Ο kokkinostupos,
εγκαινιάζει σήμερα ένα αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι της περιόδου του
εμφυλίου πολέμου.
Αρχή γίνεται με το τραγούδι "Ένας λεβέντης
έσβησε". Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Νίκο Μάθεση (ή Τρελλάκια), ενώ η
μουσική από τον Μιχάλη Γενίτσαρη ο οποίος έγραψε πλήθος τραγουδιών (στίχους και
μουσική) κατά την περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου.
Το τραγούδι γράφτηκε το 1945, μετά το θάνατο του κομμουνιστή
Άρη Βελουχιώτη. Στους στίχους του αναδεικνύεται το εύρος της απήχησης του Άρη
στα λαϊκά στρώματα. Αναδεικνύεται, επίσης, και η αγωνιστική διάθεση του λαού
κόντρα στον αγγλικό - αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους συνεργάτες
του, αλλά και στην ήττα της Βάρκιζας και την κατάθεση των όπλων, που ήταν
ακόμα νωπή.
Αντιλαλούνε τα βουνά κλαίνε τα κλαψοπούλια
ο Βελουχιώτης χάθηκε ψηλά σε μια ραχούλα
Τι έχεις κλαψοπούλι μου και χαμηλά κοιτάζεις
για πες μου τι σε πλήγωσε και βαριαναστενάζεις
Μαράθηκαν τα λούλουδα χάθηκε το φεγγάρι
ένας λεβέντης έσβησε που τον ελέγαν Άρη
Κείνος δε θέλει κλάματα δε θέλει μοιρολόγια
θέλει αγώνες και χαρές αρματωσιές και βόλια
***
"Κάποια μάνα αναστενάζει". Πρόκειται για ένα από
τα ωραιότερα τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας. Αποτυπώνει όψεις του
κλίματος και των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου σε πλειοψηφικά τμήματα του
ελληνικού λαού. Αναφερόμαστε σε αυτά τα τμήματα του ελληνικού λαού που μάχονταν
για την εκδίωξη του αγγλοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των ντόπιων συνεργατών
του, και είχαν τα ίδια καταφύγει στην παρανομία και στον ανταρτοπόλεμο ως
απάντηση στη βία των ιμπεριαλιστών.
Το τραγούδι είναι ένα από τα πολλά που έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης την περίοδο εκείνη (βλέπε προηγούμενη ανάρτηση σχετικά με το τραγούδι "κάνε λιγάκι υπομονή").
Αν και η μουσική του τραγουδιού γράφτηκε από τον Βασίλη Τσιτσάνη, οι στίχοι,
ωστόσο, έχουν γραφτεί από τον Μπάμπη Μπακάλη. Μάλιστα, είναι το πρώτο τραγούδι με το
οποίο εμφανίζεται στην δισκογραφία ο Μπάμπης Μπακάλης το 1947.
Το εν λόγω κομμάτι αποτέλεσε και σημείο αντιπαράθεσης, για
πάνω από είκοσι χρόνια, ανάμεσα στον Β. Τσιτσάνη και τον Μ. Μπακάλη, καθώς στην
δισκογραφία αναφερόταν ως δημιουργός του τραγουδιού μόνο ο Β. Τσιτσάνης (βλ.
αναλυτικά εδώ).
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού, το 1947, είναι με τους Στέλλα Χασκίλ, Μάρκο
Βαμβακάρη και Βασίλη Τσιτσάνη. Η δεύτερη, το 1948, με το Ντούο Χάρμα (Τόλη και
Λίτσα Χαρμαντά). Έχει υπάρξει πλήθος επανεκτελέσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε την εκτέλεση με τη Σωτηρία Μπέλλου αλλά και αυτήν με την Πόλυ Πάνου.
«Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα-νύχτα ανησυχεί,
το παιδί της περιμένει
που 'χει χρόνια να το δει.
Πάνω στην απελπισιά της
κάποιος την πληροφορεί,
ότι ζει το παλληκάρι
και οπωσδήποτε θα 'ρθει.
Με υπομονή προσμένει
και λαχτάρα στη καρδιά,
ο λεβέντης να γυρίσει
απ' τη μαύρη ξενητιά».
***
Δύο τραγούδια με εμφανείς αναφορές στους εξόριστους και
στους τόπους εξορίας.
Το πρώτο τραγούδι έχει τον τίτλο "Ξυπνώ και βλέπω
σίδερα", ενώ είναι γνωστότοτερο με τον τίτλο "Τα μάνταλα". Τους
στίχους και τη μουσική έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης και το ερμηνεύουν σε πρώτη
εκτέλεση το 1952 ο Μήτσος Χρήστου (σκύλος) και η Ευαγγελία Μαρκοπούλου.
«Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα
και μ' αλυσίδες σταυρωτές τα χέρια μου δεμένα.
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.
Με δέσαν χειροπόδαρα σαν τον εγκληματία
στην καταδίκη μου αυτή γυναίκα είν' αιτία.
Πέσαν τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν τα κελιά.
Βροντούν οι αλυσίδες μου, ξυπνώ αλαφιασμένος
και μόλις πιάσω σίδερα χτυπιέμαι απελπισμένος.
Βροντούνε βέργες και κλειδιά και σκοτεινιάζουν τα κελιά».
Το δεύτερο τραγούδι,έχει τον τίτλο "Συρματοπλέγματα
βαριά". Τους στίχους έγραψε η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου και τη μουσική ο
Μπάμπης Μπακάλης. Ηχογραφήθηκε το 1955 με τις φωνές της Γιώτας Λύδια και του
Μπάμπη Καζαντζόγλου.
«Συρματοπλέγματα βαριά
ζώνουν τη δόλια μου καρδιά.
Κουράγιο, δόλια μου καρδιά, τα σύρματα να σπάσεις,
κι αν η ζωή σε πρόδωσε, το θάρρος σου μη χάσεις.
Τόσο φαρμάκι, βρε ζωή, που θέλεις να το βάλω;
Ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου και δε χωράει άλλο.
Παλεύω σαν το ναυαγό στη μαύρη καταιγίδα,
το Χάρο με τα μάτια μου πολλές φορές τον είδα».
***
Ένα ακόμα του τραγούδι του Βσίλη Τσιτσάνη -Κατηγορώ τη κοινωνία- που
φωνογραφήθηκε το 1949 με τους Γιώργο Παπαδόπουλο και Ευαγγελία Μαρκοπούλου.
Στις τέσσερις στροφές του τραγουδιού, παρά τις ουδέτερες λέξεις που
χρησιμοποιούνται για την αποφυγή της λογοκρισίας, αποτυπώνονται κοινωνικές και
ταξικές αντιθέσεις της εποχής.
«Κατηγορώ τη μοχθηρή, κακούργα κοινωνία,
που ρίχνει πάντα το φτωχό στη μαύρη δυστυχία.
Για την κατάσταση αυτή και την αιτία,
κατηγορώ, κατηγορώ την κοινωνία.
Κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,
τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του.
Κατηγορώ την προστυχιά και την πλεονεξία,
το προσωπείο της ψευτιάς, τη μαύρη προδοσία».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου