Πηγή: rizospastis.gr
Στο πρόσφατο άρθρο του για τη ΔΕΗ, που «άναψε τα
αίματα» εντός και εκτός κυβέρνησης, ο νυν υπουργός Εσωτερικών, Π. Σκουρλέτης,
γράφει μια φράση - κλειδί: «Δεν είμαι οπαδός παρωχημένων αντιλήψεων, που δεν
αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην ευρωπαϊκή αγορά Ενέργειας, της
οποίας είμαστε αναπόσπαστο μέλος, ούτε υπερασπίζομαι μονοπωλιακές καταστάσεις
και ξεπερασμένα μοντέλα περασμένων δεκαετιών, ούτε όμως θεωρώ πως η κυβέρνησή
μας δεν θα πρέπει να αντιταχθεί στον επιχειρούμενο κανιβαλισμό της ΔΕΗ».
Τι λέει στην πραγματικότητα; Οτι αναγνωρίζει την ανάγκη να
προσαρμοστεί η Ελλάδα στις κατευθύνσεις για την απελευθέρωση της αγοράς
Ενέργειας, που προβλέπεται από τις σχετικές οδηγίες και αποφάσεις της ΕΕ, αλλά
εκφράζει «επιφυλάξεις» για τον τρόπο που θα γίνει αυτό, σηκώνοντας τάχα
«αντιμνημονιακές» κορόνες για να δώσει άλλοθι συνολικά στην αντιλαϊκή πολιτική
του ΣΥΡΙΖΑ.
Η απελευθέρωση, που δεν προέκυψε βέβαια από τα μνημόνια,
πρακτικά σημαίνει παραπέρα μείωση του μεριδίου της ΔΕΗ ΑΕ στην παραγωγή του
ρεύματος (και στη διανομή, μέσω θυγατρικών της), προς όφελος ανταγωνιστικών
επιχειρήσεων, πολιτική που υλοποιούν όλες ανελλιπώς οι κυβερνήσεις από το 1992
και έπειτα. Θυμίζουμε ότι και η συνδικαλιστική πλειοψηφία της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, που
σήμερα εμφανίζεται να ξιφουλκεί ενάντια στην κυβέρνηση, στήριξε με συνέπεια την
πολιτική της απελευθέρωσης, ιδιαίτερα μετά το 1999, όταν έγιναν τα πιο
αποφασιστικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το ίδιο κάνει και η σημερινή κυβέρνηση, με τη διαφορά ότι
στη φάση που βρίσκεται η αγορά της Ενέργειας στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά,
παρουσιάζει στο λαό ως «δίλημμα» αν η απελευθέρωση θα συνεχιστεί με διακριτή
κρατική παρουσία στο μετοχολόγιο της ΔΕΗ ΑΕ ή με διεύρυνση της συμμετοχής άλλων
ανταγωνιστικών επιχειρήσεων κυρίως στην παραγωγή του ρεύματος, με την πώληση
υδροηλεκτρικών και θερμοηλεκτρικών εργοστασίων, όπως συζητιέται στο πλαίσιο της
διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη «αξιολόγηση».
***
Η συζήτηση αυτή, βέβαια, καθόλου δεν αφορά τα
πραγματικά συμφέροντα των εργαζομένων στη ΔΕΗ και του λαού, αφού η ΔΕΗ ΑΕ, και
στη σημερινή της μορφή, λειτουργεί με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, έχει
κάνει ουσιαστικές προσαρμογές στο καθεστώς της απελευθέρωσης, με ανάλογες
παρεμβάσεις - μειώσεις σε μισθούς, ασφαλιστικά δικαιώματα και εργασιακές
σχέσεις και βέβαια με αύξηση της τιμής του ρεύματος για τα λαϊκά νοικοκυριά.
Ταυτόχρονα, η ΔΕΗ ΑΕ συμπράττει με άλλες ηλεκτροπαραγωγούς
εταιρείες που χρησιμοποιούν το φυσικό αέριο, την ηλιακή και την αιολική
ενέργεια, αγοράζοντας σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές και διανέμοντας μέσα από το
δίκτυο θυγατρικής της το παραγόμενο ρεύμα. Είναι φανερό ότι η συζήτηση για το
μέλλον της ΔΕΗ παίρνει σοβαρά υπόψη τους ανταγωνισμούς ανάμεσα στην ίδια και
στις ηλεκτροπαραγωγούς εταιρείες, που συμμετέχουν στη διαμόρφωση των αναλογιών
στο «ενεργειακό μείγμα» της χώρας, με δεδομένη την κατεύθυνση της ΕΕ για μείωση
της ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμη ύλη το λιγνίτη, που θεωρείται ιδιαίτερα
ρυπογόνος.
Σχετίζεται, επίσης, με τις κόντρες επιχειρηματικών ομίλων
από ενεργοβόρους κλάδους της βιομηχανίας που προσδοκούν σε προνομιακή
μεταχείριση από μια ΔΕΗ με ισχυρή κρατική παρουσία, στο όνομα «αναπτυξιακών
πολιτικών» που σχεδιάζει το κράτος, για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και
της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Είναι φανερό ότι τα «σπασμένα» που
προκύπτουν για τη ΔΕΗ ΑΕ από την πολιτική κρατικής στήριξης άλλων κλάδων της
οικονομίας, με εκπτώσεις και προνομιακές ρυθμίσεις, φορτώνονται στο λαό με
αυξήσεις στα τιμολόγια, σαφάρι για την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών από λαϊκά
νοικοκυριά που αδυνατούν να πληρώσουν, διακοπές ρεύματος και άλλα.
***
Αναμενόμενο είναι, επίσης, ότι σε μια πιο απελευθερωμένη
αγορά Ενέργειας, όπου περιορίζεται κι άλλο ο ρόλος του κράτους στη διαχείριση
της παραγωγής και της διανομής του ρεύματος, ο διαμοιρασμός τέτοιων προνομίων
και εκπτώσεων ανάμεσα σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις καθίσταται πλέον πιο
δύσκολος. Γι' αυτό η κυβέρνηση, τουλάχιστον στην πρώτη θητεία της, προέκρινε
την απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας μέσω συμπράξεων της ΔΕΗ ΑΕ με άλλα
ανταγωνιστικά κεφάλαια, αντί της πώλησης σ' αυτά παραγωγικών μονάδων,
κοιτασμάτων λιγνίτη και δικτύων μεταφοράς.
Μια τέτοια πολιτική, που παρουσιαζόταν ως «εναλλακτική» από
την κυβέρνηση, κανένα όφελος δεν έχει για τους εργαζόμενους και το λαό.
Αντίθετα, εξασφαλίζει ως ένα βαθμό τη «ρυθμιστική» παρουσία του κράτους στην
παραγωγή και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, προς όφελος επιχειρηματικών
ομίλων σε άλλους τομείς της οικονομίας, εντείνοντας παράλληλα την ενεργειακή
φτώχεια για τα λαϊκά στρώματα. Οι εκπτώσεις και τα κοινωνικά τιμολόγια της ΔΕΗ
ΑΕ δεν είναι παρά το προκάλυμμα αυτής της άγριας πολιτικής, στο πλαίσιο της
λεγόμενης «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης», που εφαρμόζουν οι μονοπωλιακοί
όμιλοι.
Ο σοβαρότερος λόγος, όμως, για τον οποίο γίνεται
κλοτσοσκούφι γύρω από τη ΔΕΗ και την παραπέρα απελευθέρωση της αγοράς
Ενέργειας, είναι τα τεράστια συμφέροντα και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε
συσσωρευμένα κεφάλαια που αναζητούν διέξοδο στην αγορά της Ελλάδας, με προσανατολισμό
κυρίως τις εξαγωγές, μέσα από τη διασύνδεση των δικτύων που προβλέπεται από τις
κατευθύνσεις στην ΕΕ.
Το κερδοφόρο αυτό πεδίο για τα μονοπώλια δεν συνδέεται μόνο
με το ποιος θα βάλει στο χέρι το δίκτυο της διανομής, αλλά και με το πώς θα
διαμορφωθεί στο άμεσο μέλλον ο «ενεργειακός χάρτης» στην Ελλάδα και στην
ευρύτερη περιοχή, με δεδομένα τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Ανατολική
Μεσόγειο και τα ανταγωνιστικά σχέδια που υπάρχουν για τη μεταφορά του στην
Ευρώπη, μέσω και της Ελλάδας. Επίσης, με το ποια μορφή θα πάρει η αναλογία στο
μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα (λιγνίτης - φυσικό αέριο - ΑΠΕ), για το
οποίο μίλησε πρόσφατα και ο Γ. Σταθάκης, παρουσιάζοντας τους πυλώνες της
ενεργειακής πολιτικής της κυβέρνησης.
Είναι φανερό, επομένως, ότι πίσω από την κόντρα για την
πώληση μονάδων της ΔΕΗ κρύβονται πολύ περισσότερα, με έναν κοινό όμως
παρονομαστή: Τις κόντρες ανάμεσα σε ισχυρά μονοπωλιακά συμφέροντα, που
υπερβαίνουν τη μικρή εσωτερική αγορά της Ελλάδας και προμηνύουν για το λαό
ακριβότερο ρεύμα και για τους εργαζόμενους χειρότερους μισθούς και όρους
εργασίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα επιτευχθεί τελικά η παραπέρα
απελευθέρωση της αγοράς Ενέργειας.
Ο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου