Η απόπειρα ιδεολογικού «αποχρωματισμού» της ποίησης του Γ. Ρίτσου και η σκόπιμη αλλοίωση της πολιτικής του ταυτότητας και της κομματικής του ένταξης δεν αποτελούν μιαν ειδική ατυχή περίπτωση στην πρόσφατη σχολική βιβλιογραφία, αντίθετα συγκροτούν τυπικό και ουσιαστικό δείγμα της γενικότερης αντιδραστικής στροφής στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης μέσα από τα νέα βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, στα οποία κατισχύει η ιδεολογική μονομέρεια. Αυτή η μεροληψία δεν εκφράζεται μόνο με την υπερπροβολή των εκπροσώπων του ιδεαλισμού και της κυρίαρχης πολιτικής και την επικράτηση του ανορθολογισμού, αλλά και με την παραχάραξη και κιβδηλοποίηση των εκπροσώπων της μαρξιστικής σκέψης και ιδεολογίας στη λογοτεχνία, έτσι ώστε από τη μια να διατηρείται το άλλοθι της προοδευτικότητας και της δημοκρατικής αντιπροσωπευτικότητας και από την άλλη να υιοθετούνται εκδοχές που εκπορεύονται από την κυρίαρχη και μόνον αντίληψη και ιδεολογία.
Οι αλλαγές στο περιεχόμενο των βιβλίων της σχολικής
λογοτεχνίας από το 1998 μέχρι σήμερα φρόντισαν με επιμέλεια να αφαιρέσουν από
την ποίηση του Γ. Ρίτσου τον ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό της χαρακτήρα
και να τον παρουσιάσουν σαν κάτι που ποτέ δεν υπήρξε. Για παράδειγμα, η
«Ρωμιοσύνη», τα ουσιαστικά κι ολοκληρωμένα αποσπάσματα που υπήρχαν στα
παλιότερα βιβλία εξαφανίστηκαν και στη θέση τους επιλέχτηκαν μια σειρά από
ποιήματα και αποσπάσματα, που εμφανίζουν τον Ρίτσο σαν οντολογικό και όχι
κοινωνικό, λυρικό ποιητή με μεταφυσικές και υπαρξιακές αγωνίες και αναζητήσεις,
ενώ πλήθυναν οι ύποπτες αιχμές και οι σκόπιμοι υπαινιγμοί για την αναθεώρηση
και κριτική αποστασιοποίηση του ποιητή από την ιδεολογία του. Ειδικότερα, στα
κείμενα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας θεωρητικής κατεύθυνσης της Γ΄ Λυκείου
περιλαμβάνεται η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» και εντάσσεται στην εξεταστέα ύλη των
πανελλαδικών. Ηδη το ανυπόγραφο εισαγωγικό σημείωμα (σελ. 33 του βιβλίου) με
αφορμή την ολοκλήρωση της σύνθεσης το 1956 διαπιστώνει ότι το ποίημα εκφράζει
τις ανακατατάξεις στο χώρο της αριστεράς (20ό Συνέδριο ΚΚΣΕ και
ευρωκομμουνιστικό ρεύμα). Οι αμφισβητήσεις αυτές κατά το συντάκτη εκδηλώνονται
στο ποίημα, με το οποίο ο Ρίτσος εγκαταλείπει τις προηγούμενες «ηρωικές»
δεκαετίες της ποίησής του. Τα εισαγωγικά που συνοδεύουν το επίθετο «ηρωικές»
είναι σημάδι μιας χλεύης στην προσωπικότητα και το έργο του ποιητή, εφόσον
αμφισβητούν τον επαναστατικό ηρωισμό της πολιτικής και ποιητικής του πορείας
και υπονοούν πως για χρόνια ο ποιητής βρισκόταν σ’ ένα σύννεφο φαντασιακής
ηρωικής πλάνης, το οποίο διαλύθηκε επιτέλους και προσγειώθηκε με τη Σονάτα του
στην αλήθεια της πραγματικής κατά τη γνώμη τους τέχνης. Μια τέτοια θεώρηση
υπάρχει μόνο στη σκοτεινή πρόθεση αυτών που προσπαθούν να παραχαράξουν την
«Τέταρτη Διάσταση» γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης. «Ολοι σπεύδουν να δουν το πιο
θεαματικό εσωτερικό ταξίδι του ποιητή, στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει κάτι
πολύ σπουδαιότερο: ο Ρίτσος όχι μόνο δεν αλλάζει ιδεολογία, δεν αλλάζει τη θέση
του μέσα στον κόσμο, αλλά υπερασπίζεται κιόλας τη στάση που κρατούσε πριν και
που κράτησε πάντοτε».
Το εισαγωγικό σημείωμα παρουσιάζει την ποιητική σύνθεση της
Σονάτας σα δυνατή ικεσία στην ελπίδα, ενώ στην ουσία είναι η βεβαιότητα για την
κοινωνία της τάξης με τα ροζιασμένα χέρια, των ανθρώπων του μόχθου, του τίμιου
ιδρώτα, η πολιτεία της εργατικής εξουσίας. Η ίδια η Σονάτα – σύμφωνα με τις διδακτικές
οδηγίες – ερμηνεύεται σαν υπαρξιακό ποίημα με κυρίαρχα τα μοτίβα της φθοράς και
του θανάτου και μιας γενικόλογης πάλης του παλιού με το νέο, χωρίς αυτά να
προσδιορίζονται. Θεωρείται αυτοεξομολόγηση και όχι δυνατή κραυγή που
αποκαλύπτει την πλήρη παρακμή του αστικού πολιτισμού και τη σήψη της αστικής
τάξης και του συστήματός της (η γυναίκα με τα μαύρα, τα θρησκευτικά ποιήματά
της, το παλιό σπίτι) μια παρακμή που νομοτελειακά οδηγεί στο νέο, την πολιτεία
της εργατικής τάξης, μακριά από την υποκρισία και την ηθική εξαχρείωση ενός
παρελθόντος καταπίεσης και εκμετάλλευσης, που πεθαίνει μέσα σε μια ασφυκτικά
νοσηρή ατμόσφαιρα. Η Σονάτα ανάμεσα στα άλλα θέτει ακέραια το πρόβλημα της
θέσης και της ευθύνης του καλλιτέχνη μέσα στον κόσμο να οδηγήσει τα πράγματα
στο φως, να γίνει με την τέχνη του φορέας συνειδητοποίησης και στοιχείο της
ανατρεπτικής τροχιάς των πραγμάτων. Το κλειδί για ν’ ανοίξει κανείς τις πόρτες
των ποιητικών συμβόλων του Γ. Ρίτσου δεν είναι η προβαλλόμενη από τους
κιβδηλοποιούς υπαρξιακή ερμηνεία ότι τάχα στο νεότερο έργο του Ρίτσου «η ζωή
είναι μια περιπέτεια ανθρώπινης αδυναμίας». Αντίθετα, για τον κομμουνιστή
ποιητή οι τραγικές αντινομίες της κατάστασης που υπάρχουν μέσα στον κόσμο
ξεπερνιούνται, λύνονται από τη συνείδηση του «υπάρχειν μέσα στην κοινωνία», μα
πιο πολύ με το να γίνεται ο άνθρωπος συλλογικός, ενεργητικός παράγοντας στη
διαδικασία του κοινωνικού επαναστατικού μετασχηματισμού και της απελευθέρωσης.
Ετσι κανείς καταλύει τη φθορά του χρόνου και του θανάτου μέσα στο χρόνο, γίνεται
σύμμαχός σου ο χρόνος, όταν συμβάλλεις στο επαναστατικό γίγνεσθαι, στην πρόοδο
της ανθρωπότητας. Μ’ αυτή την έννοια ο Γ. Ρίτσος είναι ο ποιητής των
αντινομιών, που ξεπερνιούνται και λύνονται στο υψηλό επίπεδο των θέσεων του
διαλεκτικού υλισμού.
Στην υπόλοιπη σχολική βιβλιογραφία επιλέγονται μη
αντιπροσωπευτικά ποιήματα του Γ. Ρίτσου π.χ. το «Πρωινό Αστρο», Α΄ Γυμνασίου,
για να εμφανιστεί ο ποιητής σα λυρικός και μόνο. Ο λυρισμός του βέβαια είναι
διάχυτος και στον «Επιτάφιο». Ομως αυτός δεν επιλέγεται για τη σχολική
διδασκαλία, επειδή ο Επιτάφιος αξιοποιεί μέσα από το λυρισμό το αγωνιστικό
πρότυπο ζωής και αυταπάρνησης με πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα αισιόδοξης
συνέχειας του αγώνα για τη δικαίωση της εργατικής τάξης, γι’ αυτό και μπαίνει
στο περιθώριο. Το «Πρωινό Αστρο», αν και αριστούργημα, περιορίζει τον Ρίτσο στα
σχήματα της πατρικής στοργής και τρυφερότητας και τον απομονώνει στον κύκλο της
«Οικογενειακής ζωής» στη θεματική ενότητα της οποίας εντάσσεται και το ποίημα
στο βιβλίο.
Στη Β΄ Γυμνασίου επιλέγεται το «Ασπρο ξωκλήσι» από τα
Λιανοτράγουδα ενταγμένο στην ενότητα «Θρησκευτική ζωή». Ετσι η καμπάνα του
ξωκλησιού που «ολονυχτίς κουρδίζεται για του Αϊ Λαού τη σκόλη», το «μικρό,
στενό παράθυρο» που πυροβολεί ανάγονται σε θρησκευτικά σύμβολα της ζωής του
λαού μας και όχι σε αγωνιστικά σημεία εξέγερσης και προετοιμασίας για τη μεγάλη
κοινωνική αλλαγή. Αποσιωπάται το γεγονός ότι τα στενά παράθυρα των ξωκλησιών
ήταν πολεμίστρες για τους Κλέφτες και Αρματολούς, καταφύγια και κρυψώνες για
κάθε λογής αντάρτες και αποκρύπτεται το βαθύτερο νόημα του Λιανοτράγουδου, που
είναι ο διαρκής και ασίγαστος αγώνας του λαού μας για εθνική και κοινωνική
απελευθέρωση. Το ίδιο και στο βιβλίο της λογοτεχνίας για τη Γ’ Γυμνασίου
επιλέγεται το «Αρχαίο θέατρο», στο οποίο ο Ρίτσος παρουσιάζεται σαν ο ποιητής
του αρχαίου ελληνικού μέτρου και θαυμαστής της ακουστικής των αρχαίων θεάτρων,
αν και ακόμη και στο ποίημα αυτό μπορεί να ανιχνεύσει κανείς τη διαλεκτική
σχέση της φύσης και της τέχνης μέσα από τις αντιθέσεις που οδηγούν στην αρμονία
και τη σύνθεση. Στο ίδιο βιβλίο διδάσκεται απόσπασμα από τη «Ρωμιοσύνη» (σελ.
190-191) στο οποίο υπάρχουν εικόνες της φύσης το καλοκαίρι, όπου οι συμβολικές
αναφορές στην Παναγιά που πλαγιάζει στις μυρτιές με λεκιασμένη φούστα απ’ τα
σταφύλια και τα περβόλια του θεού ερμηνεύονται σα θρησκευτικά βιώματα και όχι
σα σύμβολα του μόχθου της γυναίκας αγρότισσας και εργάτριας, που συχνά στην
ποίηση του Γ. Ρίτσου ταυτίζεται με την Παναγιά. Οι οδηγίες των ερωτήσεων στη
«Ρωμιοσύνη» καλούν τα παιδιά να φτιάξουν έναν κατάλογο από τα υπάρχοντα πρόσωπα
και να τα συγκρίνουν με αποσπάσματα μεταφυσικής ατμόσφαιρας από το «Αξιον Εστί»
του Ελύτη.
Ετσι στη συνείδηση των παιδιών σχηματίζεται η εντύπωση ότι η
«Ρωμιοσύνη» δεν είναι το ποίημα που εξυμνεί τη συνέχεια των ηρωικών αγωνιστικών
παραδόσεων του λαού μας μέσα από την Αντίσταση, αλλά εικόνα από την ελληνική
φύση και τις θρησκευτικές δοξασίες. Το ίδιο γίνεται και με το Λιανοτράγουδο
«Κουβέντα με ένα λουλούδι» που μετακόμισε στα βιβλία του Δημοτικού για να
ερμηνεύεται σαν ένα ποίημα επικοινωνίας του ανθρώπου με τη φύση και όχι σαν
έκφραση ευγνωμοσύνης του εξόριστου προς το κυκλάμινο, που βρήκε τη δύναμη ν΄
ανθίσει στον ξερό βράχο της εξορίας του, σα συνέχεια της ζωής μέσα από το αίμα
του αγώνα που «σύναξε» σ’ αυτό το βράχο του θανάτου για να πλέξει το ρόδινο
μαντίλι της ελπίδας και της αισιοδοξίας.
Ο «αποχρωματισμός», η παραποίηση του έργου του Γ. Ρίτσου στη
σχολική βιβλιογραφία υπάγεται στην όλη διαδικασία για την εξαφάνιση κάθε
ριζοσπαστικής αντίληψης και αγωνιστικής ιδέας από τα σχολικά βιβλία και άλλων
μαθημάτων με στόχο την εξάλειψη κάθε ανατρεπτικής άποψης και την πλήρη
ιδεολογική υποταγή και χειραγώγηση των μαθητών. Ο Γ. Ρίτσος όμως, ό,τι και να
ισχυρίζονται, ομολογεί συγκλονιστικά τη βαθιά του πίστη στην κομμουνιστική
ιδεολογία σε κείμενό του που έγραψε σαν πρόλογο στα ποιήματα του Μαγιακόφσκι,
τα οποία και μετέφρασε: «Κάποιοι ποιητές αναλώνονται στο στάδιο της ατομικής
εξομολόγησης, της απολύτρωσης και της αυτοθεραπείας τους. Η τέχνη όμως κατά τη
γνώμη μας δεν μένει εκεί. Γίνεται για μας Βλαδίμηρε καθολική έκφραση της
ανάγκης των ανθρώπων του λαού για δικαιοσύνη, ελευθερία, κοινωνική ευτυχία. Η
ανάγκη για τον κομμουνιστή ποιητή συμπίπτει με τη γενικότερη ανθρώπινη ανάγκη,
αυτήν αποκαλύπτει, τη διαμορφώνει αισθητικά και δείχνει το δρόμο για την κάλυψή
της, την επανάσταση. Αυτό το σκοπό υπηρετούμε». Αυτή είναι και η αντίληψη, η
ουσία, η προσφορά της ποίησης του Γ. Ρίτσου.
Οσο για την απόπειρα διαστροφής των μηνυμάτων και της τέχνης
του απαντούν τα όσα γράφει ο Γ. Σεφέρης στις «Δοκιμές» του για την ερμηνευτική
της ποίησης: «Πριν γράψει ο τίμιος κριτικός ή ερμηνευτής σχόλια για το ποιητικό
έργο, ας έχει πάντα στο νου του μια σιωπηρή συμφωνία με τον τίμιο αναγνώστη και
δημιουργό, πως αυτά που γράφει με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να αντικαταστήσουν
το ποίημα. Η ποίηση μιλάει από μόνη της, ο ερμηνευτής όμως καλείται αυτή τη
μιλιά να την κάνει γλώσσα και σκέψη του κόσμου. Γι’ αυτό κι έχει μεγάλη ευθύνη.
Αν παραποιήσει την αλήθεια του δημιουργού και την παραμορφώσει, εγκληματεί
απέναντι στη τέχνη, την κοινωνία και τον άνθρωπο. Μάταια βέβαια προσπαθεί, γιατί
όσο κι αν φορέσεις στην τέχνη το προσωπείο της ψευτιάς, αυτό θα πέσει από την
πιο καλλιεργημένη, καθώς νομίζω, ομαδική ψυχή, την ψυχή του λαού μας που δεν
ανέχεται τέτοιες απάτες».
Αρχική Πηγή : Κόκκινος Φάκελος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου