Πηγή: eksegersi.gr
«Μετά την αμνήστευση των πολιτικών, ζήτημα είναι αν καθίσουν
καν στο σκαμνί οι Βατοπεδινοί. Και αν καθίσουν, δεν πρόκειται να
καταδικαστούν». Ετσι κλείναμε άρθρο μας με τίτλο «Αθλιο κλείσιμο ενός άθλιου
σκανδάλου», στις 23 Οκτώβρη του 2010. Εξίμισι χρόνια μετά, η… προφητεία
επαλεθεύτηκε. Με την αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για
τα μη πολιτικά πρόσωπα που κατηγορήθηκαν, το σκάνδαλο του Βατοπεδίου έκλεισε με
ένα δικαστικό σκάνδαλο. Ενα δικαστικό σκάνδαλο που επέτρεψε στον Καραμανλή, τον
Ρουσόπουλο, αλλά και τα στελέχη της σημερινής ηγετικής ομάδας της ΝΔ να
εμφανιστούν με θράσος και να υποστηρίξουν ότι ουδέποτε υπήρξε σκάνδαλο του
Βατοπεδίου, αλλά όλα ήταν μια… σκευωρία! Ο λαός μας έχει μερικές παροιμίες γι’
αυτές τις περιπτώσεις, αλλά η χρήση τους… εμπίπτει στο νόμο περί Τύπου.
Το δικαστήριο δέχτηκε την αθωωτική πρόταση της εισαγγελέα, που ισχυρίστηκε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο να τελέσουν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται. Οι δύο καλόγεροι πίστευαν ακράδαντα (αυτά κάνει η μεγάλη πίστη στο Θεό!), ότι η λίμνη Βιστωνίδα και οι παραλίμνιες εκτάσεις τους ανήκουν, ενώ δεν επηρέασαν τους υπηρεσιακούς παράγοντες προκειμένου να εκδώσουν τις γνωστές αποφάσεις, διότι οι τελευταίοι εφάρμοσαν κυβερνητικές αποφάσεις. Προκειμένου να αθωώσουν τους Βατοπεδινούς, οι δικαστές έριξαν το μπαλάκι στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, οι ευθύνες των οποίων φυσικά δε διερευνήθηκαν, διότι εμπίπτουν στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
♦ Κ. Καραμανλής (6.12.2008): «Γνωρίζω ότι από όσα σκανδαλώδη έγιναν στο Βατοπέδι οι πολίτες έχουν πληγωθεί».
♦ Κ. Καραμανλής (21.3.2017): «Η σημερινή απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης αποκαλύπτει το μέγεθος της αθλιότητας στην υπόθεση του. Αποκαλύπτει τις μεθοδεύσεις που μετήλθαν ύποπτα και ταπεινά συμφέροντα, ιδιωτικά και μικροπολιτικά, για να σκηνοθετήσουν τη σκευωρία».
Η σύγκριση ανάμεσα στις δυο αυτές δηλώσεις του Καραμανλή, που τις χωρίζουν περισσότερα από οχτώ χρόνια, είναι χαρακτηριστικά όχι μόνο για το χαρακτήρα, την ποιότητα και την πρακτική πολιτική δράση του δεξιού πολιτικού, αλλά και για το σκανδαλώδη χαρακτήρα της αθωωτικής δικαστικής απόφασης.
Το Δεκέμβρη του 2008, μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, ο Καραμανλής κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες να απαλλάξει τους υπουργούς του (και τον εαυτό του, γιατί οι υπουργοί ενεργούσαν με εντολές δικές του και της καμαρίλας που είχε γύρω του στο μέγαρο Μαξίμου) από τις κατηγορίες για εμπλοκή στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Ελεγε, λοιπόν, μεταξύ των άλλων: «Αναγνωρίζω ότι οφείλουμε να έχουμε ισχυρότερα ανακλαστικά, να είμασταν περισσότερο υποψιασμένοι σε υστερόβουλες επιδιώξεις. Αναγνωρίζω ότι χρόνιες παθογένειες του κράτους διευκόλυναν τα όσα διαδραματίστηκαν».
Η αναφορά σε «υστερόβουλες επιδιώξεις» είναι ο ορισμός του δόλου. Ενός δόλου που ο Καραμανλής αποδίδει στους Ρασπούτιν του Βατοπεδίου και σε υπηρεσιακούς παράγοντες, περιορίζοντας την… αυτοκριτική του στην έλλειψη… ισχυρών ανακλαστικών (του έπεφταν βαριά τα κεμπάπ και ναρκωνόταν ο άνθρωπος…). Οι δικαστές, όμως, δεν «μπόρεσαν» να διακρίνουν δόλο ούτε στους Βατοπεδινούς ούτε στους υπηρεσιακούς παράγοντες και τους αθώωσαν όλους. Με την αόριστη φράση ότι εφάρμοζαν κυβερνητική πολιτική απέδωσαν εκ του ασφαλούς τον όποιο δόλο στους πολιτικούς, που είχαν ήδη αμνηστευθεί λόγω παραγραφής.
Ο Καραμανλής πήρε το μπαλάκι από τους δικαστές και με ανακλαστικά εφήβου (έτοιμη την είχε τη δήλωση, φυσικά, γιατί ήξερε τι απόφαση θα βγει) μας την πέταξε στη μούρη, σαν ροχάλα: «δεν υπήρξε σκάνδαλο, όλα ήταν μια σκευωρία». Ολόκληρος ο αστικός μηχανισμός δούλεψε για τη γενική ατιμωρησία. Πρώτα οι πολιτικοί, τώρα οι καλόγεροι, οι υπηρεσιακοί παράγοντες και οι υπόλοιποι.
♦ «Τους λαοπρόβλητους ηγέτες τα ντόπια και ξένα συμφέροντα, οι νταβατζήδες της διαπλοκής, οι λακέδες και τα γιουσουφάκια της ενημέρωσης προσπαθούν να τους εξουδετερώσουν με κάθε τρόπο. Αυτό συνέβη με τον Κώστα Καραμανλή, αυτό συμβαίνει και σήμερα με τον Αλέξη Τσίπρα». Ρέστα έδωσε πάλι ο τέως εισαγγελέας, τέως εισαγγελέας της Αντιτρομοκρατικής, τέως διοικητής της ΕΥΠ/ΚΥΠ και νυν αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος!
Προσωπική επιλογή του Τσίπρα, ακλόνητος στο πόστο του (ενώ ο πανεπιστημιακός Ν. Παρασκευόπουλος πήρε τον πούλο, αφού προηγουμένως κατάφερε να εξευτελίσει το νομικό του έργο), ο Παπαγγελόπουλος έδωσε με τη δήλωσή του το στίγμα της… ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της μη παρέμβασης της κυβέρνησης στο έργο των δικαστών. Σε αντίθεση με κάποιους που θεωρούν ότι υπήρξε παρέμβαση της συγκυβέρνησης των Τσιπροκαμμένων για την ολοκλήρωση του δικαστικού σκανδάλου, εμείς θέλουμε να δηλώσουμε ότι η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου και ειδικά ο υπουργός Δικαιοσύνης και πρώην δικαστικός, πρώην αντιτρομοκρατικάριος και πρώην ΚΥΠατζής, Δ. Παπαγγελόπουλος, σέβονται απόλυτα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και ούτε που θα διανοούνταν ποτέ να κάνουν την παραμικρή παρέμβαση. Συνέβη απλώς ο Παπαγγελόπουλος να θαυμάζει δύο πολιτικούς κολοσσούς, Κωστάκη Καραμανλή και Αλέξη Τσίπρα, και βρήκε την ευκαιρία να ξαναεκφράσει το θαυμασμό του, απ' αφορμή την απαλλακτική δικαστική απόφαση για το Βατοπέδι. Ας πάψουμε… να βλέπουμε παντού δόλο…
♦ Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου το ξεκίνησε η κυβέρνηση Σημίτη και το ολοκλήρωσε η κυβέρνηση Καραμανλή, με την ενεργή στήριξη και βοήθεια υψηλόβαθμων υπηρεσιακών παραγόντων, μερικοί από τους οποίους παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο Tριμελές Eφετείο Kακουργημάτων. Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, αυτοί αθωώθηκαν γιατί δεν είχαν δόλο. Δηλαδή δε γνώριζαν ότι διαπράττουν ποινικά αδικήματα, αλλά εκτέλεσαν εντολές υπουργών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ας ξετυλίξουμε, λοιπόν, το κουβάρι για να δούμε αν γνώριζαν ή όχι οι υπηρεσιακοί παράγοντες ότι οι υπουργικές εντολές είναι παράνομες, όπως ισχυρίστηκε στην πρότασή της η εισαγγελέας και αποδέχτηκε το δικαστήριο. Οσα θα ακολουθήσουν δεν τα λέμε για πρώτη φορά. Τα παρουσιάσαμε καθ’ όλο το διάστημα που ξετυλιγόταν το σκάνδαλο του Βατοπεδίου.
♦ Το 1999, ο τότε υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη, Γ. Δρυς, έκανε δεκτή την 26η Γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας (ΓΣΔΚΑΠ), η οποία αποφασίστηκε το 1998 και με την οποία παρεχόταν βήμα-βήμα στη Μονή Βατοπεδίου η κυριότητα της Λίμνης Βιστωνίδας, του νησιού που βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν και των παραλίμνιων εκτάσεων. Αυτό συνέβη, μολονότι η Βιστωνίδα, το νησί και οι παραλίμνιες εκτάσεις δεν ανήκαν ποτέ στη Mονή Βατοπεδίου. Η τελευταία, όχι μόνο δεν είχε αμφισβητήσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Βιστωνίδας, αλλά το 1930 είχε υπογράψει σύμβαση με το Δημόσιο, με την οποία δίονταν στους καλόγερους ένα μέρος από τα έσοδα που εισέπραττε το Δημόσιο από αλιευτικό συνεταιρισμό που εκμεταλλευόταν τη λίμνη. Για να το πούμε απλά, οι ψαράδες παιδεύονταν για να βγάλουν ένα μεροκάματο να ταΐσουν τις φαμίλιες τους, πλήρωναν ενοίκιο στο κράτος και το κράτος έδινε ένα μέρος απ’ αυτό το ενοίκιο στους καλόγερους, που κάθονταν στο Αγιονόρος «διατελώντες εν νηστεία και προσευχή». Ζήτημα ιδιοκτησίας, όμως, ουδέποτε τόλμησαν να εγείρουν.
Το Σεπτέμβρη του 1999, η Mονή Βατοπεδίου υπέβαλε υπόμνημα στον τότε υπουργό Γεωργίας, Γ. Ανωμερίτη, και αντίγραφό του κοινοποίησε στο ΝΣΚ (Νομικό Συμβούλιο του Κράτους). Με το υπόμνημα ζητούσε να της δοθεί η διαχείριση (και όχι η κυριότητα) της Λίμνης. Οι λόγοι που προέβαλαν οι καλόγεροι ζητώντας την τροποποίηση της παλιάς, βρίσκονταν μέσα στο πλαίσιο της ιδιοκτησίας του Δημοσίου επί της λίμνης, του νησιού και των παραλίμνιων εκτάσεων, και ήταν οι εξής: Τα τελευταία σαράντα χρόνια έχει πέσει κατακόρυφα η ιχθυοπαραγωγή, λόγω της μόλυνσης των υδάτων. Το μοναστήρι διαθέτει άριστο προσωπικό και σε συνεργασία με επιστημονικούς φορείς και αφού στηριχτεί με ευρωπαϊκά κονδύλια, θα εξυγιάνει τη Βιστωνίδα και έτσι θα αυξηθεί η ιχθυοπαραγωγή.
Στις 10 Δεκέμβρη του 1999, η αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου Γεωργίας έστειλε έγγραφο στο ΝΣΚ, με το οποίο από τη μια ενημέρωνε και από την άλλη έθετε μερικά ερωτήματα, με τα οποία δεν αμφισβητούνταν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Βιστωνίδας. Η αρμόδια Διεύθυνση ανέφερε ότι και παλαιότερα η Mονή Βατοπεδίου είχε ζητήσει τη διαχείριση της Λίμνης, αλλά το αίτημά της είχε απορριφθεί. Διέψευδε τον ισχυρισμό των καλογέρων ότι τάχα είχε πέσει η ιχθυοπαραγωγή και αμφισβητούσε ότι η Μονή Βατοπεδίου μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τη Λίμνη και τον αλιευτικό της πλούτο.
Οπως βλέπουμε, από κανέναν δεν είχε τεθεί ζήτημα αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Βιστωνίδας. Απλά, οι καλόγεροι θέλησαν να πάρουν οι ίδιοι τη διαχείριση της Βιστωνίδας για να κονομήσουν περισσότερο. Γι’ αυτό και έβγαλαν τα ράσα και φόρεσαν τις τηβένους των «ειδικών επιστημόνων». Και το ΝΣΚ, σε Ολομέλεια, δεν έθεσε ζήτημα αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με τη Γνωμοδότηση 111/2000. Αυτή τη Γνωμοδότηση, όμως, δεν την έκανε δεκτή ο τότε υπουργός Γεωργίας, Γ. Ανωμερίτης. Η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη είχε δρομολογήσει την παράδοση της Βιστωνίδας στη Μονή Βατοπεδίου, οπότε η Γνωμοδότηση 111/2000 του ΝΣΚ δε βόλευε. Αν την έκανε δεκτή ο υπουργός, θα τους έδενε τα χέρια.
Το 2002, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας (ΓΣΔΚΑΠ) εξέδωσε δύο ακόμα αποφάσεις για τη Βιστωνίδα, αγνοώντας προκλητικά τη Γνωμοδότηση 111/2000 της Ολομέλειας του ΝΣΚ. Στη συνέχεια, ο υφυπουργός Οικονομικών Α. Φωτιάδης, με δύο αποφάσεις, το 2002 και το 2003, ολοκλήρωσε την παράδοση της Βιστωνίδας στη Μονή Βατοπεδίου.
♦ Το 2004, έγινε κυβερνητική εναλλαγή. Από την κυβέρνηση Καραμανλή, η ολοκλήρωση του σκανδάλου του Βατοπεδίου ανατέθηκε στον υφυπουργό Οικονομικών Π. Δούκα και στον υπουργό Γεωργίας Ε. Μπασιάκο. Ο πρώτος αποδέχτηκε μια ακόμα απόφαση του ΓΣΔΚΑΠ, ενώ ο δεύτερος υπέβαλε στο ΝΣΚ ερώτημα για το ιδιοκτησιακό της Λίμνης Βιστωνίδας προκειμένου να εξαφανίσει τη Γνωμοδότηση 111/2000 της Ολομέλειας του ΝΣΚ. Ο Δούκας έβγαλε επιπλέον απόφαση με την οποία έκανε δεκτό το αίτημα της Μονής Βατοπεδίου να μην εκδοθεί η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κομοτηνής για το ιδιοκτησιακό της Βιστωνίδας. Την προσφυγή είχε κάνει η ίδια η Μονή Βατοπεδίου, αλλά επειδή η απόφαση δεν την βόλευε, ζήτησε και πέτυχε να μην εκδοθεί για αρκετά χρόνια.
Μπορεί η Γνωμοδότηση 111/2000 του ΝΣΚ να μην είχε γίνει αποδεκτή, όμως αποτελούσε εμπόδιο για τη μεθόδευση της ανταλλαγής της Βιστωνίδας, του νησιού της και των παραλίμνιων εκτάσεων με φιλέτα ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου. Ετσι, το ΝΣΚ και ιδιαίτερα οι σύμβουλοί του Κρόμπας και Μπότσιος ανέλαβαν να εξαφανίσουν τη Γνωμοδότηση 111/2000 αντικαθιστώντας της με μια νέα Γνωμοδότηση. Ο πρώτος συμμετείχε και στην Ολομέλεια του ΝΣΚ που εξέδωσε ομόφωνα τη Γνωμοδότηση 111/2000. Τότε ήταν σύμβουλος, ενώ το 2005 είχε προαχθεί σε αντιπρόεδρο του ΝΣΚ. Ο δεύτερος ήταν ο εισηγητής. Οι Κρόμπας και Μπότσιος συμμετείχαν και στο Ε’ Τμήμα του ΝΣΚ το οποίο με τη Γνωμοδότηση 161/2008 αποχαρακτήρισε ένα δάσος 8.600 στρεμμάτων στη Χαλκιδική. Ηταν μια προκλητική απόφαση, εκτός των άλλων και γιατί το ΝΣΚ -σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο- δεν έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί για το δασικό ή μη χαρακτήρα διάφορων εκτάσεων.
Η Γνωμοδότηση 15/2005 εκδόθηκε καθ’ υπαγόρευση και ήρθε από τη μια να καταστήσει νεκρό γράμμα τη Γνωμοδότηση 111/2000 και από την άλλη να επικυρώσει τις αποφάσεις του ΓΣΔΚΑΠ, με τις οποίες παραδόθηκε η Βιστωνίδα στους μπίζνεσμαν του Βατοπεδίου. Τέλος, άναψε το πράσινο φως στον υπουργό Γεωργίας Ε. Μπασιάκο για ν’ αρχίσει να εκδίδει αποφάσεις με τις οποίες η ΚΕΔ (Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου) έβαλε μπροστά τη φάμπρικα της ανταλλαγής της Βιστωνίδας με φιλέτα του Δημοσίου (οι περιβόητες «ιερές ανταλλαγές», όπως χαρακτηρίστηκαν τότε).
♦ Χαρίστηκαν πολλά φιλέτα στους καλογέρους, σε ανταλλαγή με τη Βιστωνίδα, της οποίας ουδέποτε υπήρξαν ιδιοκτήτες. Στη συνέχεια, μετά τη θύελλα που ξέσπασε, αναγκάστηκαν αρχικά η κυβέρνηση Καραμανλή και στη συνέχεια η κυβέρνηση Παπανδρέου να αναδιπλωθούν και να παγώσουν τις διαδικασίες υλοποίησης των ανταλλαγών. Κάποια στιγμή εκδόθηκε και η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κομοτηνής, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της Μονής Βατοπεδίου. Η Μονή έκανε προσφυγή στο Εφετείο, το οποίο με την 197/2015 απόφασή του επαναβεβαίωσε ότι ιδιοκτήτης της Λίμνης Βιστωνίδας, του νησιού της και των παραλίμνιων εκτάσεων εξακολουθεί να είναι το ελληνικό δημόσιο.
Πολύ πριν ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων που δίκαζε τους Βατοπεδινούς είχε εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου και ήταν καθαρό για τι σκάνδαλο μιλάμε. Ηταν φανερό πως, όχι μόνο οι παραπεμπόμενοι Βατοπεδινοί, αλλά και πολλοί άλλοι είχαν πλήρη γνώση ότι συντελούνταν ένα μεγάλο σκάνδαλο και δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην ολοκλήρωσή του. Επρεπε, λοιπόν, να έχουμε καταδίκες και όχι αθώωση λόγω… έλλειψης δόλου.
Αυτός ο ισχυρισμός του δικαστικού μηχανισμού προκαλεί τη νοημοσύνη μας. Η αστική Δικαιοσύνη απέδειξε για μια φορά ακόμα ότι αποτελεί στυλοβάτη του καπιταλιστικού συστήματος. Οχι μόνο δεν είναι τυφλή, αλλά τα έχει τετρακόσια. Ξέρει ποιους να χτυπά και ποιους να χαϊδεύει.
Το δικαστήριο δέχτηκε την αθωωτική πρόταση της εισαγγελέα, που ισχυρίστηκε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο να τελέσουν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται. Οι δύο καλόγεροι πίστευαν ακράδαντα (αυτά κάνει η μεγάλη πίστη στο Θεό!), ότι η λίμνη Βιστωνίδα και οι παραλίμνιες εκτάσεις τους ανήκουν, ενώ δεν επηρέασαν τους υπηρεσιακούς παράγοντες προκειμένου να εκδώσουν τις γνωστές αποφάσεις, διότι οι τελευταίοι εφάρμοσαν κυβερνητικές αποφάσεις. Προκειμένου να αθωώσουν τους Βατοπεδινούς, οι δικαστές έριξαν το μπαλάκι στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, οι ευθύνες των οποίων φυσικά δε διερευνήθηκαν, διότι εμπίπτουν στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
♦ Κ. Καραμανλής (6.12.2008): «Γνωρίζω ότι από όσα σκανδαλώδη έγιναν στο Βατοπέδι οι πολίτες έχουν πληγωθεί».
♦ Κ. Καραμανλής (21.3.2017): «Η σημερινή απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης αποκαλύπτει το μέγεθος της αθλιότητας στην υπόθεση του. Αποκαλύπτει τις μεθοδεύσεις που μετήλθαν ύποπτα και ταπεινά συμφέροντα, ιδιωτικά και μικροπολιτικά, για να σκηνοθετήσουν τη σκευωρία».
Η σύγκριση ανάμεσα στις δυο αυτές δηλώσεις του Καραμανλή, που τις χωρίζουν περισσότερα από οχτώ χρόνια, είναι χαρακτηριστικά όχι μόνο για το χαρακτήρα, την ποιότητα και την πρακτική πολιτική δράση του δεξιού πολιτικού, αλλά και για το σκανδαλώδη χαρακτήρα της αθωωτικής δικαστικής απόφασης.
Το Δεκέμβρη του 2008, μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, ο Καραμανλής κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες να απαλλάξει τους υπουργούς του (και τον εαυτό του, γιατί οι υπουργοί ενεργούσαν με εντολές δικές του και της καμαρίλας που είχε γύρω του στο μέγαρο Μαξίμου) από τις κατηγορίες για εμπλοκή στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Ελεγε, λοιπόν, μεταξύ των άλλων: «Αναγνωρίζω ότι οφείλουμε να έχουμε ισχυρότερα ανακλαστικά, να είμασταν περισσότερο υποψιασμένοι σε υστερόβουλες επιδιώξεις. Αναγνωρίζω ότι χρόνιες παθογένειες του κράτους διευκόλυναν τα όσα διαδραματίστηκαν».
Η αναφορά σε «υστερόβουλες επιδιώξεις» είναι ο ορισμός του δόλου. Ενός δόλου που ο Καραμανλής αποδίδει στους Ρασπούτιν του Βατοπεδίου και σε υπηρεσιακούς παράγοντες, περιορίζοντας την… αυτοκριτική του στην έλλειψη… ισχυρών ανακλαστικών (του έπεφταν βαριά τα κεμπάπ και ναρκωνόταν ο άνθρωπος…). Οι δικαστές, όμως, δεν «μπόρεσαν» να διακρίνουν δόλο ούτε στους Βατοπεδινούς ούτε στους υπηρεσιακούς παράγοντες και τους αθώωσαν όλους. Με την αόριστη φράση ότι εφάρμοζαν κυβερνητική πολιτική απέδωσαν εκ του ασφαλούς τον όποιο δόλο στους πολιτικούς, που είχαν ήδη αμνηστευθεί λόγω παραγραφής.
Ο Καραμανλής πήρε το μπαλάκι από τους δικαστές και με ανακλαστικά εφήβου (έτοιμη την είχε τη δήλωση, φυσικά, γιατί ήξερε τι απόφαση θα βγει) μας την πέταξε στη μούρη, σαν ροχάλα: «δεν υπήρξε σκάνδαλο, όλα ήταν μια σκευωρία». Ολόκληρος ο αστικός μηχανισμός δούλεψε για τη γενική ατιμωρησία. Πρώτα οι πολιτικοί, τώρα οι καλόγεροι, οι υπηρεσιακοί παράγοντες και οι υπόλοιποι.
♦ «Τους λαοπρόβλητους ηγέτες τα ντόπια και ξένα συμφέροντα, οι νταβατζήδες της διαπλοκής, οι λακέδες και τα γιουσουφάκια της ενημέρωσης προσπαθούν να τους εξουδετερώσουν με κάθε τρόπο. Αυτό συνέβη με τον Κώστα Καραμανλή, αυτό συμβαίνει και σήμερα με τον Αλέξη Τσίπρα». Ρέστα έδωσε πάλι ο τέως εισαγγελέας, τέως εισαγγελέας της Αντιτρομοκρατικής, τέως διοικητής της ΕΥΠ/ΚΥΠ και νυν αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος!
Προσωπική επιλογή του Τσίπρα, ακλόνητος στο πόστο του (ενώ ο πανεπιστημιακός Ν. Παρασκευόπουλος πήρε τον πούλο, αφού προηγουμένως κατάφερε να εξευτελίσει το νομικό του έργο), ο Παπαγγελόπουλος έδωσε με τη δήλωσή του το στίγμα της… ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της μη παρέμβασης της κυβέρνησης στο έργο των δικαστών. Σε αντίθεση με κάποιους που θεωρούν ότι υπήρξε παρέμβαση της συγκυβέρνησης των Τσιπροκαμμένων για την ολοκλήρωση του δικαστικού σκανδάλου, εμείς θέλουμε να δηλώσουμε ότι η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου και ειδικά ο υπουργός Δικαιοσύνης και πρώην δικαστικός, πρώην αντιτρομοκρατικάριος και πρώην ΚΥΠατζής, Δ. Παπαγγελόπουλος, σέβονται απόλυτα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και ούτε που θα διανοούνταν ποτέ να κάνουν την παραμικρή παρέμβαση. Συνέβη απλώς ο Παπαγγελόπουλος να θαυμάζει δύο πολιτικούς κολοσσούς, Κωστάκη Καραμανλή και Αλέξη Τσίπρα, και βρήκε την ευκαιρία να ξαναεκφράσει το θαυμασμό του, απ' αφορμή την απαλλακτική δικαστική απόφαση για το Βατοπέδι. Ας πάψουμε… να βλέπουμε παντού δόλο…
♦ Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου το ξεκίνησε η κυβέρνηση Σημίτη και το ολοκλήρωσε η κυβέρνηση Καραμανλή, με την ενεργή στήριξη και βοήθεια υψηλόβαθμων υπηρεσιακών παραγόντων, μερικοί από τους οποίους παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο Tριμελές Eφετείο Kακουργημάτων. Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, αυτοί αθωώθηκαν γιατί δεν είχαν δόλο. Δηλαδή δε γνώριζαν ότι διαπράττουν ποινικά αδικήματα, αλλά εκτέλεσαν εντολές υπουργών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ας ξετυλίξουμε, λοιπόν, το κουβάρι για να δούμε αν γνώριζαν ή όχι οι υπηρεσιακοί παράγοντες ότι οι υπουργικές εντολές είναι παράνομες, όπως ισχυρίστηκε στην πρότασή της η εισαγγελέας και αποδέχτηκε το δικαστήριο. Οσα θα ακολουθήσουν δεν τα λέμε για πρώτη φορά. Τα παρουσιάσαμε καθ’ όλο το διάστημα που ξετυλιγόταν το σκάνδαλο του Βατοπεδίου.
♦ Το 1999, ο τότε υφυπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη, Γ. Δρυς, έκανε δεκτή την 26η Γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας (ΓΣΔΚΑΠ), η οποία αποφασίστηκε το 1998 και με την οποία παρεχόταν βήμα-βήμα στη Μονή Βατοπεδίου η κυριότητα της Λίμνης Βιστωνίδας, του νησιού που βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν και των παραλίμνιων εκτάσεων. Αυτό συνέβη, μολονότι η Βιστωνίδα, το νησί και οι παραλίμνιες εκτάσεις δεν ανήκαν ποτέ στη Mονή Βατοπεδίου. Η τελευταία, όχι μόνο δεν είχε αμφισβητήσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Βιστωνίδας, αλλά το 1930 είχε υπογράψει σύμβαση με το Δημόσιο, με την οποία δίονταν στους καλόγερους ένα μέρος από τα έσοδα που εισέπραττε το Δημόσιο από αλιευτικό συνεταιρισμό που εκμεταλλευόταν τη λίμνη. Για να το πούμε απλά, οι ψαράδες παιδεύονταν για να βγάλουν ένα μεροκάματο να ταΐσουν τις φαμίλιες τους, πλήρωναν ενοίκιο στο κράτος και το κράτος έδινε ένα μέρος απ’ αυτό το ενοίκιο στους καλόγερους, που κάθονταν στο Αγιονόρος «διατελώντες εν νηστεία και προσευχή». Ζήτημα ιδιοκτησίας, όμως, ουδέποτε τόλμησαν να εγείρουν.
Το Σεπτέμβρη του 1999, η Mονή Βατοπεδίου υπέβαλε υπόμνημα στον τότε υπουργό Γεωργίας, Γ. Ανωμερίτη, και αντίγραφό του κοινοποίησε στο ΝΣΚ (Νομικό Συμβούλιο του Κράτους). Με το υπόμνημα ζητούσε να της δοθεί η διαχείριση (και όχι η κυριότητα) της Λίμνης. Οι λόγοι που προέβαλαν οι καλόγεροι ζητώντας την τροποποίηση της παλιάς, βρίσκονταν μέσα στο πλαίσιο της ιδιοκτησίας του Δημοσίου επί της λίμνης, του νησιού και των παραλίμνιων εκτάσεων, και ήταν οι εξής: Τα τελευταία σαράντα χρόνια έχει πέσει κατακόρυφα η ιχθυοπαραγωγή, λόγω της μόλυνσης των υδάτων. Το μοναστήρι διαθέτει άριστο προσωπικό και σε συνεργασία με επιστημονικούς φορείς και αφού στηριχτεί με ευρωπαϊκά κονδύλια, θα εξυγιάνει τη Βιστωνίδα και έτσι θα αυξηθεί η ιχθυοπαραγωγή.
Στις 10 Δεκέμβρη του 1999, η αρμόδια Διεύθυνση του υπουργείου Γεωργίας έστειλε έγγραφο στο ΝΣΚ, με το οποίο από τη μια ενημέρωνε και από την άλλη έθετε μερικά ερωτήματα, με τα οποία δεν αμφισβητούνταν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Βιστωνίδας. Η αρμόδια Διεύθυνση ανέφερε ότι και παλαιότερα η Mονή Βατοπεδίου είχε ζητήσει τη διαχείριση της Λίμνης, αλλά το αίτημά της είχε απορριφθεί. Διέψευδε τον ισχυρισμό των καλογέρων ότι τάχα είχε πέσει η ιχθυοπαραγωγή και αμφισβητούσε ότι η Μονή Βατοπεδίου μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τη Λίμνη και τον αλιευτικό της πλούτο.
Οπως βλέπουμε, από κανέναν δεν είχε τεθεί ζήτημα αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Βιστωνίδας. Απλά, οι καλόγεροι θέλησαν να πάρουν οι ίδιοι τη διαχείριση της Βιστωνίδας για να κονομήσουν περισσότερο. Γι’ αυτό και έβγαλαν τα ράσα και φόρεσαν τις τηβένους των «ειδικών επιστημόνων». Και το ΝΣΚ, σε Ολομέλεια, δεν έθεσε ζήτημα αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος με τη Γνωμοδότηση 111/2000. Αυτή τη Γνωμοδότηση, όμως, δεν την έκανε δεκτή ο τότε υπουργός Γεωργίας, Γ. Ανωμερίτης. Η κυβέρνηση του Κ. Σημίτη είχε δρομολογήσει την παράδοση της Βιστωνίδας στη Μονή Βατοπεδίου, οπότε η Γνωμοδότηση 111/2000 του ΝΣΚ δε βόλευε. Αν την έκανε δεκτή ο υπουργός, θα τους έδενε τα χέρια.
Το 2002, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας (ΓΣΔΚΑΠ) εξέδωσε δύο ακόμα αποφάσεις για τη Βιστωνίδα, αγνοώντας προκλητικά τη Γνωμοδότηση 111/2000 της Ολομέλειας του ΝΣΚ. Στη συνέχεια, ο υφυπουργός Οικονομικών Α. Φωτιάδης, με δύο αποφάσεις, το 2002 και το 2003, ολοκλήρωσε την παράδοση της Βιστωνίδας στη Μονή Βατοπεδίου.
♦ Το 2004, έγινε κυβερνητική εναλλαγή. Από την κυβέρνηση Καραμανλή, η ολοκλήρωση του σκανδάλου του Βατοπεδίου ανατέθηκε στον υφυπουργό Οικονομικών Π. Δούκα και στον υπουργό Γεωργίας Ε. Μπασιάκο. Ο πρώτος αποδέχτηκε μια ακόμα απόφαση του ΓΣΔΚΑΠ, ενώ ο δεύτερος υπέβαλε στο ΝΣΚ ερώτημα για το ιδιοκτησιακό της Λίμνης Βιστωνίδας προκειμένου να εξαφανίσει τη Γνωμοδότηση 111/2000 της Ολομέλειας του ΝΣΚ. Ο Δούκας έβγαλε επιπλέον απόφαση με την οποία έκανε δεκτό το αίτημα της Μονής Βατοπεδίου να μην εκδοθεί η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κομοτηνής για το ιδιοκτησιακό της Βιστωνίδας. Την προσφυγή είχε κάνει η ίδια η Μονή Βατοπεδίου, αλλά επειδή η απόφαση δεν την βόλευε, ζήτησε και πέτυχε να μην εκδοθεί για αρκετά χρόνια.
Μπορεί η Γνωμοδότηση 111/2000 του ΝΣΚ να μην είχε γίνει αποδεκτή, όμως αποτελούσε εμπόδιο για τη μεθόδευση της ανταλλαγής της Βιστωνίδας, του νησιού της και των παραλίμνιων εκτάσεων με φιλέτα ιδιοκτησίας Ελληνικού Δημοσίου. Ετσι, το ΝΣΚ και ιδιαίτερα οι σύμβουλοί του Κρόμπας και Μπότσιος ανέλαβαν να εξαφανίσουν τη Γνωμοδότηση 111/2000 αντικαθιστώντας της με μια νέα Γνωμοδότηση. Ο πρώτος συμμετείχε και στην Ολομέλεια του ΝΣΚ που εξέδωσε ομόφωνα τη Γνωμοδότηση 111/2000. Τότε ήταν σύμβουλος, ενώ το 2005 είχε προαχθεί σε αντιπρόεδρο του ΝΣΚ. Ο δεύτερος ήταν ο εισηγητής. Οι Κρόμπας και Μπότσιος συμμετείχαν και στο Ε’ Τμήμα του ΝΣΚ το οποίο με τη Γνωμοδότηση 161/2008 αποχαρακτήρισε ένα δάσος 8.600 στρεμμάτων στη Χαλκιδική. Ηταν μια προκλητική απόφαση, εκτός των άλλων και γιατί το ΝΣΚ -σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο- δεν έχει αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί για το δασικό ή μη χαρακτήρα διάφορων εκτάσεων.
Η Γνωμοδότηση 15/2005 εκδόθηκε καθ’ υπαγόρευση και ήρθε από τη μια να καταστήσει νεκρό γράμμα τη Γνωμοδότηση 111/2000 και από την άλλη να επικυρώσει τις αποφάσεις του ΓΣΔΚΑΠ, με τις οποίες παραδόθηκε η Βιστωνίδα στους μπίζνεσμαν του Βατοπεδίου. Τέλος, άναψε το πράσινο φως στον υπουργό Γεωργίας Ε. Μπασιάκο για ν’ αρχίσει να εκδίδει αποφάσεις με τις οποίες η ΚΕΔ (Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου) έβαλε μπροστά τη φάμπρικα της ανταλλαγής της Βιστωνίδας με φιλέτα του Δημοσίου (οι περιβόητες «ιερές ανταλλαγές», όπως χαρακτηρίστηκαν τότε).
♦ Χαρίστηκαν πολλά φιλέτα στους καλογέρους, σε ανταλλαγή με τη Βιστωνίδα, της οποίας ουδέποτε υπήρξαν ιδιοκτήτες. Στη συνέχεια, μετά τη θύελλα που ξέσπασε, αναγκάστηκαν αρχικά η κυβέρνηση Καραμανλή και στη συνέχεια η κυβέρνηση Παπανδρέου να αναδιπλωθούν και να παγώσουν τις διαδικασίες υλοποίησης των ανταλλαγών. Κάποια στιγμή εκδόθηκε και η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κομοτηνής, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της Μονής Βατοπεδίου. Η Μονή έκανε προσφυγή στο Εφετείο, το οποίο με την 197/2015 απόφασή του επαναβεβαίωσε ότι ιδιοκτήτης της Λίμνης Βιστωνίδας, του νησιού της και των παραλίμνιων εκτάσεων εξακολουθεί να είναι το ελληνικό δημόσιο.
Πολύ πριν ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων που δίκαζε τους Βατοπεδινούς είχε εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου και ήταν καθαρό για τι σκάνδαλο μιλάμε. Ηταν φανερό πως, όχι μόνο οι παραπεμπόμενοι Βατοπεδινοί, αλλά και πολλοί άλλοι είχαν πλήρη γνώση ότι συντελούνταν ένα μεγάλο σκάνδαλο και δέχτηκαν να συμμετάσχουν στην ολοκλήρωσή του. Επρεπε, λοιπόν, να έχουμε καταδίκες και όχι αθώωση λόγω… έλλειψης δόλου.
Αυτός ο ισχυρισμός του δικαστικού μηχανισμού προκαλεί τη νοημοσύνη μας. Η αστική Δικαιοσύνη απέδειξε για μια φορά ακόμα ότι αποτελεί στυλοβάτη του καπιταλιστικού συστήματος. Οχι μόνο δεν είναι τυφλή, αλλά τα έχει τετρακόσια. Ξέρει ποιους να χτυπά και ποιους να χαϊδεύει.
ΚΟΝΤΡΑ: ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 24 ΜΑΡΤΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου