του Περικλή Παυλίδη
Επίκ. καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
περιοδικό: ΕΝΕΚΕΝ, τεύχος 40, Απρίλιος-Ιούνιος 2016,
σσ. 19-34
Είναι τετριμμένη η διαπίστωση ότι το φάντασμα του
κομμουνισμού δεν πλανάται πλέον στους ουρανούς της Ευρώπης και του κόσμου. Μετά
την ήττα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», την ήττα μιας συγκλονιστικής
προσπάθειας αλλαγής της κοινωνίας σε πρωτόγνωρη κλίμακα, ο κομμουνισμός
εκλαμβάνεται από πολλούς ως φαινόμενο που ανήκει στο παρελθόν. Κάποιοι μάλιστα
ήταν τόσο σίγουροι γι’ αυτό που έσπευσαν να αναγγείλουν το τέλος της ιστορίας,
άποψη η οποία συναντώμενη με τη μεταμοντέρνα απαισιοδοξία αρκετών διανοουμένων
γέννησε πληθώρα επιχειρημάτων κατά των μεγάλων αφηγήσεων και των
καθολικών ριζοσπαστικών σχεδίων.
Η παραίτηση από την κομμουνιστική προοπτική σήμαινε σίγουρα
κάτι περισσότερο από την πολιτική μετάλλαξη μεγάλου μέρους των δυνάμεων
της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής αριστεράς. Σηματοδότησε την εγκατάλειψη της
πεποίθησης ότι ένας κόσμος χωρίς εκμετάλλευση και ανταγωνισμούς είναι εφικτός,
την υποταγή στο παρόν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, στις φενάκες και
φετιχοποιήσεις της καθημερινής συνείδησης που το εκφράζει.
Βεβαίως η ήττα των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων του 20ου
αιώνα έπληξε αναπόφευκτα τη μαρξιστική θεωρία, η οποία αποτέλεσε το
θεμέλιο της στρατηγικής τους. Είναι γεγονός ότι κλασικοί του μαρξισμού
απέφευγαν να αναφερθούν εκτενώς στην κοινωνία του μέλλοντος. Ωστόσο, η έστω και
αποσπασματικά διατυπωμένη αντίληψή τους για την κομμουνιστική προοπτική
δοκιμάστηκε στα εγχειρήματα αυτά, αποκαλύπτοντας την αναντιστοιχία αρκετών
πτυχών της προς τις υλικές συνθήκες του 20ου αιώνα.
Αυτό ισχύει για την κομβική ιδέα τους ότι με την
κατάληψη από την κοινωνία των μέσων παραγωγής θα εξαφανιστεί η εμπορευματική
ανταλλαγή και το χρήμα, ενώ οι εργαζόμενοι θα λαμβάνουν χάρτινα εντάλματα
– πιστοποιητικά της εργασίας που πρόσφεραν στην κοινωνία, δια των οποίων
θα αποκτούν πρόσβαση στα μέσα κατανάλωσης[1].
Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούσαν ότι με την
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής οι άνθρωποι θα συγκροτούν τρόπον τινά μια
κομμούνα, εντός της οποίας θα μπορούν εύκολα να αποφασίζουν πόση εργασία
θα αφιερώνουν στην παραγωγή των διαφόρων προϊόντων και συνακόλουθα θα δαπανούν
με σχεδιοποιημένο τρόπο τις ατομικές εργατικές τους δυνάμεις (υπολογίζοντας
αυτή τη δαπάνη άμεσα σε μονάδες χρόνου εργασίας) σαν μια ενιαία κοινωνική εργατική
δύναμη[2]. Όπως όμως έδειξε η εμπειρία των
κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεδομένης της πληθώρας των
παραγωγικών μονάδων, καθώς και των εκατομμυρίων των τελικών
καταναλωτών, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζουν με ακρίβεια εξ
αρχής, διαμέσου των κεντρικών διευθυντικών οργάνων, οι παραγωγοί τελικών
προϊόντων κατανάλωσης τις πραγματικές ανάγκες των καταναλωτών, αλλά και οι
παραγωγοί ενδιάμεσων βιομηχανικών προϊόντων τις ανάγκες των επιχειρήσεων –
πελατών τους.
Επίσης, δεδομένων των μεγάλων τεχνολογικών διαφορών μεταξύ
των επιχειρήσεων, οι δαπάνες εργατικής δύναμης σε καθεμία απ’ αυτές στη
μονάδα του χρόνου απείχαν πολύ απ’ το να είναι ομοιογενείς και συνεπώς
ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί η κατανομή των προϊόντων (στις ίδιες τις
επιχειρήσεις και στους τελικούς καταναλωτές) βάσει της απλής καταγραφής των
ωρών εργασίας που χρειάστηκαν για την παραγωγή τους.
Στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επιχειρήθηκε η
ευρεία αντικατάσταση των εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων
από ένα ιεραρχικό σύστημα οικονομικών σχεδίων και διοικητικών
αποφάσεων αναφορικά με τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και τις μεταξύ
τους αλληλεπιδράσεις. Για την επιτυχή λειτουργία αυτού του συστήματος
εξαιρετικής σημασίας ήταν η συλλογή μεγάλου όγκου πληροφοριών υψηλής ακρίβειας
σχετικά με τις παραγωγικές ανάγκες και δυνατότητες των επιχειρήσεων αλλά και
τις ανάγκες των τελικών καταναλωτών. Κάτι τέτοιο όμως σε συνθήκες απουσίας
εκτενών δικτύων προηγμένων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας
(αναγκαίων για την αυτοματοποίηση της συλλογής, μετάδοσης και
επεξεργασίας τεράστιου όγκου δεδομένων) ήταν πρακτικώς αδύνατο.
Στις χώρες αυτές ο υπολογισμός των παραγωγικών δυνατοτήτων
και αναγκών των διαφόρων επιχειρήσεων ήταν πάντα ένα αρκετά δύσκολο και αβέβαιο
εγχείρημα, με αποτέλεσμα οι προβλέψεις, οι δείκτες και οι εντολές των κεντρικών
οικονομικών σχεδίων να μην εκφράζουν επακριβώς την πραγματικότητα και να μη
κατευθύνουν αποτελεσματικά την παραγωγική διαδικασία[3]. Μάλιστα, όσο περισσότερο αναπτύσσονταν
κατά εκτατικό τρόπο οι παραγωγικές δυνάμεις αυτών των χωρών και αυξανόταν
ο αριθμός των παραγωγικών δραστηριοτήτων, τόσο περισσότερο το σύστημα του
κεντρικού σχεδιασμού απέβαινε ανίκανο να παρακολουθεί και να διευθύνει
αποτελεσματικά την κοινωνικοποιημένη οικονομία.
Οι ανεπάρκειες του κεντρικού σχεδιασμού υπονόμευαν την
εύρυθμη λειτουργία όλου του συστήματος παραγωγής, προκαλούσαν
ανισορροπίες στην παραγωγική διαδικασία, ελλείψεις στην τροφοδοσία των
επιχειρήσεων και του πληθυσμού, προβλήματα στην ικανοποίηση των
καταναλωτικών αναγκών, ενώ διευκόλυναν την ανάπτυξη της μαύρης αγοράς και
ωθούσαν την οικονομία στην αποκατάσταση και διεύρυνση των
εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων.
Τελικά το ζήτημα της υπέρβασης της εμπορευματικής παραγωγής
απεδείχθη πολύ πιο σύνθετο απ’ όσο μπορούσαν να φανταστούν από το
ύψος της εποχής τους οι Μαρξ και Ένγκελς. Παρά το γεγονός ότι σε
ορισμένες φάσεις των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων του 20ου αιώνα
επιχειρήθηκε βίαια η συρρίκνωση των εμπορευματικών – χρηματικών σχέσεων, αυτές
διατηρήθηκαν σε σημαντικό βαθμό, τόσο με νόμιμο τρόπο εντός της κρατικής
αγοράς, όσο και με παράνομο εντός της σκιώδους οικονομίας.
Στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν κατέστη εφικτή και
η υλοποίηση των ιδεών των Μαρξ και Ένγκελς περί κράτους – κομμούνας (του
κράτους της «δικτατορίας του προλεταριάτου», το οποίο προοριζόταν να
ακολουθήσει πορεία μαρασμού), στις οποίες περιελάμβαναν την καθιέρωση του
αιρετού και ανακλητού όλων των δημόσιων υπαλλήλων, τον περιορισμό των
αμοιβών τους στο ύψος του μισθού των εργατών, καθώς και την αντικατάσταση
του στρατού και της αστυνομίας από λαϊκή πολιτοφυλακή[4]. Το κράτος αντί να φθίνει διογκώθηκε
σημαντικά, ενώ η παρατεταμένη άσκηση κρατικής βίας (ιδιαίτερα σκληρής σε
ορισμένες χώρες και ιστορικές περιόδους) εναντίον τμημάτων της κοινωνίας
προσέδωσε στα πρώτα σοσιαλιστικά καθεστώτα
αυταρχικά χαρακτηριστικά, πράγμα που αποτέλεσε αντικείμενο οξύτατων
ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του κομμουνιστικού
κινήματος.
Η διόγκωση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους στην
ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οφειλόταν πρωτίστως στις
σφοδρές – πρωτόγνωρης κλίμακας συγκρούσεις με ισχυρούς και αποφασισμένους
ταξικούς αντιπάλους που συνόδεψαν τα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, συνυφασμένες με
τις πρωτόγνωρης κλίμακας αλλαγές στις σχέσεις ιδιοκτησίας.
Εκτός όμως των εσωτερικών αντιπάλων τους η ΕΣΣΔ και οι
λοιπές χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αντιμετώπιζαν σε όλη τη διάρκεια της
ιστορίας τους την επιθετικότητα των κατά πολύ ισχυρότερων σε οικονομικούς
πόρους και τεχνικά μέσα κεφαλαιοκρατικών – ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, πράγμα που
συνεπαγόταν την σημαντική στρατιωτικοποίηση της οικονομίας τους, ενώ καθιστούσε
παντελώς αδύνατη την αντικατάσταση του τακτικού στρατού και των εξειδικευμένων
σωμάτων ασφαλείας από τη λαϊκή πολιτοφυλακή.
Η διόγκωση του κράτους είχε, ωστόσο, και ένα άλλο
αίτιο, οργανικά συνυφασμένο με την ίδια τη συγκρότηση και λειτουργία των νέων
σχέσεων παραγωγής. Επρόκειτο για το γεγονός ότι η κοινωνικοποίηση των
μέσων παραγωγής κατέστησε αναγκαία τη σχεδιοποιημένη διεύθυνσή τους στην
κλίμακα όλης της κοινωνίας. Δεδομένου του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των
εργαζομένων αποτελούταν από χειρώνακτες (χειριστές χειροκίνητων εργαλείων ή
υπηρέτες της λειτουργίας των μηχανών), φορείς στην πλειονότητά τους στοιχειωδών
γνώσεων, οι οποίοι μπορούσαν να αντιλαμβάνονται επιδερμικά και να
ελέγχουν μερικώς μόνο τις άμεσες συνθήκες της εργασίας τους, ενώ
στερούνταν την ικανότητα σφαιρικής γνώσης και ελέγχου των ευρύτερων
παραγωγικών διαδικασιών, για τη διεύθυνση της σοσιαλιστικής οικονομίας
ήταν αναπόφευκτη η συγκρότηση ενός ξεχωριστού από
αυτούς διοικητικού συστήματος αποτελούμενου από ειδικούς. Το κράτος ήταν
εκείνος ο μηχανισμός που συνένωσε διοικητικά το σύνολο των
κατακερματισμένων παραγωγικών δυνάμεων και διαδικασιών, διασφαλίζοντας τη
σχεδιοποιημένη λειτουργία τους.
Από τη στιγμή μάλιστα που στις χώρες του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» μεγάλο μέρος των εργαζομένων, στη φυσική αμεσότητά τους,
αποτελούσε παραγωγική δύναμη και συνεπώς το αποτέλεσμα της εργασίας, η ποσότητα
και η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος εξαρτιόνταν εν πολλοίς από
τις φυσικές προσπάθειές τους (από την ένταση, το ρυθμό, την επιδεξιότητα χρήσης
των σωματικών τους δυνάμεων), για τη σχεδιοποιημένη διεύθυνση της οικονομίας
ήταν αναγκαία και η διεύθυνση – εποπτεία των ίδιων των χειρωνακτών
εργαζόμενων. Αυτό σήμαινε τη διατήρηση και αναπαραγωγή των σχέσεων
διεύθυνσης ανθρώπου από άνθρωπο, πράγμα που συνιστά την πεμπτουσία του
γραφειοκρατικού φαινομένου.
Είναι σκόπιμο να τονίσουμε ότι το φαινόμενο του
γραφειοκρατισμού στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν αναπόφευκτο σε όλη
την ιστορική τους πορεία, δεδομένης της ανάγκης για κεντρική διεύθυνση του συστήματος
της παραγωγής και της αδυναμίας των άμεσων παραγωγών να φέρουν σε πέρας αυτό το
καθήκον, ακριβώς επειδή παρέμεναν άμεσοι παραγωγοί.
Η ιδέα της ανάδειξης των εισέτι χειρωνακτών εργαζομένων
(βιομηχανικού και προβιομηχανικού τύπου) σε αυτοδιευθυνόμενα υποκείμενα της
σοσιαλιστικής οικονομίας, αν και προτάχθηκε σε ορισμένα επαναστατικά
εγχειρήματα του 20ου αιώνα, απεδείχθη ωστόσο στον πυρήνα της
ουτοπική. Η ανάπτυξη σοσιαλιστικών οικονομιών βιομηχανικού τύπου
αύξησε εξαιρετικά τη σημασία της επιστημονικής σκέψης και γνώσης
για τη σχεδίαση και διεύθυνση των παραγωγικών διαδικασιών, ενώ συνάμα μεγάλωσε
την απόσταση μεταξύ των διατηρούμενων σε αρκετούς τομείς της οικονομίας
χειρωνακτών εργαζομένων, φορέων στοιχειωδών γνώσεων και περιορισμένων γνωσιακών
ικανοτήτων, και της αυξανόμενου αριθμού επιστημονικοτεχνικής
διανόησης, φορέα εξειδικευμένων γνώσεων και ανεπτυγμένων γνωσιακών ικανοτήτων.
Αυτό ωστόσο που αποτέλεσε εξαιρετικά δυσάρεστο και
επίμαχο φαινόμενο στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν το γεγονός ότι
η διεύθυνση των εργαζομένων – άμεσων παραγωγών από ένα ξεχωριστό κρατικό
μηχανισμό ενείχε και στοιχεία εξαναγκασμού για την πειθαρχημένη
διεκπεραίωση εργασιακών καθηκόντων και την αύξηση της παραγωγικότητας.
Στο βαθμό που η εργασία εκατομμυρίων ανθρώπων, ακριβώς με τη
μορφή της σωματικής προσπάθειας, ήταν κοπιώδης, μονότονη, ανθυγιεινή (η
εκμηχανισμένη εργασία παραμένει κατά μεγάλο μέρος μονότονη, κοπιώδης, και
ανθυγιεινή) αποτελούσε δηλαδή ένα εξωτερικό άχθος παρά μια εσωτερική ανάγκη,
ο κρατικός μηχανισμός διεύθυνσης των άμεσων παραγωγών δεν μπορούσε να μη
λειτουργεί και ως μηχανισμός πίεσης σε αυτούς για την αύξηση και βελτίωση της
εργασιακής τους απόδοσης.
Επιπροσθέτως, ο διοικητικός και κατασταλτικός ρόλος του
κράτους παρέμεινε αναγκαίος, προκειμένου να ελέγχονται οι αντιθέσεις και
οι ιδιότυποι ανταγωνισμοί που εκδηλώνονταν στις τάξεις των ίδιων των
εργαζομένων με στόχο την κατάληψη ευνοϊκότερων θέσεων στον κοινωνικό
καταμερισμό εργασίας και την ιδιοποίηση μεγαλύτερου και καλύτερου
μεριδίου από το προοριζόμενο για ατομική κατανάλωση κοινωνικό προϊόν.
Ο Μαρξ είχε διαβλέψει ότι όσο σε μια νεοεμφανισθείσα
κομμουνιστική κοινωνία θα διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός εργασίας, η
εργασιακή δραστηριότητα δε θα έχει καταστεί αυτοσκοπός και το παραγόμενο προϊόν
δε θα επαρκεί για να ικανοποιήσει τις υλικές ανάγκες των εργαζομένων, θα
διατηρείται και η ανισότητα των αμοιβών βάσει της προσφοράς από τον
καθένα διαφορετικής ποσότητας εργασίας[5]. Αυτό όμως που δεν μπορούσε να
αντιληφθεί είναι ότι η διατήρηση της ανισότητας στις αμοιβές συνάπτεται
με την αναπόφευκτη διατήρηση ιδιότυπων ανταγωνισμών μεταξύ των ίδιων των
εργαζομένων για την καλύτερη ικανοποίηση των υλικών αναγκών και την
ενασχόληση με μικρότερης διάρκειας, περισσότερο ξεκούραστη κι
ενδιαφέρουσα εργασία.
Δέον να επισημάνουμε ότι, όπως αποκαλύπτει η εμπειρία των
χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με την κατάργηση της κεφαλαιοκρατίας και την
εγκαθίδρυση σοσιαλιστικών μορφών ιδιοκτησίας δεν εξαφανίζεται πλήρως ο
κοινωνικός ανταγωνισμός μεταξύ των εργαζομένων, αν και οπωσδήποτε περιορίζεται,
δεδομένου ότι διατηρούνται σημαντικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της εργασίας:
μεταξύ της διανοητικής, υψηλά ειδικευμένης, διοικητικής, ξεκούραστης,
ενδιαφέρουσας και καλά αμειβόμενης εργασίας, αφενός, και της
φυσικής-χειρωνακτικής, ανειδίκευτης, εκτελεστικής, κοπιώδους, ανθυγιεινής,
μονότονης και χαμηλά αμειβόμενης, αφετέρου.
Στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού ο έλεγχος των
εν λόγω αντιθέσεων, οι οποίες ενείχαν πάντα την τάση μετεξέλιξής
τους σε ταξικές, απαιτούσε τον κατασταλτικό ρόλο του κράτους. Με άλλα
λόγια η κρατική εξουσία ήταν αναγκαία για τη διασφάλιση της κοινωνικής
ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, σε συνθήκες όπου το ατομικό και το συλλογικό
συμφέρον όχι μόνο δεν ταυτίζονταν πάντα, αλλά συχνά βρίσκονταν σε
αντίθεση μεταξύ τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της αντίθεσης
ήταν η εκτενής κλοπή κρατικής περιουσίας από τους εργαζόμενους για ιδιωτική
χρήση ή και πώλησή της στη μαύρη αγορά, οι παράνομες – σκιώδεις παραγωγικές
δραστηριότητες μέρους των επιχειρήσεων, η παραχάραξη των στοιχείων της απόδοσής
τους για λήψη μεγαλύτερων αμοιβών κλπ. Γι’ αυτό, άλλωστε, όταν εξασθένισε
ο κρατικός έλεγχος στην οικονομία κατά την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση
ενός «σοσιαλισμού της αγοράς», άρχισε και η αυθόρμητη αποδόμηση του
σοσιαλιστικού καθεστώτος.
Όμως η ιστορία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν μπορεί να
αναχθεί μόνο στις παραπάνω προβληματικές πτυχές του και στην τελική ήττα του.
Υπό καθεστώς κοινωνικής – κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και κεντρικά
διευθυνόμενης – σχεδιοποιημένης οικονομίας οι χώρες αυτές πέτυχαν
σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων. Σαφώς η σχεδιοποιημένη
οικονομία διακρινόταν από αδυναμίες και προβλήματα. Χάρη σε αυτή όμως η ΕΣΣΔ,
εκκινώντας από μιαν ιδιαιτέρως δεινή κατάσταση στις αρχές της ιστορίας της,
στηριζόμενη στις δικές της περιορισμένες δυνάμεις και αντιμετωπίζοντας
κατά πολύ ισχυρότερους αντιπάλους στο εξωτερικό (με δεδομένες τις εξαιρετικά
καταστροφικές γι’ αυτή συνέπειες του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου) μπόρεσε
να πραγματοποιήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλα τεχνολογικά και
οικονομικά άλματα. Στις επιτυχίες της σχεδιοποιημένης οικονομίας της ΕΣΣΔ
συμπεριλαμβάνονται οπωσδήποτε η δημιουργία εκτενούς και ισχυρού ενεργειακού
δικτύου, η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας και ορισμένων εξαιρετικά προηγμένων
τεχνολογιών όπως η πυρηνική, η ηλεκτρονική και η διαστημική, και
φυσικά η δημιουργία της δεύτερης πιο ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας στον πλανήτη.
Στις πρώτες σοσιαλιστικές κοινωνίες εκατομμύρια εργαζομένων
γνώρισαν σημαντική βελτίωση της ζωής τους, στις πλέον θεμελιώδεις πτυχές της.
Για πρώτη φορά κατοχυρώθηκε για όλους το κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία και
επετεύχθη η πλήρης απασχόληση του πληθυσμού, με τη λειτουργία των
επιχειρήσεων και τις θέσεις των εργαζομένων σε αυτές να είναι διασφαλισμένες,
ανεξαρτήτως του επιπέδου παραγωγικότητας που επετύγχαναν.
Για πρώτη φορά οι εργαζόμενοι απέκτησαν στην πράξη το
δικαίωμα στην περίθαλψη, στην αναψυχή και στη μόρφωση, διαμέσου
συντηρούμενων από κοινωνικούς πόρους ιδρυμάτων, οργανώσεων και δικτύων που
κάλυπταν σε μεγάλη κλίμακα, ενίοτε σχεδόν καθολικά, τις ανάγκες του
πληθυσμού. Μάλιστα, οι σημαντικές τους επιτυχίες στους τομείς της υγείας, της
εκπαίδευσης και της πολιτισμικής δημιουργίας κατέστησαν τις χώρες του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» συγκρίσιμες με τις πλέον ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες του
πλανήτη.
Τα παραπάνω σε συνάρτηση με την παροχή στους πολίτες
έναντι χαμηλού έως συμβολικού αντιτίμου μερικών πολύ σημαντικών υπηρεσιών
και αγαθών (ενοικίαση κρατικής στέγης, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και αστικής
συγκοινωνίας, φάρμακα, παιδικά ρούχα, βασικά τρόφιμα κλπ), επιδοτούμενων από τα
λεγόμενα κοινωνικά ταμεία κατανάλωσης, μείωσαν σημαντικά την ανασφάλεια του
βίου, προάγοντας την κοινωνική ισότητα και αλληλεγγύη.
Η τεράστια οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική καταστροφή
που επέφερε στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η
παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας καταμαρτυρεί το γεγονός ότι μόνο σε συνθήκες
κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής θα μπορούσαν σε αυτές οι εργαζόμενοι
να διατηρήσουν και να βελτιώσουν περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης που επέτυχαν.
Δεδομένων των κοινωνικών επιτευγμάτων των καθεστώτων του
«υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά και των αναφερθέντων ιστορικά αναπόδραστων
αντιθέσεών τους, μπορούμε να πούμε ότι στην περίπτωσή τους η
ανθρωπότητα ανίχνευσε τις πραγματικές δυνατότητες και τους αναπόφευκτους
περιορισμούς χειραφέτησης της εργασίας στις υλικές συνθήκες του 20ου
αιώνα.
Ο Βαζιούλιν αποκαλεί τα καθεστώτα αυτά «πρώιμο σοσιαλισμό»[6], θεωρώντας ότι ενσωματώνουν τα ιδιότυπα
γνωρίσματα μιας σοσιαλιστικής/κομμουνιστικής κοινωνίας, η οποία
πρωτοεμφανίζεται και υφίσταται σε διεθνές περιβάλλον όπου κυριαρχούν ακόμη οι
κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ενώ στο
εσωτερικό της θεμελιώνεται σε υλική βάση εισέτι αναντίστοιχή της.
Τουτέστιν, σε μια βάση η οποία στην καλύτερη περίπτωση ανερχόταν στο
επίπεδο της μεγάλης βιομηχανίας, ενώ διατηρούσε σε μεγάλη κλίμακα
προβιομηχανικές μορφές εργασίας.
Κατά τον Μαρξ, με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας ο
κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα. Ωστόσο, η
υλική βάση της εκμηχανισμένης παραγωγής, σε αντιδιαστολή προς την εκτενώς
αυτοματοποιημένη, δεν αποτελεί την ώριμη βαθμίδα του
κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, δεδομένου ότι εντός αυτής διατηρείται
ακόμη μεγάλος όγκος χειρωνακτικής εργασίας, αναγκαίος για την υπηρέτηση
των μηχανών (εν μέρει και για τη χρήση διατηρούμενου αριθμού χειροκίνητων
εργαλείων), και συνεπώς διατηρείται ο υποδουλωτικός καταμερισμός
εργασίας, η αντίθεση μεταξύ διανοητικής – διευθυντικής και φυσικής –
εκτελεστικής εργασίας. Επίσης διατηρούνται αναπόφευκτα οι εμπορευματικές
– χρηματικές σχέσεις, ως συνεκτικοί δεσμοί μεταξύ των εν πολλοίς τεχνολογικά
ανομοιογενών και κατακερματισμένων παραγωγικών μονάδων, καθώς και μεταξύ αυτών
και των τελικών καταναλωτών. Συνακόλουθα, και η υλική βάση της μεγάλης
βιομηχανίας παραμένει σε ορισμένο βαθμό αναντίστοιχη των κομμουνιστικών σχέσεων
παραγωγής.
Η έννοια του «πρώιμου σοσιαλισμού» αφορά στο γεγονός ότι οι
σοσιαλιστικές/κομμουνιστικές μορφές ιδιοκτησίας και σχέσεις παραγωγής στην
πρωταρχική ιστορική εμφάνισή τους εγκαθιδρύθηκαν αναπόφευκτα επί
υλικής βάσης κληρονομημένης από το παρελθόν, επί εισέτι μη ώριμου κοινωνικού
χαρακτήρα της παραγωγής, πράγμα που συνιστά και την ουσιώδη αντίφαση των πρώτων
σοσιαλιστικών κοινωνιών. Στο βαθμό που η υλική βάση της παραγωγής ήταν ακόμη
αναντίστοιχη προς τις σοσιαλιστικές/κομμουνιστικές σχέσεις, αυτές είχαν
εν πολλοίς (αν και όχι απολύτως) τυπικό χαρακτήρα, η ύπαρξή τους
εξαρτιόταν από το κράτος, από την κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Επιπροσθέτως, στο βαθμό που διατηρούταν η εν λόγω αναντιστοιχία
επεβίωναν και αναπαράγονταν αυθόρμητα ιδιοτελείς κοινωνικές συμπεριφορές και
σχέσεις ανταγωνισμού, νόμιμες ή παράνομες εμπορευματικές – χρηματικές σχέσεις,
οι οποίες υπονόμευαν, παραμόρφωναν και τελικά ανέτρεψαν τις
σοσιαλιστικές/κομμουνιστικές σχέσεις[7].
Στις χώρες του «πρώιμου σοσιαλισμού» (και εν γένει στις
υλικές συνθήκες του 20ου αιώνα) δεν υπήρχαν ακόμη οι προϋποθέσεις
για μια τέτοια αλλαγή του χαρακτήρα της εργασίας και των σχέσεων μεταξύ των
ανθρώπων ώστε να καταστεί η ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας μη
αναστρέψιμη.
Ο κομμουνισμός, λοιπόν, στην πρωταρχική ιστορική του
εμφάνιση, ως «πρώιμος σοσιαλισμός», συνιστούσε ένα εξαιρετικά
ευάλωτο σύστημα, το οποίο από τη στιγμή που δεν είχε μετασχηματίσει κατά
αντίστοιχο προς αυτό τρόπο την υλική του βάση, τα μέσα, το υποκείμενο και το
χαρακτήρα της κοινωνικής εργασίας, ενείχε σε σημαντικό βαθμό την τάση και
πιθανότητα ανατροπής του. Άλλωστε το ίδιο συνέβη και σε προγενέστερες, σαφώς
μικρότερης εμβέλειας (εν συγκρίσει με τη μετάβαση στον κομμουνισμό) κοινωνικές
αλλαγές, κατά την πορεία από τη μια βαθμίδα ιστορικής εξέλιξης στην άλλη.
Για παράδειγμα, κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία οι νέες
αστικές σχέσεις πρωτοεμφανίστηκαν σε περιορισμένη κλίμακα για να εκτοπιστούν
στη συνέχεια από τις φεουδαρχικές και να επανεμφανιστούν αργότερα σε μεγαλύτερη
κλίμακα και σε περισσότερο αντίστοιχη προς αυτές υλική βάση (ενώ και οι πρώτες
αστικές επαναστάσεις στην Αγγλία και τη Γαλλία κατέληξαν σε ήττα και
παλινόρθωση της μοναρχίας).
Ως συνέπεια της ήττας του «πρώιμου σοσιαλισμού» η
κομμουνιστική προοπτική φαντάζει σήμερα ουτοπική, ιδιαίτερα δε όταν
θεωρείται στο πλαίσιο του καθημερινού κοινού νου, ο οποίος είναι αναπόδραστα
εγκλωβισμένος στην φαινομενικότητα της κεφαλαιοκρατίας, στην εμπειρική
πρόσληψη της πραγματικότητας ως δεδομένης, φυσικής και αναπόδραστης.
Ωστόσο, η αδιαφορία για την ανίχνευση των προοπτικών
ιστορικής εξέλιξης, για τις δυνατότητες χειραφέτησης της εργασίας και
ενοποίησης της κοινωνίας (εγχείρημα που προϋποθέτει την απόρριψη του
εμπειρισμού, συναπτόμενο με τη θεωρητική – κριτική εξέταση των κοινωνικών
σχέσεων) καθιστά την πορεία της ανθρωπότητας έρμαιο της εξόχως ανταγωνιστικής,
φρενήρους και ανεξέλεγκτης κίνησης των δυνάμεων της κεφαλαιοκρατίας, οι
οποίες στο βαθμό που είναι πλέον παγκόσμιες επηρεάζουν καθολικά και καθοριστικά
τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τους φυσικούς όρους ύπαρξής τους,
γεννούν σε διαρκώς διευρυνόμενη κλίμακα μεγάλους κινδύνους για το μέλλον
της ανθρωπότητας.
Την ίδια στιγμή, εντός της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας
συντελούνται συγκλονιστικές αλλαγές στο χαρακτήρα της εργασίας που επιτρέπουν,
σε συνάρτηση με τον αναστοχασμό της εμπειρίας του «πρώιμου σοσιαλισμού», τη
βαθύτερη κατανόηση του περιεχομένου και της έκτασης των κοινωνικών
μετασχηματισμών της ιστορικής προοπτικής που αποκαλούμε κομμουνισμό.
Γι’ αυτό και ο κομμουνισμός θα πρέπει να εξετάζεται όχι
απλώς ως άρνηση του παρόντος (της κεφαλαιοκρατίας), αλλά και ως ολοκλήρωση
διαδικασιών και τάσεων που διαμορφώθηκαν ιστορικά στη μέχρι τώρα εξέλιξη της
ανθρωπότητας. Ο κομμουνισμός θεωρούμενος υπό το πρίσμα της κατεύθυνσης της
προηγούμενης ιστορικής εξέλιξης προβάλλει ως η βαθμίδα ωριμότητας
της κοινωνικής ολότητας στη οποία έχουν μετασχηματιστεί όλες οι προηγούμενες
κοινωνικές σχέσεις, όχι μόνο οι ταξικές αλλά και οι προταξικές (όλες οι σχέσεις
που ανέκυψαν κατά φυσικό τρόπο), έχει μετασχηματιστεί ο χαρακτήρας της
εργασίας και ο ίδιος ο τύπος κοινωνικής εξέλιξης[8].
Εξετάζοντας τη διαδικασία ανάπτυξης της ανθρωπότητας
διαπιστώνουμε σε αυτή όχι βεβαίως κάποιο προκαθορισμένο τέλος, αλλά μια
συγκεκριμένη κατεύθυνση, η οποία διαμορφώνεται από την κλιμάκωση της εργασιακής
– μετασχηματιστικής σχέσης των ανθρώπων με τη φύση και μεταξύ τους. Αρχικά οι
άνθρωποι επενεργούν στη φύση συλλογικά, συνδεδεμένοι με φυσικούς δεσμούς εντός
της πρωτόγονης κοινότητας, χρησιμοποιώντας μέσα που έχουν βρει έτοιμα
στην φύση για να αποσπάσουν από αυτή μέσα κατανάλωσης, επίσης σε έτοιμη μορφή.
Στη συνέχεια αρχίζουν να παράγουν μέσα κατανάλωσης με τη βοήθεια παρηγμένων
χειροκίνητων εργαλείων τα οποία ενεργοποιούνται από τις ατομικές –
φυσικές δυνάμεις του κάθε εργαζόμενου και στο πλαίσιο σχέσεων που
αρχίζουν να προκύπτουν ιστορικά, δεδομένου ότι η κυριαρχία των παρηγμένων
χειροκίνητων εργαλείων επιφέρει την ανάπτυξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής και των ταξικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Κατά την εξέλιξη της
ταξικής κοινωνίας και των μορφών ιδιωτικής ιδιοκτησίας οι αρχικοί φυσικοί
δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων και οι κοινοτικές μορφές ιδιοκτησίας αρχίζουν να
καταστρέφονται και να μετασχηματίζονται. Εντός της ταξικής κοινωνίας και της
κυριαρχίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας διαμορφώνονται οι κατεξοχήν εργασιακές –
κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αν και, όσο διατηρείται ο ανταγωνισμός
για την επιβίωση και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η διαμόρφωση αυτή
παραμένει ανολοκλήρωτη.
Κατά την πλέον αναπτυγμένη ταξική κοινωνία, την
κεφαλαιοκρατία, η διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων σε συνάρτηση με το
μετασχηματισμό των φυσικών πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της. Εντός της
κεφαλαιοκρατίας συντελείται η βιομηχανική επανάσταση και εμφανίζονται μέσα
παραγωγής (οι μηχανές) τα οποία έχουν συλλογικό – κοινωνικό χαρακτήρα,
μπορούν να λειτουργήσουν μόνο εντός μεγάλων παραγωγικών μονάδων και εκτενών
παραγωγικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους. Συνάμα η εκμηχανισμένη παραγωγή για
πρώτη φορά επιτρέπει τη μαζική παραγωγή μέσων κατανάλωσης και τη σχετικά
σταθερή μαζική ικανοποίηση των υλικών αναγκών.
Η διαδικασία εκμηχάνισης των μέσων παραγωγής εξελίσσεται στη
συνέχεια σε αυτοματοποίησή τους, σήμερα πλέον στην κλίμακα όχι μόνο γραμμών ή
τμημάτων της παραγωγής, αλλά ολόκληρων εργοστασίων[9]. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής (με
προοπτική τη γενικευμένη παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα) ως θεμελιώδης τάση
εξέλιξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων συνεπιφέρει νέα, εξόχως σημαντική
αύξηση της παραγωγικότητας (φαινόμενο ιδιαιτέρως αντιφατικό εντός της
κεφαλαιοκρατικής οικονομίας), πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε
εφικτή, υπό καθεστώς κατάλληλων κοινωνικών σχέσεων, την παραγωγή μέσων
κατανάλωσης σε κλίμακες που όχι μόνο από ποσοτική αλλά και από ποιοτική σκοπιά
θα διασφαλίζουν τη βέλτιστη ικανοποίηση των βασικών υλικών αναγκών των
ανθρώπων.
Η τάση αυτοματοποίησης της παραγωγής καθιστά, για πρώτη φορά
στην ιστορία, ορατή τη δυνατότητα υπέρβασης του αρχέγονου χαρακτήρα της
εργασίας, της άμεσης εμπλοκής των ανθρώπων στην παραγωγή κυρίως ως
συνόλου φυσικών – σωματικών δυνάμεων, συνεπικουρούμενων από εμπειρικές γνώσεις
και βιωματικές δεξιότητες.
Αντίστοιχα, καθιστά ορατή την προοπτική μετατροπής της
εργασίας σε αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε δραστηριότητα της «γενικής
διάνοιας», δηλαδή σε κατεξοχήν διανοητική, διευθυντική, οργανωτική
εργασία, με την έννοια της συμμετοχής των ανθρώπων στη συλλογική
διεύθυνση παραγωγικών διαδικασιών ως φορέων επιστημονικών γνώσεων
και πολύπλευρα καλλιεργημένων νοητικών ικανοτήτων, τουτέστιν ως φορέων
καθολικών επιτευγμάτων του πολιτισμού, ως ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων.
Επίσης, καθίσταται ορατή η δυνατότητα εξαιρετικά σημαντικής
μείωσης του αναγκαίου χρόνου εργασίας και αύξησης του ελεύθερου χρόνου.
Βέβαια η αναγκαία εργασία ως συμμετοχή του καθενός στη συλλογική
παραγωγική δραστηριότητα της ανθρωπότητας θα διατηρείται πάντα με κάποια μορφή.
Ωστόσο η τάση αντικατάστασης της χειρωνακτικής, κοπιώδους, μονότονης εργασίας
από εργασία διανοητική και δημιουργική κατατείνει στην υπέρβαση της
διαχωριστικής γραμμής μεταξύ αναγκαίου χρόνου εργασίας και ελεύθερου
χρόνου. Στην περίπτωση της κυριαρχίας της δημιουργικής διανοητικής
εργασίας όλος ο χρόνος δραστηριότητας των ατόμων σε όλο το εύρος του κοινωνικού
τους βίου συμμετέχει στη εργασία τους, στην επίτευξη των αποτελεσμάτων
της. Στην περίπτωση αυτή οι δημιουργικές δραστηριότητες του «αναγκαίου»
χρόνου και οι δημιουργικές δραστηριότητες του «ελεύθερου» αλληλοτροφοδοτούνται
και αλληλοσυμπληρώνονται.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι μια τέτοια μορφή της εργασίας, η
κυριαρχία της οποίας βρίσκεται στον πυρήνα της κομμουνιστικής προοπτικής,
παύει να αποτελεί εργασία με την έννοια που τη γνωρίζουμε στη μέχρι τώρα
ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας και καθίσταται διανοητική, αισθητική
και φυσική κουλτούρα, πολύπλευρη πολιτισμική δραστηριότητα βάσει
των νόμων της καλοσύνης, της ομορφιάς και της αλήθειας[10].
Η εμφάνιση προϋποθέσεων για τη βέλτιστη ικανοποίηση των
υλικών αναγκών των ανθρώπων καθώς και για την κατίσχυση μορφών δημιουργικής
εργασιακής δραστηριότητας, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν εσωτερική ανάγκη
και αυτοσκοπό, καθιστά ορατή τη δυνατότητα υπέρβασης του βασικού
χαρακτηριστικού της μέχρι τώρα ιστορικής εξέλιξης, της σύγκρουσης των
ανθρώπων μεταξύ τους για την επιβίωση και ανάπτυξη σε βάρος των άλλων.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω η κομμουνιστική κοινωνία προβάλλει
ως η ιστορική βαθμίδα στην οποία η ανθρωπότητα επανενώνεται στη βάση όχι
πλέον δεσμών οι οποίοι ανέκυψαν κατά φυσικό τρόπο, αλλά υλικών
προϋποθέσεων που προέκυψαν από την ιστορική εξέλιξη της εργασίας. Η επανένωση
αυτή σημαίνει συνάμα και ωρίμανση των κοινωνικών σχέσεων με την έννοια της
καθολικής κυριαρχίας σχέσεων συντροφικότητας, θεμελιωμένων στην εσωτερική
ανάγκη για επικοινωνία με τους άλλους, ως επικοινωνία μεταξύ πολύπλευρα
ανεπτυγμένων και συνεπώς πρωτότυπων προσωπικοτήτων, βάσει του αυθεντικού
ενδιαφέροντος για την πρωτοτυπία της προσωπικότητας του άλλου.
Δέον να τονιστεί ότι το ζήτημα της πολύπλευρης ανάπτυξης των
ανθρώπων, με την έννοια όχι μόνο της ριζικής αναβάθμισης των γνώσεων και των
διανοητικών τους ικανοτήτων αλλά και της καλλιέργειας της συνείδησης στην
ηθική, αισθητική και φιλοσοφική μορφή της, είναι οργανικά συνυφασμένο με την
κομμουνιστική προοπτική και από τη σκοπιά της αναγκαιότητας διαμόρφωσης ατόμων
ικανών να αποτελέσουν πραγματικά αυτενεργά και αυτοδιευθυνόμενα υποκείμενα
της εργασίας και της κοινωνικής ζωής (την ικανότητα αυτή ορισμένα ρεύματα της
σοσιαλιστικής σκέψης τη θεωρούσαν απολύτως δεδομένη στους
εργαζόμενους του 20ου αιώνα, παραγνωρίζοντας ότι αυτοί ήταν
δημιούργημα ενός παραμορφωτικού και υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας), να
διευθύνουν συλλογικά και προς το συλλογικό όφελος τις τεράστιας ισχύος
παραγωγικές δυνάμεις που έχει αναπτύξει η ανθρωπότητα, να αντιμετωπίσουν και να
διαχειριστούν συλλογικά τα κρίσιμα ζητήματα της κοινωνικής εξέλιξης.
Ωστόσο οι χειραφετικές δυνατότητες των αλλαγών και τάσεων
που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο σύστημα παραγωγής δεν μπορούν από μόνες τους να
κατισχύσουν, δεδομένου ότι βρίσκονται εγκλωβισμένες στις κυρίαρχες
κεφαλαιοκρατικές σχέσεις με αποτέλεσμα οι πανίσχυρες παραγωγικές δυνάμεις
που έχουν αναπτυχθεί να λειτουργούν εν πολλοίς ως ξένες και εχθρικές προς την
κοινωνία και τη φύση, ως μέσα ανταγωνισμού και καταστροφής των ανθρώπων και του
περιβάλλοντος.
Δεδομένου ότι οι τεχνολογικές εξελίξεις αφ’ εαυτών επ’
ουδενί λόγω δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μια νέα κοινωνία, η ανθρωπότητα
βρίσκεται ολοένα και περισσότερο ενώπιον ενός αμείλικτου διλήμματος: ή θα
μπορέσει, βάσει εγνωσμένων υλικών προϋποθέσεων και δυνατοτήτων, να αλλάξει
ριζικά τις μορφές ιδιοκτησίας και εν γένει τις κοινωνικές σχέσεις στην
κατεύθυνση της ευρείας κυριαρχίας δεσμών συντροφικότητας και αλληλεγγύης ή θα
συνεχίσει να παραμένει έρμαιο της ανεξέλεγκτης κίνησης των δυνάμεων
του κεφαλαίου με ό,τι κινδύνους και καταστροφικές συνέπειες μπορεί αυτό
να ενέχει για το μέλλον της.
Η φύση αυτού του διλήμματος καταμαρτυρεί το γεγονός
ότι η ιστορική εξέλιξη έχει φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο όπου για πρώτη φορά η
κοινωνική προοπτική συνάπτεται με τη συνειδητή επιλογή και επαναστατική
δράση των ανθρώπων, δύναται δηλαδή να προκύψει όχι αυθόρμητα (κατά αυθόρμητο
και εξελικτικό τρόπο δεν είναι εφικτή η υπέρβαση της κεφαλαιοκρατίας), αλλά ως
κατεξοχήν δικό τους δημιούργημα. Συνακόλουθα, η κομμουνιστική κοινωνική αλλαγή
προβάλλει ως ανάληψη για πρώτη φορά στη ιστορία από τους ανθρώπους
(από τον κόσμο της εργασίας) της ευθύνης για τη δημιουργία του μέλλοντός τους,
για τον καθορισμό του χαρακτήρα της κοινωνικής τους ύπαρξης. Με αυτή την έννοια
αποτελεί και την πρώτη ιστορικά αυθεντική πράξη ελευθερίας.
[1] Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ.2,
μτφρ. Π. Μαυρομάτης, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1978, σ. 357.
[4] Φ. Ένγκελς, «Εισαγωγή», στο: Κ. Μαρξ, Ο
εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 2000, σ. 21-23.
[5] Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της
Γκότα, Σύγχρονη εποχή, Αθήνα 1994, σ. 21-23.
[6] В.А. Вазюлин, «Об альтернативности
истории», Марксизм и современность, № 26-27, 2004, σ. 28.
[10]Β. Α. Βαζιούλιν, ό.π., σ. 387, 389.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου