Πηγή: 902.gr
Κλίμα εφησυχασμού προσπαθεί να καλλιεργήσει η κυβέρνηση
ενόψει των νέων αντεργατικών ανατροπών που δρομολογούνται στα πλαίσια της
δεύτερης αξιολόγησης. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ηγεσία του υπουργείου
Εργασίας αξιοποιεί προπαγανδιστικά το πόρισμα της Επιτροπής «Ειδικών», το οποίο
προτείνει επέκταση της ζούγκλας που ισχύει στην αγορά εργασίας.
«Είναι καθήκον μας να αναστρέψουμε την απορρύθμιση, είναι
καθήκον μας να επιστρέψουμε την Ελλάδα στην κοινωνική Ευρώπη», δήλωσε ο
υπουργός Εργασίας, Γ. Κατρούγκαλος, σε συνέντευξη του στο ΑΠΕ,
επιμένοντας να καλλιεργεί αυταπάτες για το περιβόητο «ευρωπαϊκό κεκτημένο»,
που δεν είναι τίποτα άλλο από τα άγρια αντεργατικά μέτρα που ισχύουν σε όλα τα
κράτη - μέλη της ΕΕ. Εμπαίζοντας απροκάλυπτα το λαό, ισχυρίστηκε ότι η
κυβέρνηση θα πετύχει στη διαπραγμάτευση για τα Εργασιακά, όπως πέτυχε στη
διαπραγμάτευση για το Ασφαλιστικό να απομονωθούν οι «ακραίες απόψεις»
του ΔΝΤ!
Ο Γ. Κατρούγκαλος σημείωσε ότι «οι θέσεις του πορίσματος
είναι θετικές για την ελληνική πλευρά», εννοώντας προφανώς για τη
συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και το κεφάλαιο που θέλουν να προσαρμόσουν τις
εργασιακές σχέσεις ακόμα περισσότερο στις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας και
της κερδοφορίας, όπως συμβαίνει σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ. Ακριβώς γι'
αυτό, υπογράμμισε ότι το πόρισμα της Επιτροπής απηχεί την πρόθεση της
κυβέρνησης «η χώρα να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα».
Αναφερόμενος στον κατώτατο μισθό, τόνισε ότι η κυβέρνηση
συζητάει για το θεσμικό μηχανισμό, προσθέτοντας πως δεν θέλει να αποφασίζεται ο
κατώτατος μισθός από το κράτος. «Θέλουμε να γυρίσει στην αρμοδιότητα αυτών
που τους αφορά, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους» ανεφέρε, λέγοντας τη
μισή αλήθεια. Συμπλήρωσε ότι η πρόταση της πλειοψηφίας της Επιτροπής είναι να
ορίζεται ο κατώτατος μισθός από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
Εργαλείο για τη νομιμοποίηση των ανατροπών
Στην πραγματικότητα, το πόρισμα της Επιτροπής επιβεβαιώνει
ότι ο κατώτατος μισθός θα παραμείνει κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της
ανταγωνιστικότητας και άλλων παραμέτρων που ενδιαφέρουν το κεφάλαιο, ορίζοντας
ότι «θα πρέπει να υπάρχει ένας νόμιμος κατώτατος μισθός που θα λαμβάνει
υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές σχετικά με την
ανάπτυξη, τις τιμές, την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την ανεργία, τα
εισοδήματα και τους μισθούς». Παράλληλα, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι «δεν
συνιστούμε την επιστροφή στο προηγούμενο σύστημα, ειδικά στα επίπεδα των μισθών
που υπήρχαν πριν από την κρίση, αλλά έναν εκσυγχρονισμό, σύμφωνα με την
ευρωπαϊκή βέλτιστη πρακτική».
Στο πόρισμα καταγράφεται επίσης «η διαφωνία στην Επιτροπή
ως προς την αρμοδιότητα καθορισμού του ύψους και των αυξήσεων του κατώτατου
μισθού», αφού «ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του
κατώτατου μισθού, κατόπιν διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, μέσω
εθνικής γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας με καθολική εφαρμογή» και «ένα
άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την
κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους
εμπειρογνώμονες». Επί της ουσίας, αυτό που προτείνει το πόρισμα σε όλες τις
εκδοχές του, είναι να συσταθεί μια «Επιτροπή Ανεξάρτητων Εμπειρογνώμων»
που θα αποτελεί έναν τρίτο παίχτη που μπαίνει στη συλλογική διαπραγμάτευση στο
πλευρό της εργοδοσίας.
Ο υπουργός Εργασίας στην συνέντευξη στο ΑΠΕ, ισχυρίστηκε
επίσης ότι τα μέλη της Επιτροπής διαπιστώνουν ότι «εκεί που οι εταίροι μας
ζητούν αλλαγές, συνδικαλιστικός νόμος και ομαδικές απολύσεις, δεν υπάρχει λόγος
να γίνουν αλλαγές, γιατί βρισκόμαστε στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εκεί που ζητούμε
εμείς να γίνουν αλλαγές, δηλαδή επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων,
υποστηρίζουν τις απόψεις μας, καθώς δεν ζητούμε τίποτα παραπάνω από την
επιστροφή στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο».
Οι αλλαγές που προτείνουν κυβέρνηση και Επιτροπή
Για το συνδικαλιστικό νόμο, το πόρισμα της Επιτροπής
αναφέρει πως «δεν βλέπει την ανάγκη για αυστηρότερους κανόνες σχετικά με την
απεργία», θεωρώντας ότι αρκούν οι ισχύοντες νόμοι με τους οποίους οι
περισσότερες απεργίες βγαίνουν παράνομες και καταχρηστικές. Με την ίδια
επιχειρηματολογία τάσσεται κατά του «lock-out». Ωστόσο, ζητάει από το
κράτος «να διευκρινίσει πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους
μη απεργούς εργαζόμενους, εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους,
επειδή λαμβάνει χώρα απεργία στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση», ενισχύοντας
τα όπλα της εργοδοσίας.
Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή τοποθετείται
υπέρ της επεκτασιμότητας των κλαδικών Συμβάσεων, αλλά στη συνέχεια θέτει μία
σειρά προϋποθέσεις που καθιστούν κενό γράμμα αυτές τς διακηρύξεις. Για
παράδειγμα θέτει ως προϋπόθεση αυτές να είναι αντιπροσωπευτικές, δηλαδή, εκ
μέρους της εργοδοτικής πλευράς που υπογράφει να καλύπτουν το 50% των
εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Όμως είναι γνωστή η πρακτική των
εργοδοτών να αποχωρούν από τις ενώσεις τους, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή
η επεκτασιμότητα μιας Σύμβασης ακόμα και αν υπογραφεί. Κενή περιεχόμενου
είναι και η θέση της Επιτροπής ότι θα πρέπει να ισχύει η ευνοϊκότερη ρύθμιση
για τους εργαζόμενους. Έτσι, ενώ η πλειοψηφία της Επιτροπής υποστηρίζει πως
«Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας χαμηλότερου επιπέδου δεν μπορούν να αποκλίνουν
επί τα χείρω εθνικών/κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων», αμέσως μετά
προσθέτει: «Εκτός κι αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για
συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές αποκλίσεις σε
περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των
επιχειρήσεων».
Ειδικά για τις ομαδικές απολύσεις, ο Γ. Κατρούγκαλος
σημείωσε στο ΑΠΕ ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, «όποια κι αν είναι,
θα μας αφήσει περιθώρια ώστε να προστατέψουμε αποτελεσματικά τα δικαιώματα των
εργαζομένων»!
Για τις ομαδικές απολύσεις, η Επιτροπή παραπέμπει στην
απόφαση που θα λάβει το Δικαστήριο της ΕΕ για την υπόθεση «Lafarge», η οποία θα
αποτελέσει τον πιλότο για το νέο πλαίσιο. Υπενθυμίζουμε ότι η εισήγηση του γενικού εισαγγελέα του Δικαστηρίου της ΕΕ, είναι να γίνει δεκτή η
προσφυγή, με την οποία ο όμιλος της τσιμεντοβιομηχανίας «LAFARGE - ΑΓΕΤ»
ζητούσε να κριθεί άκυρη η διοικητική απόφαση του τότε υπουργού Εργασίας να μην
εγκρίνει τις ομαδικές απολύσεις στο εργοστάσιο των «Τσιμέντων Χαλκίδας».
Μάλιστα, προκειμένου να αποφευχθούν οι ομαδικές απολύσεις, η Επιτροπή
αντιπροτείνει να επεκταθούν οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου