Πηγή: enikos.gr από imerodromos.gr
«Αν ο Μαρξ και ο Λένιν ήταν σήµερα ζωντανοί, θα ήταν
βασικοί διεκδικητές του βραβείου Νόµπελ για την οικονοµία. Ο Μαρξ προέβλεψε την
προϊούσα εξαθλίωση των εργαζοµένων και ο Λένιν προείδε την υποταγή της υλικής
παραγωγής στη συσσώρευση κερδών του χρηµατοπιστωτικού κεφαλαίου. Οι προβλέψεις
τους είναι κατά πολύ ανώτερες από τα “οικονοµικά µοντέλα” που σήµερα
βραβεύονται µε Νόµπελ και από τις προβλέψεις των κεντρικών τραπεζιτών, των
υπουργών Οικονοµικών και των νοµπελιστών οικονοµολόγων…» (1).
Αυτά δεν τα έγραψε κάποιος… τυφλωμένος από την
«ιδεοληψία» του μαρξισμού. Και κυρίως δεν τα ισχυρίζεται κάποιος που πάσχει από
μαρξιστικές και λενινιστικές «παρωπίδες». Ο ύμνος στον Μαρξ (και τον Λένιν)
προέρχεται από έναν υπουργό Οικονομικών του… Ρήγκαν. Τον Πολ Κρεγκ Ρόµπερτς.
Την τοποθέτηση του Ρόμπερτς (έγινε πριν από 7 χρόνια
και ήταν η απάντηση του στις διάφορες αστείες θεωρίες που αναπτύσσονταν εκείνη
την περίοδο για τον χαρακτήρα της παγκόσμιας κρίσης) την θυμηθήκαμε με αφορμή
ότι σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου του Καρλ Μαρξ, στις 14 Μάρτη 1883.
Ο «παλιωμένος» Μαρξ ήταν αυτός που έγραφε:
«…κινέζικα μεροκάματα, αυτός είναι τώρα ο σκοπός που
επιδιώκει το αγγλικό κεφάλαιο» (2)
Και πρόσθετε:
«…η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής έριξε τους
εργάτες όλου του κόσμου. Δεν πρόκειται πια για το κατέβασμα των αγγλικών μισθών
στο επίπεδο των μισθών της ηπειρωτικής Ευρώπης, αλλά για το κατέβασμα στο λίγο –
πολύ κοντινό μέλλον των ευρωπαϊκών μισθών στο κινέζικο επίπεδο» (3)
Αυτή η – καινοφανής για τα σημερινά δεδομένα- σύλληψη
του Μαρξ δεν προέκυψε μετά τo… «σκίσιμο του Μνημονίου» και την «αλλαγή της
Ευρώπης» από τον Τσίπρα. Ούτε μετά από τα «ουδείς αναμάρτητος» του Σαμαρά στη
Μέρκελ.
Διατυπώθηκε πριν από περίπου ενάμιση αιώνα, το 1867.
Στη θέση της τότε «μητρόπολης» του καπιταλισμού, της Αγγλίας, σήμερα είναι τα
κέντρα των ιμπεριαλιστών σε Βερολίνο και Νέα Υόρκη, που ακόμα και στους πιο
αδυσώπητους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, όπως οι σημερινοί για το ποιος
ιμπεριαλιστής θα βγει λιγότερο λαβωμένος από την κρίση, δεν ξεχνούν το βασικό:
Να είναι ενωμένοι, αδυσώπητοι και άτεγκτοι απέναντι στους μισθωτούς σκλάβους.
Το «λίγο – πολύ κοντινό μέλλον» που προέβλεψε ο Μαρξ,
η εποχή που οι ευρωπαϊκοί μισθοί (μαζί και του ελληνικού λαού), στο όνομα της
«ανταγωνιστικότητας» των κεφαλαιοκρατών, θα συμπιέζονταν από τους
κεφαλαιοκράτες με βάση τα κινέζικα πρότυπα, έφτασε. Οι αναλύσεις του για τον
«εφεδρικό στρατό» εργασίας που κατρακυλά στα Τάρταρα της απόγνωσης και της
κατάθλιψης είναι όσο ποτέ επίκαιρες.
Ο καπιταλισμός, αυτό το απάνθρωπο σύστημα,
στερεί από τους εργαζόμενους τους κόπους τους. Σφετερίζεται για λογαριασμό μιας
χούφτας εκμεταλλευτών τον αμύθητο πλούτο που παράγει το αίμα και ο μόχθος του
εργάτη.
Η κρίση του καπιταλισμού, το πιο σταθερό «προϊόν» της
λειτουργίας του, έχει φτάσει σε κανιβαλικό παροξυσμό.
Όπως επιβεβαιώθηκε η οικονομική «προφητεία» του Μαρξ
για τη μετατροπή του βίου του εργαζόμενου λαού σε κόλαση – μια κόλαση που στην
Ελλάδα τα «καζάνια» της αποκαλούνται Μνημόνια, προαπαιτούμενα, φαστ τρακ
ξεπουλήματα, «αξιολογήσεις» – έτσι ακριβώς αναδεικνύεται ως ζήτημα ζωής και
θανάτου η αναγκαιότητα για την εκπλήρωση και της πολιτικής του «προφητείας».
Ο «πολιτικός» Μαρξ, ενιαίος και αδιαίρετος με
τον «οικονομικό» Μαρξ, ο Μαρξ της ταξικής πάλης, απέδειξε ότι το υπερώριμο
αίτημα της ανατροπής του σάπιου κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος είναι μια υπαρκτή,
μια ρεαλιστική δυνατότητα και προοπτική, εφόσον οι «σκλάβοι» αποφασίσουν να την
«περπατήσουν».
Ο 21ος αιώνας, μόλις 25 χρόνια από τις
ανατροπές που οδήγησαν τον κόσμο σε ένα πρωτοφανές πισωγύρισμα, αποδεικνύεται
πολύ νωρίς ότι θα είναι ο αιώνας που θα τεθεί με όρους υπαρξιακούς το
πραγματικό δίλημμα:
«Ο Φρίντριχτ Ενγκελς – γράφει η Ρόζα Λούξεμπουργκ –
είπε κάποτε:
«Η αστική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: ή
πέρασμα στο σοσιαλισμό ή ξανακατρακύλισμα της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα».
Τι σήμαινε όμως «ξανακατρακύλισμα στη βαρβαρότητα» από το
σημερινό επίπεδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού;
Μέχρι σήμερα διαβάζουμε, αναμφισβήτητα, τα λόγια αυτά
χωρίς να εμβαθύνουμε στο νόημα που κρύβουν και τα παραθέτουμε χωρίς να
προαισθανόμαστε την τρομερή βαρύτητά τους.
Σήμερα όμως, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να
καταλάβουμε τι σημαίνει κατρακύλισμα της αστικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα».
Όλα αυτά – παρά τις δοξασίες ότι «ο Μαρξ πέθανε» – ο
Μαρξ τα περιέγραψε, τα απέδειξε και τα προέβλεψε. Όχι φυσικά γιατί ήταν
«προφήτης». Αλλά γιατί υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους επαναστάτες και
διανοητές της ανθρωπότητας.
Η πιο πυκνή, ίσως, καταγραφή της προσφοράς του Μαρξ
διατυπώθηκε την ημέρα της κηδείας του μεγάλου νεκρού από τον σύντροφό του και
συνιδρυτή της νέας κοσμοθεωρίας που πήρε το όνομα της από τον Μαρξ, από τον
επιστήθιο φίλο του, τον Φρίντριχτ Ένγκελς.
Παραθέτουμε την επικήδεια ομιλία του Ένγκελς:
«Στις 14 Μαρτίου το απόγευμα, στις τρεις παρά τέταρτο
έπαψε να σκέφτεται ο μεγαλύτερος σύγχρονος στοχαστής. Μόλις τον είχαμε αφήσει
μονάχο του δύο λεπτά και τον βρήκαμε όταν ξαναμπήκαμε στο δωμάτιό του ήσυχα
αποκοιμισμένο στην πολυθρόνα του – αλλά για πάντα.
Είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε τι έχασε το
μαχητικό ευρωπαϊκό και αμερικάνικο προλεταριάτο, τι έχασε η ιστορική επιστήμη
με το θάνατο αυτού του ανθρώπου. Πολύ γρήγορα θα γίνει αισθητό το κενό που
δημιούργησε ο θάνατος αυτού του γίγαντα.
Όπως ο Δαρβίνος ανακάλυψε το νόμο εξέλιξης της οργανικής
φύσης, έτσι ο Μαρξ ανακάλυψε το νόμο εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας: το
σκεπασμένο ίσαμε τώρα με ιδεολογικά επιστρώματα απλό γεγονός, ότι οι άνθρωποι,
πριν απ’ όλα, πρέπει να τρώνε, να πίνουν, να έχουν κατοικία και να ντύνονται
προτού αρχίσουν να ασχολούνται με την πολιτική, την επιστήμη, την τέχνη, τη
θρησκεία κλπ.
Ότι επομένως η παραγωγή των άμεσων υλικών μέσων
συντήρησης και κατά συνέπεια η κάθε φορά βαθμίδα της οικονομικής ανάπτυξης ενός
λαού, η μιας χρονικής περιόδου, αποτελεί τη βάση, απ’ όπου εξελίχθηκαν οι
κρατικοί θεσμοί, οι αντιλήψεις για το δίκαιο, την τέχνη, ακόμα και οι
θρησκευτικές παραστάσεις των ανθρώπων αυτής της εποχής, τη βάση απ’ όπου
επομένως πρέπει να εξηγηθούν και όχι αντίθετα – όπως συνέβαινε ίσαμε τώρα.
Μα αυτό δεν είναι όλο. Ο Μαρξ ανακάλυψε
επίσης τον ειδικό νόμο κίνησης του σημερινού κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής
και της αστικής κοινωνίας που προέρχονταν απ’ αυτόν. Με την ανακάλυψη της υπεραξίας,
φωτίστηκαν με μιας όλα, ενώ όλες οι προηγούμενες έρευνες, τόσο των αστών
οικονομολόγων, όσο και των σοσιαλιστών κριτικών είχαν πλανηθεί στο σκοτάδι.
Δυό τέτοιες ανακαλύψεις θα ήταν αρκετές για
μια ζωή, και θα ήταν ευτυχής εκείνος που θα αξιωνόταν να κάνει έστω και μια
τέτοια ανακάλυψη. Ο Μαρξ όμως έκανε πρωτότυπες ανακαλύψεις σε κάθε τομέα που
ερεύνησε – ακόμα και στα μαθηματικά – και τέτοιοι τομείς υπήρξαν πάρα πολλοί
και δεν υπάρχει ούτε ένας μέσα σ’ αυτούς που να τον ερεύνησε μόνον επιφανειακά.
Τέτοιος ήταν ο άνθρωπος της επιστήμης.
Αυτό όμως δεν ήταν το βασικό στο έργο του.
Η επιστήμη ήταν για τον Μαρξ μια ιστορία κινητήρια, επαναστατική δύναμη. Όσο
μεγάλη χαρά κι αν αισθανόταν για κάθε νέα ανακάλυψη σε οποιαδήποτε θεωρητική
επιστήμη, που δε μπορούσε ίσως να προβλεφθεί ακόμα καθόλου η πρακτική της
εφαρμογή – αισθανόταν μια εντελώς αλλιώτικη χαρά όταν επρόκειτο για μια
ανακάλυψη που επιδρούσε αμέσως επαναστατικά στη βιομηχανία και γενικά στην
ιστορική εξέλιξη. Έτσι παρακολούθησε επισταμένα την πορεία των ανακαλύψεων στον
τομέα του ηλεκτρισμού και τελευταία τις ανακαλύψεις του Μαρκ Ντεπρέ.
Γιατί ο Μαρξ ήταν προπάντων επαναστάτης. Ο
πραγματικός σκοπός της ζωής του ήταν να βοηθήσει με έναν οποιοδήποτε τρόπο στην
ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και των κρατικών θεσμών που έχει
δημιουργήσει, να πάρει μέρος στην απελευθέρωση του σύγχρονου προλεταριάτου, που
αυτός του έδωσε για πρώτη φορά τη συνείδηση της θέσης του και των αναγκών του,
τη συνείδηση των όρων της χειραφέτησής του.
Ο αγώνας ήταν το στοιχείο του. Και
αγωνίστηκε με πάθος, με επιμονή, με επιτυχία, όσο λίγοι. Η πρώτη “Εφημερίδα του
Ρήνου” 1842, το παρισινό “Φόρβερτς” 1844 (σ.σ. “Vorwarts” “Εμπρός” –
ριζοσπαστική εφημερίδα που έβγαινε στα γερμανικά στο Παρίσι το 1844 από
γερμανούς σοσιαλιστές φυγάδες, ένας από τους συνεργάτες της ήταν και ο Μαρξ),
“Η Γερμανική εφημερίδα των Βρυξελλών” 1847, “Η Νέα εφημερίδα του Ρήνου”
1848-49, “Το Βήμα της Νέας Υόρκης” από το 1852 έως το 1861 – και χώρια ένα
πλήθος από μαχητικά βιβλιαράκια, δουλειά σε συλλόγους στο Παρίσι, στις
Βρυξέλλες και στο Λονδίνο, έως ότου ήρθε τελικά σαν στεφάνωμα του συνόλου, η
μεγάλη “Διεθνής των Εργατών” – αληθινά ένα ακόμα αποτέλεσμα, που γι’
αυτό μπορούσε να περηφανεύεται ο δημιουργός του – κι αν ακόμα δεν είχε κάνει
τίποτε άλλο.
Να γιατί είχαν μισήσει και συκοφαντήσει τον
Μαρξ περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο της εποχής του. Τον απέλαυναν
κυβερνήσεις απολυταρχικές και δημοκρατικές. Αστοί, συντηρητικοί και
δημοκράτες των άκρων συναγωνίζονταν αναμεταξύ τους ποιος θα τον δυσφημήσει
περισσότερο. Όλα αυτά τα παραμέριζε σαν να ήταν ιστός αράχνης, δεν τους έδινε
σημασία και δεν απαντούσε παρά μόνο σε μεγάλη ανάγκη.
Και πέθανε τιμημένος, αγαπημένος, τον
κλάψανε εκατομμύρια επαναστάτες συνεργάτες του, που κατοικούν σ’ όλη την Ευρώπη
και την Αμερική, από τα ορυχεία της Σιβηρίας έως την Καλιφόρνια. Και τολμώ να
πω: μπορεί να είχε πολλούς αντιπάλους, όμως δύσκολο είναι να πούμε πως είχε
έστω και έναν προσωπικό εχθρό.
Το όνομά του και το έργο του θα ζήσουν στους αιώνες!»
(Πηγή: Ομιλία στον τάφο του Καρλ Μαρξ,
«Μαρξ – Ένγκελς
Διαλεχτά Έργα» τόμος Α)
Ήταν ο Ένγκελς, επίσης, που σε μια αξεπέραστη εκδήλωση
έκφρασης του δικού του μεγαλείου, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Μαρξ, δίνει
την οριστική απάντηση στο «γιατί αποκαλείται “μαρξισμός”» μια θεωρία που
φέρει και τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα.
Μιλώντας για αυτό το θέμα και δίνοντας με ακρίβεια το
περίγραμμα της ιδιαίτερης συνεισφοράς του Μαρξ σε ό,τι αποκαλείται «μαρξισμός»,
σημείωνε:
«Ας μου επιτραπεί εδώ μια προσωπική
διασάφηση. Τελευταία μίλησαν πολλές φορές για τη συμβολή μου σ’ αυτήν τη
θεωρία, κι έτσι δεν μπορώ να μην πω εδώ τα λίγα εκείνα λόγια που εξαντλούν το
ζήτημα.
Δεν μπορώ ούτε ο ίδιος ν’ αρνηθώ ότι, πριν
και στο διάστημα της σαραντάχρονης συνεργασίας μου με το Μαρξ, έχω κι εγώ
κάποιο ανεξάρτητο μερτικό στο θεμέλιωμα της θεωρίας, και ιδιαίτερα στην
επεξεργασία της.
Όμως το μεγαλύτερο μέρος από τις
κατευθυντήριες βασικές ιδέες, ιδιαίτερα στον οικονομικό και ιστορικό τομέα και
ειδικά η τελική αυστηρή τους διατύπωση ανήκουν στο Μαρξ. Εκείνο που πρόσφερα
εγώ- αν εξαιρέσουμε βέβαια μερικούς ειδικούς κλάδους- μπορούσε βέβαια να τόχε
κάνει ο Μαρξ χωρίς εμένα. Ό,τι έδωσε ο Μαρξ, δεν θα τα κατάφερνα εγώ μοναχός.
Ο Μαρξ στεκόταν πιο ψηλά, έβλεπε πιο
μακριά, και το βλέμμα του αγκάλιαζε περισσότερα και ταχύτερα απ’ όλους εμάς
τους άλλους. Ο Μαρξ ήταν μεγαλοφυΐα, εμείς οι άλλοι το πολύ- πολύ νάμαστε
ταλέντα. Χωρίς αυτόν η θεωρία δεν θάταν σήμερα καθόλου αυτή που είναι. Γι’ αυτό
δίκαια φέρνει το όνομά του».
(Πηγή: Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής
γερμανικής φιλοσοφίας, «Μαρξ – Ένγκελς Διαλεχτά Έργα», τόμος Β)
Ο Καρλ Μαρξ τάραξε τα ύδατα επειδή ακριβώς έδειξε με
το έργο του – και χωρίς ποτέ ο ίδιος να το ισχυριστεί για το εαυτό του – ότι
πριν από αυτόν «οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον
κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε».
Ο Μαρξ, παρά την εξόχως αντιμαρξιστική ανάγνωσή του
από εχθρούς και «φίλους» ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι αυτή η «αλλαγή» είναι
προδιαγεγραμμένη.
Καταδεικνύοντας τον εγγενή χαρακτήρα των οικονομικών
κρίσεων του καπιταλισµού προσέφερε ταυτόχρονα όλα εκείνα τα εργαλεία της
λογικής που µπορούν να µας κάνουν να δούµε πως ο καπιταλισµός έχει τη
δυνατότητα να αναπαράγεται µέσα από την καταστροφική και απάνθρωπη λειτουργία
του.
Και είναι λόγω ακριβώς της αναπαραγωγής αυτής της
«κανιβαλικής» φύσης του καπιταλισµού που ο Μαρξ μίλησε για την ιστορική
αναγκαιότητα της ανατροπής αυτού του συστήµατος.
Αυτή η ανατροπή εξηγούσε – με επιμονή – ο Μαρξ δεν θα
επέλθει σαν απότοκο κάποιου τεχνοκρατικού ντετερµινισµού. Δεν θα αποτελέσει το
επιστέγασμα μιας «χιλιαστικού» τύπου αναμονής. Θα επέλθει μόνο ως αποτέλεσµα
της πολιτικής δράσης των καταπιεσμένων στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων.
Το συµπέρασµά του, δηλαδή, είναι κάπως πιο σύνθετο
απ’ όσα αντιλαμβάνονται οι κατά καιρούς «προικισµένοι» επικριτές του. Ανάμεσά
τους κι εκείνοι που προφανώς δεν συγκαταλέγονται σε όσους απευθυνόταν ο Μαρξ
ήδη από τον πρόλογο του «Κεφαλαίου», όταν σηµείωνε ότι η κατανόηση του
έργο του προϋπέθετε «φυσικά αναγνώστες που θέλουν να µάθουν κάτι το
καινούριο και εποµένως να σκεφτούν και οι ίδιοι».
Σε αντίθεση, λοιπόν, µε όσα ισχυρίζονται για τον Μαρξ
όσοι του αποδίδουν µια «χιλιαστική» αντίληψη περί «αυτόµατης κατάρρευσης του
καπιταλισµού», είναι ο Μαρξ που (στον Τρίτο τόµο του «Κεφαλαίου») δείχνει
όλες τις µορφές για το πώς είναι δυνατό, µέσα από την καπιταλιστική κρίση, να
ανατροφοδοτείται το ίδιο το σύστηµα.
Εκεί είναι που καταγράφει το πώς αυτή η δοµική για
τον καπιταλισµό ροπή προς την κρίση γεννά – λόγω ακριβώς της κρίσης και µέσα
από αυτήν – µια σειρά από αντίρροπες κοινωνικές διεργασίες και οικονοµικές
εξελίξεις.
Εξελίξεις που αφενός καταδεικνύουν τη δυνατότητα του συστήµατος να επιβιώνει, αλλά αφετέρου αποδεικνύουν το γιατί είναι κοινωνικά επιβεβληµένο, και µ’ αυτή την έννοια είναι κατορθωτό – ότι υπάρχουν δηλαδή οι υλικές προϋποθέσεις – το σύστηµα αυτό να ανατραπεί.
Ως εκ τούτου, ο Μαρξ δεν έχει καµία ευθύνη για το τι
καταλαβαίνουν ορισµένοι από όσα διαβάζουν (αν τα διαβάζουν). Εκείνοι όµως που
καταλαβαίνουν όσα διαβάζουν µπορούν να επιβεβαιώσουν ότι:
«(…) τον καπιταλισµό τον χαρακτηρίζει, από τη µια µεριά, η τάση απεριόριστης διεύρυνσης της παραγωγικής κατανάλωσης, απεριόριστης διεύρυνσης της συσσώρευσης και της παραγωγής, και από την άλλη η προλεταριοποίηση των λαϊκών µαζών, που βάζει αρκετά στενά όρια στη διεύρυνση της ατοµικής κατανάλωσης (…).
Είναι αυτονόητο ότι θα ήταν χοντροκοµµένο λάθος αν απ’
αυτή την αντίφαση του καπιταλισµού (ή από τις άλλες αντιφάσεις του) βγάζαµε το
συµπέρασµα ότι ο καπιταλισµός δεν µπορεί να υπάρξει (…).
Η αντίθεση αυτή δεν σηµαίνει ότι δεν µπορεί να υπάρχει καπιταλισµός, σηµαίνει όµως ότι είναι ανάγκη να γίνει πέρασµα από τον καπιταλισµό σε µια ανώτερη µορφή (…) η ύπαρξη αντίθεσης ανάµεσα στην κατανάλωση και στην παραγωγή, ανάµεσα στην τάση του καπιταλισµού να αναπτύσσει απεριόριστα τις παραγωγικές δυνάµεις και στον περιορισµό αυτής της τάσης από την προλεταριακή κατάσταση, από την αθλιότητα και την ανεργία του λαού, είναι στην περίπτωση αυτή ολοφάνερη» (Λένιν, Άπαντα, τόµος 4, σελ. 51, 164, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή).
Ο Μαρξ έδωσε τα οικονομικά, φιλοσοφικά, ιστορικά και
πολιτικά εργαλεία με τα οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια κοινωνία όπου «η
ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός (θα) είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη
όλων», μια κοινωνία που «ο πραγµατικός πλούτος (θα) είναι η ανάπτυξη της
κοινωνικής ατοµικότητας».
Η μεγαλοφυΐα του Μαρξ δεν βρίσκεται μόνο στο ότι
«είδε» τη δυνατότητα αυτής της «άλλης» κοινωνίας, αλλά και ότι την θεμελίωσε
επιστημονικά. Μια κοινωνία που η σηµερινή ασύλληπτη ανάπτυξη της τεχνολογίας
και της επιστήµης την κάνει περισσότερο «ορατή» από ποτέ, όπως µεγαλοφυώς το
είχε περιγράψει ο Αριστοτέλης:
«Αν κάθε όργανο», έλεγε, «µπορούσε να κάνει τη
δουλειά του, διατασσόµενο ή προαισθανόµενο από µόνο του όπως λέγεται για τα αγάλµατα
του ∆αιδάλου ή τους τρίποδες του Ηφαίστου (…) αν λοιπόν οι σαΐτες ύφαιναν µόνες
τους και τα πλήκτρα έκρουαν µόνα τους τις χορδές της κιθάρας, τότε ούτε οι
αρχιτεχνίτες θα είχαν ανάγκη από βοηθούς ούτε οι αφέντες από δούλους»(Αριστοτέλης,
Πολιτικά I).
Αυτό δηλαδή που ισχυρίζεται ο Μαρξ, και το οποίο
επιβεβαιώνεται µέσα από τις διαρκείς καπιταλιστικές κρίσεις, είναι ότι τελικά
µόνο σε αυτή την «άλλη κοινωνία», στην κοµµουνιστική κοινωνία, υπάρχει η ελπίδα
της απελευθέρωσης από τον καταναγκασµό.
Στην κοινωνία όπου
«η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός (θα) είναι η προϋπόθεση
για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων»(4)
Σε µια τέτοια κοινωνία
«το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει εκεί που
σταµατά η αναγκαιότητα, εκεί που η εργασία δεν µετατρέπεται σε εµπόρευµα, αλλά
αποτελεί αυτοσκοπό και µέσο για να εκφράσει ο άνθρωπος τις πλούσιες
δηµιουργικές του ικανότητες. Όταν η αναγκαστική εργασία αντικατασταθεί από τη
δηµιουργική εργασία, όταν η ελευθερία του ενός ατόµου γίνει όρος και προϋπόθεση
για την ελευθερία των άλλων ατόµων, τότε, µέσα στο κλίµα της γενικής
ελευθερίας, που είναι η ουσία της ανθρώπινης φύσης, θα κάνει την εµφάνισή του ο
καινούριος τύπος του ολοκληρωµένου ανθρώπου» (5)
Πώς, όμως, θα γίνει αυτό; Πώς ο ξεπερασµένος ιστορικά
καπιταλισµός της κοινωνικής οπισθοδρόµησης, της κρίσης και της παρακµής, θα
σταθεί δυνατό να ξεπεραστεί και πολιτικά, αφού ακριβώς αυτό είναι το ζήτηµα της
πολιτικής πάλης στην οποία αφιέρωσε τη ζωή του και τη σκέψη του ο Μαρξ;
Όχι, φυσικά, µε την προσµονή ότι ο καπιταλισμός θα
«παραιτηθεί» ή ότι θα «αποχωρήσει» οικειοθελώς. Αλλά με την ταξική πάλη. Που
ανώτερη μορφή της είναι ο πολιτικός αγώνας. Και που οι καταπιεσμένοι, για να
έχουν την δυνατότητα να υπερισχύσουν των καταπιεστών τους σε αυτόν τον πολιτικό
αγώνα, έχουν ένα και μόνο δρόμο, τον οποίο ο – «ολοζώντανος» – Μαρξ ανέλυε ήδη
από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο»: Να τον διεξάγουν μέσα από το δικό τους
κόμμα. Τόσο… «απλά».
1.Πολ Κρεγκ Ρόµπερτς, υπουργός Οικονοµικών των ΗΠΑ επί
προεδρίας Ρίγκαν, περιοδικό Counter Punch, Τα Νέα, 9.10.2010.
2.Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 622, εκδ.
Σύγχρονη Εποχή.
3.Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 885, εκδ.
Σύγχρονη Εποχή.
4.Μαρξ – Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κοµµουνιστικού
Κόµµατος, σελ. 48, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
5.Από το «Νεανικά δοκίµια», Καρλ Μαρξ, Οικονοµικά και
Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, σελ. 3, εκδόσεις Γλάρος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου