίκων στα αστικά κέντρα κ.λ.π

    *O Θανάσης Αλεξίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Η πυρκαγιά του Grenfell Tower ως παράπλευρη απώλεια της εμπορευματικής κοινωνίας Rating: 5 Reviewed By: e-kozani
    Scroll to Top