Σαν σήμερα το 1871 γεννιέται η Γερμανίδα κομμουνίστρια
επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ιδρυτικά μέλος της οργάνωσης των Σπαρτακιστών,
από την οποία αργότερα προέκυψε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.
***
Βία και Νομιμότητα
Έτσι με την ευκαιρία, της βελγικής μας ήττας[2] φέρνουνε σε
αντίθεση προς τα «επαναστατικά μέσα», δηλαδή πρώτ’ απ' όλα προς τη βίαιη
επανάσταση, προς τις μάχες των δρόμων με την καθημερινή οργάνωση και μόρφωση
των εργατικών μαζών. Αλλά είναι παράλογο να βάζουμε έτσι το ζήτημα, για τον
απλούστατο λόγο ότι η οργάνωση και η μόρφωση μονάχες τους δεν είναι ακόμα
αγώνας, παρά είναι απλά προπαρασκευαστικά μέσα για τον αγώνα, και σαν τέτοια,
είναι απαραίτητα τόσο στην επανάσταση όσο και σε κάθε άλλη μορφή του εργατικού
αγώνα. Η οργάνωση και η μόρφωση, αυτές καθαυτές, δεν κάνουνε περιττή την
πολιτική πάλη, παρόμοια όπως η δημιουργία συνδικάτων και η είσπραξη των
συνδρομών των μελών δεν κάνουνε περιττούς τους αγώνες για το μεροκάματο και τις
απεργίες...
Στην απόφαση που πήρανε μερικοί ν' αντικαταστήσουνε με την
κοινοβουλευτική μόνο δράση κάθε χρησιμοποίηση της βίας στην προλεταριακή πάλη,
πιο πολύ μας φαίνεται παράξενη η ιδέα τους πως τάχα μια επανάσταση μπορεί να
γίνει αυθαίρετα. Ξεκινώντας από την αντίληψη αυτή πιστεύουν ότι μπορούμε να
κηρύξουμε ή να μην κηρύξουμε τις επαναστάσεις, να τις ετοιμάσουμε ή να τις
αναβάλουμε, φτάνει μόνο να τις θεωρούμε ωφέλιμες ή περιττές ή βλαβερές, πιστεύουν
πώς αποκλειστικά και μόνο από την πεποίθηση πού θα επικρατεί στη
Σοσιαλδημοκρατία εξαρτάται αν θα γίνουν ή δεν θα γίνουν επαναστάσεις στις καπιταλιστικές
χώρες. Όσο πολύ η νομιμόφρων θεωρία του σοσιαλισμού υποτιμάει τη δύναμη του εργατικού
κόμματος σε άλλα ζητήματα, άλλο τόσο την υπερτιμάει σε τούτο το σημείο.
Η ιστορία όλων των επαναστάσεων που ‘γιναν στα περασμένα,
μας δείχνει ότι τα μεγάλα λαϊκά κινήματα δεν είναι καθόλου κανένα αυθαίρετο και
ενσυνείδητο δημιούργημα των λεγομένων «αρχηγών» ή των «κομμάτων» καθώς
φαντάζονται οι αστυνομικοί και οι επίσημοι αστοί ιστοριογράφοι, παρά είναι
αυθόρμητα κοινωνικά φαινόμενα γεννημένα από μια δύναμη φυσική που την πηγή της
την έχει στον ταξικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Η ανάπτυξη της
Σοσιαλδημοκρατίας σε τίποτα δεν άλλαξε τα πράγματα, και ο δικός της ο ρόλος δεν
είναι, να χαράζει νόμους στην ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, αλλά,
αντίθετα, να μπαίνει στην υπηρεσία των νόμων αυτών, να τους χρησιμοποιεί για
τους σκοπούς της. Αν η Σοσιαλδημοκρατία αντιστεκότανε στις επαναστάσεις πού
παρουσιάζονται σαν ιστορική ανάγκη, το μόνο αποτέλεσμα θα ‘ταν να κάμει τη
σοσιαλδημοκρατία από εμπροσθοφυλακή οπισθοφυλακή, εμπόδιο ανίσχυρο στην πάλη
των τάξεων. Μα η πάλη των τάξεων στο τέλος θα θριάμβευε είτε έτσι είτε αλλιώς,
χωρίς τη σοσιαλδημοκρατία, και, αν χρειαζότανε, ενάντιά της.
Φτάνει να καταλάβουμε τα απλά αυτά πράματα για να δούμε ότι
το ζήτημα: επανάσταση ή νόμιμο πέρασμα στο σοσιαλισμό, είναι κυρίως καθαρά ζήτημα
όχι της σοσιαλδημοκρατικής ταχτικής παρά είναι ζήτημα ιστορικής εξέλιξης. Με
άλλα λόγια, βγάζοντας την επανάσταση έξω από την ταξική πάλη του προλεταριάτου,
οι οπορτουνιστές μας αποφθέγγονται ούτε πολύ ούτε λίγο, πως η βία έπαψε να ‘ναι
ένας συντελεστής της νεώτερης ιστορίας. Αυτό είναι το θεωρητικό βάθος του
ζητήματος. Φτάνει να διατυπώσουμε μόνο την ιδέα αυτή για να γίνει ολοφάνερος ο
παραλογισμός της. Η βία από τότε που εμφανίστηκε η αστική «νομιμότητα» ο
κοινοβουλευτισμός, όχι μόνο δεν έπαψε να παίζει έναν ιστορικό ρόλο, παρά είναι
και σήμερα επίσης, όπως και σε όλες τις προηγούμενες εποχές, η βάση της
καθεστώσας πολιτικής τάξης. Το καπιταλιστικό Κράτος στο σύνολό του βασίζεται
στη βία. Η στρατιωτική του οργάνωση είναι αυτή καθαυτή μια αρκετή και
χειροπιαστή απόδειξη. Ο οπορτουνιστικός δογματισμός πρέπει πραγματικά να έχει
θαυματουργά χαρίσματα για να μην το βλέπει αυτό.
Μα κι οι ίδιες ακόμη οι εκδηλώσεις της «νομιμότητας» δίνουν
αρκετές αποδείξεις γι' αυτό. Ή καλύτερα: τι άλλο παρά βία είναι στην ουσία της
ή αστική νομιμότητα: Όταν έναν «ελεύθερο πολίτη», παρά τη θέλησή του, με τον
εξαναγκασμό, τον κλείνει ένας άλλος πολίτης σ' ένα μέρος στενό κι
ακατοίκητο, κι όταν τον κρατάνε εκεί μέσα κάμποσο καιρό, όλοι
καταβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή
θα γίνει δυνάμει ενός ενιαίου βιβλίου, πού λέγεται Ποινικός Νόμος, και το
μέρος αυτό θα ονομασθεί «πρωσσική βασιλική φυλακή», γίνεται αμέσως μια πράξη
ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκασθεί από έναν άλλο, και παρά
τη θέλησή του, στο να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του αυτό είναι
πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομασθεί «στρατιωτική υπηρεσία», ο καλός
πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Αν
ένα πρόσωπο παρά τη θέλησή του το στερήσουν άλλοι από ένα μέρος της ιδιοχτησίας
του και του εισοδήματός του, κανένας δεν θα διστάσει να πει ότι αυτό είναι μια
πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτή η ληστεία θα ονομασθεί «είσπραξη άμμεσων
φόρων», πρόκειται μονάχα για εφαρμογή του νόμου.
Κοντολογής, ότι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική
νομιμότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη από
τα πριν σε επιταχτικό κανόνα. Από τη στιγμή που οι διάφορες πράξεις βίας
καθορίστηκαν σαν υποχρεωτικός κανόνας, το πράμα αντικαθρεφτίζεται από την
ανάποδη στο κεφάλι των αστών νομομαθών καθώς επίσης και στο κεφάλι των
οππορτουνιστών - σοσιαλιστών: η «έννομος τάξις» παρουσιάζεται σαν ένα ανεξάρτητο
δημιούργημα της «δικαιοσύνης» και η βία του Κράτους σαν μια απλή της συνέπεια,
σαν μια «κύρωση» των νόμων. Στην πραγματικότητα η αστική νομιμότητα (και ο
κοινοβουλευτισμός σαν νομιμότητα στο γίνεσθαι) είναι ίσα - ίσα μια ορισμένη
κοινωνική μορφή, που παίρνει η πολιτική βία της μπουρζουαζίας, της βίας που
πάλι φυτρώνει πάνω στο οικονομικό έδαφος της μπουρζουαζίας.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε πώς όλη η θεωρία του νομιμόφρονος
σοσιαλισμού είναι καθαρή φαντασιοκοπία. Ενώ οι άρχουσες τάξεις στηρίζονται σε
κάθε ενέργειά τους στη βία, μόνο το προλεταριάτο θα έπρεπε να αρνηθεί μονομιάς
και για πάντα τη χρησιμοποίηση της βίας στην πάλη του ενάντια σ' αυτές τις
τάξεις. Ποιό λοιπόν τρομερό σπαθί θα χρησιμοποιήσει για να ανατρέψει τη βία
που κυβερνάει; Την ίδια εκείνη νομιμότητα που δίνει στη βία της μπουρζουαζίας
τη σφραγίδα του επιταχτικού και παντοδύναμου κοινωνικού κανόνα.
Το πεδίο της αστικής νομιμότητας του κοινοβουλευτισμού
είναι όχι μόνο πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστικής τάξης, μα και πεδίο μάχης,
όπου συγκρούονται οι ανταγωνισμοί του προλεταριάτου με τη μπουρζουαζία. Μα
όπως η «έννομος τάξις» για τη μπουρζουαζία δεν είναι άλλο τίποτα παρά έκφραση
της δικής της βίας, έτσι και η κοινοβουλευτική πάλη, για το προλεταριάτο δεν
είναι άλλο τίποτα παρά η τάση του να ανεβάσει στην εξουσία τη δική του βία. Αν
πίσω από τη νόμιμη και κοινοβουλευτική μας δράση δεν υπάρχει ή βία της
εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σε ενέργεια μόλις χρειαστεί, η κοινοβουλευτική
δράση της Σοσιαλδημοκρατίας καταντάει παιγνίδι τόσο έξυπνο όσο και το
κουβάλημα νερού με το κόσκινο. Οι ερασιτέχνες του ρεαλισμού πού δεν κουράζονται
να φωνάζουν για τις «θετικές επιτυχίες» της κοινοβουλευτικής δράσης της
Σοσιαλδημοκρατίας για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και
σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα, δε βλέπουνε καθόλου ότι οι επιτυχίες
αυτές, και οι ποιο παραμικρές, δεν είναι παρά τα αποτελέσματα της αόρατης και
λανθάνουσας δράσης της βίας.
Ύστερα η νομιμότητα αποδείχνεται ότι είναι προϊόν του
συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται, και πάντα
ταλαντεύεται. Η Βαυαρία, η Σαξονία, το Βέλγιο και η Γερμανία μας δίνουν αρκετά
πρόσφατα παραδείγματα που αποδείχνουν ότι οι κοινοβουλευτικές συνθήκες της
πολιτικής πάλης παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την μπουρζουαζία, διατηρούνται
ή ξαναπαίρνονται από αυτήν ανάλογα με το βαθμό όπου οι θεσμοί αυτοί ασφαλίζουν
τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, ανάλογα με την επίδραση που ασκεί η υπόκωφη
βία των λαϊκών μαζών, επιθετική η αμυντική. Και πραγματικά όπως σε ορισμένες
εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε τη βία σαν μέσο άμυνας
των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων, έτσι επίσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, η
βία είναι μέσο επίθεσης αναντικατάστατο, εκεί όπου ακόμη πρόκειται να
καταχτήσουμε το νόμιμο πεδίο της πάλης των τάξεων...
Οι οπορτουνιστές μας δηλώνουν πως ο Σοσιαλισμός μπορεί να
πραγματοποιηθεί μόνο με τη δημοκρατία του αστικού κράτους.
Δε βλέπουν ότι, λέγοντας αυτό, απλώς μας ξαναλένε με άλλα
λόγια τις παλιές θεωρίες που διδάξανε ότι η αστική νομιμότητα κι η αστική δημοκρατία
είναι προορισμένες να πραγματοποιήσουν τη γενική ελευθερία, ισότητα και
μακαριότητα - όχι τις θεωρίες της μεγάλης γαλλικής επανάστασης που τα
συνθήματα της στάθηκαν μια αφελής πίστη πριν από τη μεγάλη τους ιστορική
δοκιμασία, παρά τις θεωρίες των λογίων και των φλύαρων δικηγόρων του 1848, των
Οντιλόν Μπαρρό, Λαμαρτίνων, Γκαρνιέ - Παζές που ορκίζονταν να πραγματοποιήσουν
όλες τις υποσχέσεις της μεγάλης Επανάστασης με κοινές κοινοβουλευτικές
παπαρδέλες. Οι θεωρίες αυτές σημειώσανε αποτυχία κάθε μέρα μέσα σε έναν ολάκερο
αιώνα, και η Σοσιαλδημοκρατία, ενσαρκώνοντας την αποτυχία των θεωριών αυτών,
τις έθαψε τόσο βαθειά που χάθηκε ολότελα, κάθε θύμησή τους, κάθε θύμηση για
τους πρωτεργάτες τους, και για την ιστορία τους. Ύστερ’ απ' όλα αυτά, έρχονται
τώρα να μας τις αναστήσουν και να μας τις παρουσιάσουν για ιδέες ολωσδιόλου
καινούριες, ικανές να μας οδηγήσουν στην πραγματοποίηση των σκοπών της
Σοσιαλδημοκρατίας. Ώστε λοιπόν βάση της διδασκαλίας των οπορτουνιστών δεν
είναι, όπως πολλοί φαντάζονται, η θεωρία της εξέλιξης, άλλα η θεωρία των περιοδικών
επαναλήψεων της ιστορίας, που η κάθε νέα τους έκδοση είναι πιο ανιαρή και πιο
αηδιαστική από την προηγούμενη.
Η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία εδώ και 15 χρόνια
πραγματοποίησε, δίχως αμφιβολία, μια εξαιρετικά σπουδαία αναθεώρηση της
σοσιαλιστικής ταχτικής, και γι' αυτό πρόσφερε μια μεγάλη υπηρεσία στο διεθνές
προλεταριάτο. Η αναθεώρηση αυτή είναι η καταστροφή της παλιάς πίστης στη βίαιη
επανάσταση ως τη μοναδική μέθοδο της πάλης των τάξεων, ως το μέσο που θα μπορούσε
να εφαρμοστεί οποιαδήποτε στιγμή, για να εγκαθιδρύσουμε το σοσιαλιστικό
καθεστώς. Σήμερα, η επικρατούσα αντίληψη, διατυπωμένη ξανά από τον Κάουτσκυ στο
Συνέδριο του Παρισιού, λέει ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη
θα είναι το αποτέλεσμα ύστερ’ από μια πολύ ή λίγο μακρόχρονη περίοδο κανονικής
και καθημερινής κοινωνικής πάλης, στην οποία η προσπάθεια για την προοδευτική
δημοκρατικοποίηση του Κράτους και του κοινοβουλευτισμού, είναι ένα μέσο
εξαιρετικά αποτελεσματικό για την ιδεολογική και, ως ένα μέρος, για την υλική
εξύψωση της εργατικής τάξης.
Αυτό η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία τ’ απόδειξε στην πράξη.
Ωστόσο, αυτά καθόλου δεν θα πούνε ότι η βία παραμερίστηκε μια για πάντα, ούτε
ότι οι βίαιες επαναστάσεις αποκηρύχθηκαν ως μέσο πάλης του προλεταριάτου και
ότι ο κοινοβουλευτισμός ανακηρύχτηκε μοναδική μέθοδος πάλης των τάξεων. Ίσα -
ίσα, το αντίθετο, η βία είναι και μένει το ύστατο μέσο της εργατικής τάξης, ο
υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνων, άλλοτε εμφανής. Αν με
την κοινοβουλευτική μας δράση και με όλη μας την εργασία «επαναστατούμε» τα
μυαλά, αυτό το κάνουμε, για να κατέβει όταν χρειαστεί, η επανάσταση από τα
κεφάλια στις γροθιές.
Είναι αλήθεια πως όχι, από αγάπη προς τη βία ή από
επαναστατικό ρομαντισμό, παρά από σκληρή ιστορική ανάγκη, τα σοσιαλιστικά
κόμματα οφείλουν να προετοιμάζονται για βίαιες συγκρούσεις με την αστική
κοινωνία. Αργά ή γρήγορα, στην περίπτωση που οι προσπάθειες μας θα σκοντάψουνε
σε ζωτικά συμφέροντα των κυριάρχων τάξεων. Ο κοινοβουλευτισμός, όταν τον
παίρνουμε για αποκλειστικό μέσο της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, δεν
είναι λιγότερο φαντασιοκόπος και στο βάθος, λιγότερο αντιδραστικός από τη
γενική απεργία ή το οδόφραγμα, άμα κι αυτά τα δεχτούμε ως αποκλειστικά μέσα
πάλης. Η βίαια επανάσταση, με τις σημερινές περιστάσεις είναι δίχως άλλο δίκοπο
μαχαίρι και δυσκολομεταχείριστο. Πιστεύω ότι πρέπει να ελπίζουμε πώς το προλεταριάτο
δεν θα καταφύγει σ' αυτό το μέσο παρά μόνο όταν σ' αυτό θα βρει τη μόνη διέξοδο
που μένει με την προϋπόθεση πάντα, φυσικά, ότι όλη η πολιτική κατάσταση και οι
σχέσεις των δυνάμεων εξασφαλίζουν περισσότερο ή λιγότερο την πιθανότητα της
επιτυχίας. Μα η σαφέστατη κατανόηση της ανάγκης να χρησιμοποιήσουμε τη βία τόσο
στα διάφορα επεισόδια της πάλης των τάξεων όσο και για την κατάληψη την τελική
της κρατικής εξουσίας, είναι από τα πριν (απαραίτητη, γιατί ίσα - ίσα η κατανόηση
αυτή είναι που δίνει ορμή και αποφασιστικότητα στην ειρηνική και νόμιμη δράση
μας.
Αν η Σοσιαλδημοκρατία παρασερνόταν από τους οπορτουνιστές
και απεφάσιζε να παραιτηθεί από τα πριν και μια για πάντα από τη χρησιμοποίηση
της βίας, αν αποφάσιζε να υποχρεώσει τις εργατικές μάζες να σεβασθούν την
αστική νομιμότητα, τότε όλοι οι πολιτικοί της αγώνες, κοινοβουλευτικοί και
άλλοι, θα χρεοκοπούσαν με αξιοθρήνητο τρόπο αργά ή γρήγορα, για να δώσουν θέση
στην αχαλίνωτη κυριαρχία της αντιδραστικής βίας.
[1] Το άρθρο αυτό
πρωτοδημοσιεύτηκε στο Die Neue Zeit , στις 14 Μάιου του 1902. Στα Ελληνικά
δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό ΝΕΟΙ ΣΤΟΧΟΙ Νο 1 στη διάρκεια της
χουντικής επταετίας. Επαναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ, Νο 66, το
Σεπτέμβρη του 2002. Στο Ιντερνετ δημοσιεύθηκε στο Αρχείο του Μαρξισμού το Μάιο
του 2003.
[2] Ύστερα από τη γενική απεργία των Βέλγων εργατών του 1902, που χτυπήθηκε απάνθρωπα από τις στρατιωτικές ορδές της καθολικής κυβέρνησης και στο κορύφωμά της λύθηκε από το οπορτουνιστικό Γενικό Συμβούλιο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (Βάντερβέλντε), στη διεθνή άνοιξε μια μεγάλη ιδεολογική πάλη γύρω στην ταχτική της Σοσιαλδημοκρατίας. Η γενική εκείνη απεργία είναι γνωστό πώς έγινε για την κατάχτηση της καθολικής ψηφοφορίας στο Βέλγιο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου