Της Μαριάννας Τζιαντζή
Και μόνο οι λέξεις «εργατική τάξη» φέρνουν αλλεργία στους
αρχισυντάκτες. Μυρίζουν λαϊκισμό, ναφθαλίνη, καθυστέρηση ή γραφικότητες του
τύπου «βασιλικό κι ασβέστη».
***
[1].
Ο τόπος είναι το «κοκκαλάδικο Κροντηρά» στο Ρουφ, ένα
εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται χτένια, σαπούνια τουαλέτας, κόλλες και άλλα
προϊόντα από την επεξεργασία οστών. Ο χρόνος είναι τα μέσα της δεκαετίας του
'30 ενώ ο άνθρωπος που πήρε το τραμ 4 και στήθηκε στην πύλη του εργοστασίου
είναι η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που τότε έκανε μια σειρά ρεπορτάζ για τους
«Αθλίους των Αθηνών» τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αριστερή εφημερίδα Ελευθέρα
Γνώμη, που η έκδοση της διακόπηκε από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Μέχρι να
φτάσει στο εργοστάσιο, η Καζαντζάκη περνά από τα ταμπάκικα, τη συνοικία των βυρσοδεψείων:
«Αλλά τι είναι αυτή η δυσωδία που κυριαρχεί στον αέρα;
Γιατί βρωμά έτσι αυτός ο τόπος; Μια δυσωδία ανοιχτού οχετού διάχυτη. Αλλά και
τι λάσπες! Παντού λιμνάζοντα βρωμόνερα. Από τη βροχή τη χτεσινή, λέω καθώς
προχωρώ. Ομολογώ πως νιώθω κάποια ανησυχία αόριστη. Παραείναι άγριο το τοπίο.
Έπειτα ένα τρένο σφυρίζει τόσο μελαγχολικά κάπου μακριά. Και τα σκυλιά τ' άγρια
που γαβγίζουν μέσα από τις κλεισμένες πόρτες! [...] Τι κόλαση είναι αυτή! Πώς
μπορούν κι αναπνέουν αυτόν τον αέρα, πώς αντέχουν σ' αυτή την αποσύνθεση που
τους περιβάλλει;»
Ένας εργάτης στο κοκκαλάδικο στέλνει μια επιστολή στην
εφημερίδα, όπου περιγράφει με ψυχρή ακρίβεια και με λεπτομέρειες τις συνθήκες
και το είδος της εργασίας:
«Πώς να μάθη τα βάσανα μας ο έξω κόσμος και ποιος θα
ξεσκεπάσει τα κακουργήματα αυτά που γίνονται εις βάρος του εργαζόμενου λαού;
Αλλά κι αν ακόμα σας άφηναν να μπήτε στο εργοστάσιο δεν θα βλέπατε τίποτα. Θα
έσβυναν τα φώτα των τμημάτων του εργοστασίου που μας βασανίζουν κι έτσι δεν θα
βλέπατε τίποτα...»
Σχολιάζοντας την επιστολή, η Γαλάτεια Καζαντζάκη ξεσπά:
«Και ερωτούμε: Πού βρισκόμαστε; Σε ποια σκοτεινή εποχή
βαρβαρότητας, όπου τα θηριώδη ένστικτα ωρισμενων τυράννων και τα φριχτά τους
κακουργήματα εις βάρος των σκλάβων τους μας μετέδωσε η ιστορία; Και πώς το
κράτος το Ελληνικό αφήνει και γίνονται παρόμοια αίσχη εις βάρος του
στοιχειώδους ανθρωπισμού κάτω από τη μύτη του; [...] Πού είναι οι επιθεωρητές
εργασίας; Πού είναι οι υπηρεσίες οι εντεταλμένες να παρακολουθούν τα
εργοστάσια;»
Χωρίς να θέλω να μειώσω την ευαισθησία και τη δύναμη της
πένας της συγγραφέως, έχω την εντύπωση ότι η επιστολή του εργάτη είναι πολύ πιο
συγκλονιστική, λέει πολύ περισσότερα από όσα μπόρεσε η Γαλάτεια Καζαντζάκη να
δει. (Αντίστοιχα, η επιστολή ενός ανώνυμου αξιωματικού του στρατού ξηράς, που
αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο τις παραμονές του Πάσχα του 2013, είναι πολύ πιο
δυνατή και διαφωτιστική από δεκάδες καλογραμμένα ρεπορτάζ για τη σύγχρονη
φτώχεια[2].)
Ωστόσο, εκείνη η επιστολή του ανώνυμου εργάτη δε θα έφτανε στο φως αν μια
θαρραλέα γυναίκα δεν έκανε ό,τι πολλοί ομότεχνοι της δε διανοούνται -τότε και
τώρα- να κάνουν: να πάει εκεί. Εκεί όπου «παραείναι άγριο το τοπίο». Μόνο που
τότε, προπολεμικά, τα σημάδια της αγριότητας ήταν διακριτά: τα κουρελιασμένα
ρούχα, οι τρώγλες, οι ανοιχτοί οχετοί. Σήμερα η αγριότητα είναι πιο
καμουφλαρισμένη, ενώ ο φόβος τη συντηρεί και συγκαλύπτει την αγριότητα.
Μια συγγραφέας πρώτης γραμμής, λοιπόν, γίνεται ρεπόρτερ,
«κατεβαίνει» στα χαμηλά, προσπαθεί να ακουμπήσει το δάχτυλο επί τον τύπον των
ήλων και μια εφημερίδα γράφει για τους κολασμένους της αττικής γης. Σήμερα, αν
εξαιρέσουμε τον Ριζοσπάστη, τις εφημερίδες και κάποια περιοδικά της
αριστεράς ή κάποιες μεμονωμένες δημοσιογραφικές έρευνες και ρεπορτάζ στην Εφημερίδα
των Συντακτών, την παλιά Ελευθεροτυπία και πολύ σπάνια σε επαρχιακές εφημερίδες,
ο υπαρκτός κόσμος της εργασίας λάμπει διά της απουσίας του από τον γραπτό Τύπο.
Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Στις δύο πρώτες δεκαετίες
του περασμένου αιώνα, στη μακρινή Αμερική, εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες
διάβαζαν στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Κάνσας Appeal to Reason
εξαιρετικά κείμενα για την εκμετάλλευση και την κοινωνική ανισότητα με την
υπογραφή προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Τζακ Λόντον, ο Απτον Σίνκλερ, η Χέλεν
Κέλερ, η Μαίρη «Μάδερ» Τζόουνς, ο Γιουτζίν Ντεμπς.
Ο Τζον Ριντ δεν είχε μόνο την τύχη να δει με τα ίδια του τα
μάτια την Οκτωβριανή Επανάσταση και να γράψει γι' αυτήν στις Δέκα μέρες που
συγκλόνισαν τον κόσμο. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1914, σε ηλικία 27 ετών,
βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της πιο σκληρής και βίαιης μάχης στην ιστορία των
ΗΠΑ «ανάμεσα στους εργάτες και τους βιομηχάνους», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο
Χάουαρντ Ζιν[3],
στη «Σφαγή του Λαντλόου». Και στο περίφημο κείμενο του «Ο πόλεμος του
Κολοράντο»[4],
που δημοσιεύτηκε τότε στο Metropolitan Magazine, περιγράφει την
εξέγερση των ανθρακωρύχων που πνίγηκε στο αίμα και μιλά με θαυμασμό για τον
ηγέτη τους, τον Έλληνα μετανάστη Λούη Τίκα, που έχασε τη ζωή του καθώς τον
πυροβόλησαν πισώπλατα. Ίσως σήμερα τίποτα να μην ξέραμε για τον Λούη Τίκα, αν
δεν ήταν ο Ριντ. (Πρέπει να ξέρουμε ποιος ήταν ο Λούης Τίκας; Ίσως το «πρέπει»
ηχεί αλαζονικό και διδακτικό. Εδώ ταιριάζει το ερώτημα αν «αξίζει» να τον
ξέρουμε, όπως και το αν αξίζει να ξέρουμε ποιος ήταν ο Γιάννης Σαλάς. Πάντως,
αυτόν τον τελευταίο ο Γιώργος Σεφέρης μάλλον τον ήξερε και ας μη
διασταυρώθηκαν ποτέ οι δρόμοι τους, ενώ ο Μανόλης Αναγνωστάκης όχι απλώς τον
ήξερε, αλλά είχε παραδεχτεί ότι ο αγωνιστής αυτός τον σφράγισε. Κλείνει η
παρέκβαση.)
Σήμερα το εργατικό ρεπορτάζ έχει εξαφανιστεί ή έχει
συρρικνωθεί στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο ενώ οι «δυνατές υπογραφές», οι
επιτυχημένοι δημοσιογράφοι, σπάνια «κατεβαίνουν» στα σύγχρονα Ρουφ και, όταν
κατεβαίνουν, βρίσκουν τα φώτα σβηστά.
Η κατάσταση στον Τύπο
Η περιορισμένη ενασχόληση του Τύπου με τη ζωή και τους
συλλογικούς ή και ατομικούς αγώνες της εργατικής τάξης δεν οφείλεται στην
απάθεια, στην έλλειψη ευαισθησίας των δημοσιογράφων, αλλά συνδέεται αφενός με
τη δημοκρατία, την ελευθερία που επικρατεί στα μιντιακά συγκροτήματα και
αφετέρου με τα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα και ιδεολογήματα της εποχής.
Περιορισμένη, στην Ελλάδα και αλλού, όχι μόνο σε σύγκριση με το παρελθόν, αλλά
και σε σύγκριση με τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που συντελούνται στη θέση της
εργατικής τάξης σήμερα.
Ο βαθμός ελευθερίας των δημοσιογράφων φαίνεται από το
γεγονός ότι όταν κηρύσσεται μια απεργία στον Τύπο, ούτε στα κανάλια ούτε στις
εφημερίδες δεν εμφανίζεται κάποιο ειδησάκι που να εξηγεί, έστω και περιληπτικά,
τους λόγους της απεργίας. Μόνο κάποιοι αρθρογράφοι έχουν την ελευθερία ή μάλλον
το ελεύθερο να μιλούν για τις ολέθριες συνέπειες των απεργιών των δημοσιογράφων
στην ενημέρωση ή για την «απεργομανία» των σωματείων του Τύπου.
Μια φορά κι έναν καιρό, ακόμα και στον αστικό Τύπο υπήρχε το
λεγόμενο εργατικό ρεπορτάζ. Ένας δημοσιογράφος του «ελεύθερου», όπως
αποκαλείται ένα από τα έξι κύρια τμήματα που συνήθως έχει μια εφημερίδα (τα
άλλα πέντε είναι: πολιτικό, διεθνές, οικονομικό, πολιτιστικό) κάλυπτε
αποκλειστικά ό,τι είχε σχέση με τα εργατικά θέματα: νομοθεσία, συνδικάτα,
συλλογικές συμβάσεις, απεργίες, κινητοποιήσεις κ.λπ.
Μαζί με το «τέλος της εργασίας» (όπως την ξέραμε), μαζί με
την καπιταλιστική ανασυγκρότηση που ξεκίνησε στη δεκαετία του '80, ήρθε και το
τέλος ή μάλλον η αρχή του τέλους του εργατικού ρεπορτάζ, όπως το ξέραμε. Στα
χρόνια του θατσερισμού και του ριγκανισμού πολλές δημοσιογραφικές πρακτικές
άλλαξαν. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν έγκυροι μελετητές στη Βρετανία και στις
ΗΠΑ. Στον ελληνικό Τύπο, τα θέματα που έχουν σχέση με την εργασία καλύπτονται
συνήθως από το οικονομικό τμήμα, από τον υπεύθυνο για το υπουργείο Εργασίας,
ενώ ο δημοσιογράφος που κάνει επιτόπιο ρεπορτάζ στους χώρους εργασίας και
καλύπτει τη δραστηριότητα των συνδικάτων απλώς δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί ή
το κάνει ευκαιριακά.
Και μόνο οι λέξεις «εργατική τάξη» φέρνουν αλλεργία στους
αρχισυντάκτες. Μυρίζουν λαϊκισμό, ναφθαλίνη, καθυστέρηση ή γραφικότητες του
τύπου «βασιλικό και ασβέστη». Επισήμως υπάρχουν οι εργαζόμενοι, υπάρχουν
οι άνεργοι, υπάρχουν οι άνεργοι νέοι (πώς να τους παραβλέψεις με πάνω από 60%
νεανική ανεργία;), υπάρχουν οι μετανάστες, υπάρχουν πάνω απ' όλα οι «φτωχοί».
Υπάρχουν, βέβαια, και οι ιστορίες «ανθρώπινου ενδιαφέροντος» που συνδέονται με
τη φτώχεια, την ανεργία και την κρίση, όχι όμως με τους αγώνες ενάντια στη
φτώχεια, την ανεργία και την κρίση. Η δημοσιογραφική κάλυψη αυτών των αγώνων
συνήθως γίνεται μόνο από τη σκοπιά της «απίστευτης ταλαιπωρίας» του κοινωνικού
συνόλου - ας θυμηθούμε τους φετινούς οδυρμούς για το ενδεχόμενο απεργίας των
καθηγητών μέσης εκπαίδευσης στη διάρκεια των πανελλήνιων εξετάσεων. Η
ενασχόληση με τα πραγματικά αίτια των κινητοποιήσεων αποκτά τη ρετσινιά του
«λαϊκισμού», τη στιγμή που η στοιχειώδης δημοσιογραφική δεοντολογία απαιτεί να
δίνεται ο λόγος και στην «άλλη πλευρά».
Γενικά, για τα περισσότερα Μέσα οι εργαζόμενοι δεν έχουν
φωνή και πρόσωπο. Είναι οι αόρατοι άνθρωποι, ενώ κάποιες κατηγορίες τους
(π.χ., οι «ενοικιαζόμενοι») είναι πιο αόρατοι από τους αόρατους, μερικές φορές
ακόμα και για τα μεγάλα συνδικάτα. Υπάρχουν μόνο όταν με τις απεργίες τους
«ταλαιπωρούν» τους πολίτες, τους μαθητές, τους γονείς, τους εκδρομείς κ.λπ. ή
θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Οι ιστορίες που έχουν σχέση με το χώρο και
το είδος της εργασίας τους δεν έχουν θέση στα ΜΜΕ. Μερικές φορές, οι ιστορίες
αυτές κυκλοφορούν στόμα με στόμα, όπως συνέβαινε με τους μεσαιωνικούς θρύλους
και με τις λαϊκές παραδόσεις για λάμιες και «βρουκόλακες». Ιστορίες για εργαζόμενους
που πρέπει να πάρουν ειδική κάρτα για να πάνε στην τουαλέτα, ενώ χρονομετρείται
ο χρόνος παραμονής τους εκεί. Ιστορίες για εργαζόμενους σε κατάστημα εστίασης
που κλειδώθηκαν από τον εργοδότη μέσα στο κατάστημα για να το καθαρίσουν και
αναγκάστηκαν να διανυκτερεύουν εκεί, αφού πρώτα του παρέδωσαν τα κινητά τους
για να μην ειδοποιήσουν τους δικούς τους. Ο εργοδότης τους, ιδιοκτήτης μιας
αλυσίδας σουβλατζίδικων, σε μια μεγάλη πόλη, εκνευρίστηκε επειδή οι υπάλληλοι
του καθυστερούσαν να τακτοποιήσουν και να καθαρίσουν, κι έτσι τους κλείδωσε για
σωφρονισμό, έχοντας προηγουμένως βγάλει το σταθερό τηλέφωνο από την πρίζα και
παίρνοντας το μαζί του.
Όπως το θύμα βιασμού και οι συγγενείς του συχνά αποσιωπά,
καταπίνει την ντροπή του, έτσι και τα θύματα του εργασιακού βιασμού σωπαίνουν -
και όχι μόνο επειδή δεν βρίσκουν βήμα να καταγγείλουν το τι τραβάνε. Αιτία της
σιωπής τους δεν είναι ο κοινωνικός στιγματισμός, αλλά ο φόβος. Κυκλοφορεί η
φήμη ότι ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έχει δεσμούς με τη Χρυσή Αυγή και,
επομένως, η καταγγελία της συμπεριφοράς του θα οδηγούσε σε αντίποινα. Το
εξωφρενικό δεν είναι το κλείδωμα -άλλοι εργοδότες έχουν κάνει πολύ χειρότερα-
αλλά η σιωπή που υπαγορεύεται από το φόβο. Και αν αυτά συμβαίνουν στην καρδιά
της πόλης (και έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι πράγματι συμβαίνουν),
γιατί θα πρέπει να μας εκπλήττουν τα όσα έγιναν στον κάμπο της Ηλείας, όταν
μπράβοι των παραγωγών πυροβόλησαν στο ψαχνό τους εργάτες της φράουλας που
ζητούσαν τα δεδουλευμένα τους;
Χιλιάδες είναι οι αιτήσεις που δέχονται οι αλυσίδες σούπερ
μάρκετ για λίγες θέσεις τετραωρίτη υπαλλήλου και με αμοιβή 255 ευρώ το μήνα για
τους κάτω των 25 ετών και 268 ευρώ (και στις δύο περιπτώσεις μεικτά). Πολλοί
από τους αιτούντες είναι overqualified. με πανεπιστημιακές σπουδές, ξένες
γλώσσες και μεταπτυχιακό. Το γεγονός ότι όχι απλώς είναι πρόθυμοι αλλά
επιδιώκουν, λαχταρούν να εργαστούν για τόσα λίγα χρήματα διαψεύδει τον
διαδεδομένο μύθο για τους Έλληνες που δεν πηγαίνουν να μαζέψουν τις φράουλες,
τις ελιές ή τα ροδάκινα και προτιμούν να περνούν τη μέρα τους πίνοντας φραπέ
στην καφετέρια με το χαρτζιλίκι του μπαμπά. Είναι αλήθεια ότι κάποτε 10χρονα
παιδιά δούλευαν στην οικοδομή ή στο χωράφι, έπιαναν την πέτρα και την έστυβαν,
όπως είναι αλήθεια ότι οι προγιαγιάδες μας έπλεναν τα ρούχα στο ποτάμι, όμως οι
καιροί αλλάζουν. Άλλες οι αντοχές και η κουλτούρα της πρώτης μεταπολεμικής
γενιάς, άλλες της σημερινής οικογένειας (και όχι μόνο των κακομαθημένων, τάχα
μαλθακών παιδιών).
Η απαξίωση του συνδικαλισμού
Με εξαίρεση τον δημόσιο τομέα και τις επιχειρήσεις κοινής
ωφέλειας, η συμμετοχή στα συνδικάτα διαρκώς μειώνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο
και σε άλλες χώρες. Ταυτόχρονα με την αριθμητική δύναμη των σωματείων,
μειώνεται η πολιτική τους δύναμη όπως και η κοινωνική τους απήχηση, ένα
φαινόμενο που αντανακλάται στα ΜΜΕ και, ταυτόχρονα, επιταχύνεται από τα ΜΜΕ.
«Απολύτως φασιστική» χαρακτήρισε την ΠΟΣΠΕΡΤ (Πανελλήνια
Ομοσπονδία Συλλόγων Προσωπικού Επιχειρήσεων Ραδιοφωνίας-Τηλεόρασης) γνωστός
φιλόσοφος και αρθρογράφος σε κείμενο του με αφορμή την κρίση στην ΕΡΤ[5].
Δεν διευκρινίζεται αν ο χαρακτηρισμός αφορά την ηγεσία της ΠΟΣΠΕΡΤ ή και τα
μέλη της, δηλ. όλους τους εργαζόμενους στην ΕΡΤ, όμως δεν είναι η πρώτη φορά
που ο συνδικαλισμός εμφανίζεται σαν συνώνυμο της διαφθοράς, της συναλλαγής,
του βολέματος. Με στεναγμούς ανακούφισης και ιαχές θριάμβου θα δέχονταν πολλοί
διαμορφωτές της κοινής γνώμης την κατάργηση του. Όταν οι «επώνυμοι» συκοφαντούν
όχι απλώς μια ομοσπονδία αλλά τον ίδιο το συνδικαλισμό, είναι φυσικό να
γιγαντώνεται η κτηνωδία, η ανθρωποφαγία των ανωνύμων.
Ασφαλώς δεν είναι όλες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες άγιες. Για
κάποιους, ιδίως από το χώρο του παλιού ΠΑΣΟΚ, ο συνδικαλισμός στάθηκε το
εφαλτήριο για την είσοδο τους στη Βουλή και για πολιτική καριέρα. Οι κατά
καιρούς πρόεδροι της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ είναι ένα είδος «σελέμπριτι»: γι'
αυτούς ανοίγουν διάπλατα τα παράθυρα των τηλεοπτικών εκπομπών, ενώ οι δηλώσεις
τους βρίσκουν πάντα μια θεσούλα στην ειδησεογραφία. Ωστόσο, είναι πολύ περισσότεροι
εκείνοι που πλήρωσαν με απόλυση ακόμα και την εγγραφή τους στο πρωτοβάθμιο
σωματείο και τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ή την απόπειρα τους να ιδρύσουν
σωματείο στο χώρο εργασίας τους.
Συχνά διαβάζουμε και ακούμε για «Τρίμηδες, Φωτόπουλους,
Μπαλασόπουλους, Καλφαγιάννηδες», όπως παλαιότερα διαβάζαμε και ακούγαμε για
«Σταμουλοκολλάδες». Όποιος ασχολείται με το συνδικαλισμό, αυτόματα χαρακτηρίζεται
εργατοπατέρας, εκπρόσωπος ενός είδους της εποχής των δεινοσαύρων και όχι ενός
κλάδου. Πίσω από τους Καλφαγιάννηδες δεν υπάρχουν οι χιλιάδες εργαζόμενοι της
ΕΡΤ, αλλά συντεχνιακά συμφέροντα, υπάρχουν βολεμένοι που αγωνίζονται με νύχια
και με δόντια για να μην τα χάσουν.
Είναι αυτονόητο ότι ο συνδικαλισμός είναι στοιχείο όχι μόνο
της ταξικής πάλης, αλλά και της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Η συκοφάντηση
και η συρρίκνωση του είναι σημάδια αυταρχισμού, είναι οργανικά στοιχεία του
αχαλίνωτου, επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Αν στα χρόνια των πιστοποιητικών
κοινωνικών φρονημάτων πολλοί έλεγαν «σε τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί», σήμερα
οι μαχόμενοι συνδικαλιστές ανακαλύπτουν ότι «σε τυλίγουν σε μια δικαστική
απόφαση» και σε κατατάσσουν στην κατηγορία των επίορκων υπαλλήλων, δηλαδή σε
στέλνουν κατευθείαν στη διαθεσιμότητα και την απόλυση. Αυτό συνέβη φέτος, στις
31 Μαρτίου, όταν τρεις συνδικαλιστές του κλάδου της τοπικής αυτοδιοίκησης
καταδικάστηκαν από το Β' Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε εξάμηνη φυλάκιση
επειδή συμπαραστάθηκαν, με την απλή παρουσία τους, στον απεργιακό αγώνα των
συναδέλφων τους του Δήμου Νέου Ηρακλείου Αττικής το 2007[6].
Ταξική θέση δημοσιογράφων
Στα χρόνια του λάιφστάιλ και της χρηματιστηριακής
ευδαιμονίας οι δημοσιογράφοι ή μάλλον μια αρκετά πλατιά κατηγορία τους ήταν τα
χαϊδεμένα παιδιά του συστήματος. Όχι τόσο λόγω του υψηλού μισθού τους, αλλά
επειδή είχαν τη δυνατότητα να συναναστρέφονται -αν και όχι σαν ίσοι προς
ίσους- τους ισχυρούς και τους «επώνυμους». Πληρωμένα ταξίδια στο εξωτερικό,
γεύματα εργασίας σε ακριβά εστιατόρια, πρωτοχρονιάτικα δωράκια. Μια ψευδαίσθηση
γκλαμουριάς που όμως ζάλιζε αρκετούς. Χάρη στις πολιτικές γνωριμίες, δηλ. με τη
μεσολάβηση του γνωστού του γνωστού- πολλοί ήταν «πιο ίσοι από τους ίσους».
Π.χ., στο στρατό υπηρετούσαν στις καλύτερες θέσεις ή είχαν τη δυνατότητα να
σβήσουν μια κλήση από την τροχαία. Επιπλέον, δεν ήταν λίγοι αυτοί που,
παράλληλα με την εργασία τους στην εφημερίδα ή το κανάλι, αποκτούσαν μια
δεύτερη εργασία σε κάποιο υπουργείο, τράπεζα ή δημόσιο οργανισμό, κάτι που τους
εξασφάλιζε όχι μόνο διπλό μισθό αλλά και διπλή σύνταξη... Αυτά τα προνόμια δεν
ήταν βέβαια για όλους, όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που τα απήλαυσαν ενώ κάποιοι
τα απολαμβάνουν ακόμα.
Ωστόσο εδώ και λίγα χρόνια το οικοδόμημα ίων ΜΜΕ
συγκλονίζεται συθέμελα. Δημοσιογράφοι φίρμες, λαμπερές τηλεπερσόνες βρέθηκαν
στα αζήτητα, ενώ η επίσημη ανεργία στον κλάδο ξεπερνά το 30%. Χιλιάδες οι
απολύσεις, τεράστιες οι περικοπές. Πολλοί δημοσιογράφοι είδαν το εισόδημα τους
να μειώνεται ακόμα και κάτω από το 50%, ενώ εκατοντάδες είναι εκείνοι που
εργάζονται με μπλοκάκι ή με μαύρα. Ιδίως σε πολλά ειδησεογραφικά σάιτ, ο μισθός
είναι 200 ή 300 ευρώ το μήνα ή και μηδέν ευρώ, ενώ δόλωμα είναι η υπόσχεση ότι
θα εισπράττουν ποσοστά από τη διαφήμιση.
Το 2006 παρουσιάστηκε στον Guardian[7]7
μια έρευνα για το δημοσιογραφικό επάγγελμα. Από τους 100 πιο γνωστούς Βρετανούς
δημοσιογράφους, το 54% είναι απόφοιτοι ιδιωτικών σχολείων (όπου σπουδάζει μόνο
το 7% του μαθητικού πληθυσμού), ενώ το 1989 η αναλογία ήταν 49%. Οι περισσότεροι
δημοσιογράφοι με πανεπιστημιακό πτυχίο (89 στους 100) έχουν φοιτήσει στην
Οξφόρδη και στο Κέμπριτζ, γεγονός που δείχνει ότι όλο και πιο δύσκολα οι νέοι
από πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα μπορούν να σταδιοδρομήσουν ως δημοσιογράφοι.
Οι πετυχημένοι δημοσιογράφοι που τελείωσαν το δημόσιο σχολείο (όπου φοιτούν οι
9 στους 10 Άγγλους μαθητές) μετριούνται στα δάχτυλα. Σύμφωνα με τον επικεφαλής
της έρευνας, ενώ κάποτε στα δημοσιογραφικά γραφεία ίσχυε κάποια αξιοκρατία,
σήμερα η άτυπη πρακτική των προσλήψεων στη βιομηχανία των ΜΜΕ ευνοεί εκείνους
που η οικογένεια τους ανήκει στις ελίτ. Όχι μόνο γιατί λόγω γνωριμιών έχουν
ευκολότερη πρόσβαση αλλά και γιατί οι νεοπροσληφθέντες μπορούν πιο εύκολα να
επιβιώνουν με τους χαμηλούς μισθούς και τη μεγάλη ανασφάλεια που επικρατούν στο
χώρο του Τύπου, ιδίως για τις πιο νεαρές ηλικίες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η τελευταία μεγάλη έρευνα για το
ίδιο θέμα, που έγινε το 1996, έδειξε ότι το 89% των δημοσιογράφων των
εφημερίδων είχαν τελειώσει το κολέγιο, την ίδια εποχή που μόνο το 27% του
συνολικού πληθυσμού είχε σπουδάσει τέσσερα ή περισσότερα χρόνια στο κολέγιο.
Στην Ελλάδα δεν έχει διεξαχθεί κάποια παρόμοια έρευνα για
την ταξική προέλευση των δημοσιογράφων. Πάντως, εμπειρικά μπορούμε να πούμε ότι
τα στεγανά δεν είναι τόσο αυστηρά. Το κύμα της φλογερής πολιτικοποίησης της
νεολαίας, που σηκώθηκε στις δύο πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης, έφερε ή
ξέβρασε στα δημοσιογραφικά γραφεία πολλούς ανήσυχους και συχνά ταλαντούχους
νέους που προέρχονταν από την Αριστερά, που είχαν περάσει από το Ριζοσπάστη ή
τον Οδηγητή. Κάποιοι παρέμειναν αριστεροί (στην έξω ή στη μέσα καρδιά
τους), ενώ άλλοι όχι απλώς συμβιβάστηκαν αλλά ξεπέρασαν σε αντικομμουνισμό ή
μάλλον σε αντιλαϊκότητα και αντεργατικότητα τους παλιούς πολιτικούς αντιπάλους
τους. Πολλοί αποδίδουν αυτό το ελληνικό φαινόμενο στη μεταπολεμική πολιτιστική
ηγεμονία της Αριστεράς και στα συμπλέγματα των νικητών του Εμφυλίου, δηλ. της
δεξιάς, μια ερμηνεία που σήμερα βολεύει σαν άλλοθι για τη νεοσυντηρητική
επίθεση που επιχειρείται στο χώρο της κουλτούρας, της παιδείας και φυσικά των
ΜΜΕ. «Κομμουνιστικό όργανο», ήταν, σύμφωνα με τον Θόδωρο Πάγκαλο, η ΕΡΤ που
«κομμούνιζε από το πρωί ώς το βράδυ μέχρι αηδίας», όπως δήλωσε σε ραδιοφωνική
του συνέντευξη στις αρχές Ιουλίου.
Επίσης και ο Αντώνης Σαμαράς, στην ομιλία του στο 9ο
Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, στις 28 Ιουλίου, ισχυρίστηκε ότι ναι μεν η
Δεξιά και η Αριστερά διόριζαν δικούς τους στην ΕΡΤ, όμως κυρίως διόριζαν
αριστερούς. Αυτή η χοντροκομμένη διαστρέβλωση της πραγματικότητας δεν είναι
απλώς έκφραση δεξιού ή ακροδεξιού φανατισμού, αλλά δείχνει ότι σήμερα το
σύστημα δεν ανέχεται ούτε καν τους «αριστερούς μαϊντανούς», ούτε την ελάχιστη
(και συνήθως ανώδυνη) δόση αριστερού λόγου ή γραφής σαν άλλοθι πολυφωνίας. Η
παρουσίαση της δραστηριότητας των αριστερών κοινοβουλευτικών κομμάτων ή προσωπικοτήτων
είναι ανεκτή, θεωρείται ένδειξη ισορροπίας και αμεροληψίας, όμως ό,τι έχει
σχέση με το εργατικό και το ευρύτερο λαϊκό κίνημα πρέπει να συκοφαντηθεί ή να
αποσιωπηθεί.
Το φαινόμενο της δημιουργίας μιας δημοσιογραφικής ελίτ, το
οποίο παρατηρείται και στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, έχει σχέση και με την
ταξική μυωπία, με τον τρόπο που οι δημοσιογράφοι «βλέπουν» τους εργαζόμενους,
τη ζωή και τους αγώνες τους.
Ωστόσο, τα τελευταία τρία χρόνια οι γραμμές αυτής της ελίτ
(που εξάλλου πάντα ήταν μειοψηφία) αραιώνουν. Οι δημοσιογράφοι, πλην μετρημένων
εξαιρέσεων, δεν είναι πια τα χαϊδεμένα παιδιά, αλλά επισφαλείς εργαζόμενοι που
ξέρουν ότι εύκολα μπορεί να τα χάσουν όλα. Θα έλεγε κανείς πως η απότομη
επιδείνωση της επαγγελματικής και οικονομικής θέσης τους θα οδηγούσε στη
ριζοσπαστικοποίησή τους και στην ταύτιση τους με τον κόσμο της εργασίας. Όμως
δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα, όχι μόνο γιατί «άλλοι
κρατάνε τα κλειδιά», αλλά και γιατί ο φόβος της απώλειας του πενιχρού μισθού
συχνά οδηγεί στην ταύτιση με τα συμφέροντα των εργοδοτών. Εξάλλου, είναι γνωστό
πως όποιος απολύεται από ένα «μαγαζί» απολύεται από όλα, καθώς ελάχιστες έως
μηδενικές είναι οι πιθανότητες να προσληφθεί κάπου αλλού.
Συχνά, όταν αναφερόμαστε σε κάποιο μέλος της δημοσιογραφικής
ελίτ, λέμε ότι «ο Τάδε ζει στην κοσμάρα του», όμως αυτή η πρόχειρη, η αυθόρμητη
αντίδραση δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. Οι επιτυχημένοι εκπρόσωποι του δημοσιογραφικού
κλάδου, είτε είχαν εύπορους γονείς είτε είναι αυτοδημιούργητοι, μπορεί να μη
ζουν σε βίλες με πισίνες, να μην έχουν κότερο ή σπίτι στη Μύκονο, όμως οι
περισσότεροι στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο και αργότερα στο
εξωτερικό για σπουδές, έχουν άριστη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καλή διατροφή,
καθώς και τη δυνατότητα να απολαμβάνουν πολιτιστικά προϊόντα τα οποία ούτε
τολμούν να ονειρευτούν οι χιλιάδες πληβείοι στο χώρο του Τύπου. Μπορεί το
επίπεδο ζωής τους να μην έχει σχέση με τη λεγόμενη «επιδεικτική κατανάλωση»
(conspicious consumption) ή την ευτέλεια του λάίφστάιλ, όμως απέχει αιώνες
φωτός από την καθημερινότητα των πολλών. Και όταν κατοικείς σε ένα βελούδινο
μκρόκοσμο, εύκολα ξεχνάς την ύπαρξη του μεγάλου σκληρού κόσμου, δύσκολα μπορείς
να ταυτιστείς με εκείνους που κατοικούν, που ασφυκτιούν έξω από τη μικρή αυτή
γυάλα.
Στη δεκαετία του '90 μια πολιτικός με αριστερή προέλευση
(αλλά όχι κατάληξη) ρωτήθηκε σε μια συνέντευξη πόσα ξοδεύει κάθε μήνα. «Όσα
και οι φίλοι μου», απάντησε με ειλικρίνεια, χωρίς να διευκρινίσει σε ποια τάξη
ανήκουν οι φίλοι της. Αυτό που υπονοεί η συγκεκριμένη απάντηση είναι: «δύσκολα
θα μπορούσα να είμαι φίλη με κάποιον που ζει με το ένα δέκατο των χρημάτων που
ξοδεύω εγώ». Και όχι απλώς «να είμαι φίλη», αλλά να γνωρίζω, να αναγνωρίζω
αυτόν τον κάποιο. Πολλοί δημοσιογράφοι, που δεν θεωρούν τον εαυτό τους
προνομιούχο, θα μπορούσαν να δώσουν μια παρόμοια απάντηση.
Δημοσιότητα πληρωμένη με αίμα
Τα σκάγια που δέχτηκαν οι ξένοι εργάτες γης στη Μανωλάδα,
όπως και το βιτριόλι που έσκαψε το λαιμό και το πρόσωπο της Κωνσταντίνος
Κούνεβα, ήταν η αιτία που τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν με συμπόνια στα
παραπήγματα του ηλειακού κάμπου και στις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας στις
εταιρείες που αναλαμβάνουν εργολαβικά τον καθαρισμό των δημόσιων χώρων, όπως
είναι οι σταθμοί των τρένων, τα νοσοκομεία, τα κτίρια των ΔΕΚΟ.
Στις 19 Δεκεμβρίου του 2010, ημέρα Κυριακή, ένας 44χρονος
Αιγύπτιος, ενώ καθάριζε τα τζάμια σε ένα κτίριο του υπουργείου Εργασίας στην
οδό Κοραή, έπεσε από τον τρίτο όροφο και σκοτώθηκε. Η είδηση παρέμεινε για
πολλές μέρες στα αζήτητα, αφού ακολούθησαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και
ένας τέτοιος άχαρος θάνατος δεν ταιριάζει στη χαρούμενη ατμόσφαιρα των ημερών. Η
είδηση εμφανίστηκε πρώτα στο Διαδίκτυο, ύστερα στις εφημερίδες, μετά από τη
σχετική ανακοίνωση του σωματείου καθαριστών και την ερώτηση βουλευτή του
Συνασπισμού στη Βουλή. Τρίτη και καταϊδρωμένη ασχολήθηκε με το θέμα η
τηλεόραση, δέκα ημέρες μετά το συμβάν.
Είδηση δεν είναι μόνο το ίδιο το θανατηφόρο ατύχημα, η
έλλειψη μέτρων ασφαλείας, το γεγονός ότι από το 2008 ο Αιγύπτιος εργαζόταν
ανασφάλιστος, η καθυστέρηση στην έκδοση σχετικής ανακοίνωσης από το υπουργείο,
οι αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων, της ΓΣΕΕ κ.λπ. αλλά και η καθυστέρηση
στη δημοσιοποίηση της είδησης. Ο νεκρός βρισκόταν στα αζήτητα, όχι του νεκροτομείου,
αλλά της ενημέρωσης, βρισκόταν στα ανεπιθύμητα της ίδιας της κοινωνίας.
Με λίγα λόγια, οι εργαζόμενοι υπάρχουν για τα ΜΜΕ όταν αυτοκτονούν
(και όσο πιο θεαματικές και μαζικές οι αυτοκτονίες, τόσο περισσότερες οι πιθανότητες
να φτάσει στα κανάλια και στις εφημερίδες) ή όταν μια περιπέτεια τους θυμίζει
κινηματογραφική ταινία (όπως συνέβη με τους 33 μεταλλωρύχους στη Χιλή που
παρέμειναν 69 ημέρες εγκλωβισμένοι περίπου 700 μέτρα κάτω από τη γη) ή όταν
γίνονται αντικείμενο φιλανθρωπίας και επιδεικτικής ευαισθησίας, όταν γίνονται
οι «καημένοι», οι «κακόμοιροι», οι «ανυπεράσπιστοι. Επιπλέον, είναι πολύ πιο
εύκολο για τις μεγάλες εφημερίδες και κανάλια να ασχοληθούν με το δράμα των
εργαζομένων σε χώρες μακρινές κι εξωτικές παρά με τα βάσανα και τους
ευτελισμούς που δέχονται οι εργαζόμενοι στη δική μας χώρα. Η εγχώρια εργατική
τάξη συνήθως είναι αόρατη για τα μάτια του Τύπου και «ο κόσμος της είναι ένας
κόσμος τον οποίο αγνοούμε, όπως αγνοούμε, π.χ., τους χωρικούς του Σουρινάμ»,
λέει ένας πολυβραβευμένος Αμερικανός δημοσιογράφος, ο Αντονι Ντε Πάλμα. «Είναι
θλιβερό να συγκρίνουμε την εργατική τάξη της χώρας μας με τους χωρικούς του
Σουρινάμ», παραδέχεται, «όμως και οι δύο μάς είναι σχεδόν εξίσου άγνωστοι».
Υπάρχει και μια άλλη, συμπληρωματική ερμηνεία για την
υποτίμηση των εργατικών θεμάτων, ιδίως στο χάρτινο Τύπο. Η συρρίκνωση της
κυκλοφορίας τους. Ένα φαινόμενο που είχε αρχίσει και πριν ξεσπάει η οικονομική
κρίση, οδηγεί σε όλο μεγαλύτερη εξάρτηση τους από τα διαφημιστικά έσοδα. Οι
εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και πολλά περιοδικά δεν απευθύνονται πλέον στο
«γενικό αναγνωστικό κοινό», που ένα τμήμα του είναι και η εργατική τάξη, αλλά
σε εκείνα τα στρώματα που το εισόδημα τους τους επιτρέπει να αγοράσουν τα προϊόντα
που διαφημίζονται στις σελίδες τους. Δεν απευθύνονται στους δημιουργούς του
πλούτου, αλλά στους καταναλωτές του, όπως έχει εύστοχα επισημανθεί. Ακόμα και
όταν παρουσιάζουν θέματα που έχουν σχέση με τους φτωχούς ή τους μετανάστες,
αυτά «είναι γραμμένα λες και οι μετανάστες είναι ο "άλλος" και όχι η
κοινότητα στην οποία απευθύνεται η εφημερίδα», έχει πει η Αμερικανίδα
δημοσιογράφος Kari Lydersen, που έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με τη θέση των
ισπανόφωνων μεταναστών. Ο ίδιος εξηγεί ότι οι εφημερίδες κυρίως απευθύνονται
στη μορφωμένη μεσαία και ανώτερη τάξη, που συνήθως κατοικεί στα προάστια και
ενδιαφέρεται για τα θέματα που έχουν σχέση με τη δική της κοινότητα και την
αφορούν άμεσα.
Η εργατική τάξη στην τηλεοπτική μυθοπλασία
Μόνο ένας αφελής θα υποστήριζε ότι τα σίριαλ δεν συμβάλλουν
τη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης των εργαζομένων, όπως γενικά συμβάλλουν
οι ψυχαγωγικές της συνήθειες. Επίσης θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε ότι οι
εργαζόμενοι θέλουν να διαβάζουν ή να βλέπουν «μόνο» εργατικά θέματα ή να παρακολουθούν
σειρές μυθοπλασίας με ήρωες που να προέρχονται από την τιμημένη εργατιά, σαν
και αυτούς που υποδυόταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, το «παιδί του λαού», στις ταινίες
του '60. Κάθε άλλο. Οι πρίγκιπες και οι πριγκιπέσες πάντα έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο
στη λαϊκή μυθολογία. Ωστόσο, αυτό που παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στη
διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης δεν είναι τόσο το τι επιλέγουν να δουν οι
εργαζόμενοι στην τηλεόραση, αλλά το τι στερούνται, το τι χάνουν, το πώς
φτωχαίνει η κοινωνική τους ζωή όταν καθηλώνονται τρεις-τέσσερις ή και
περισσότερες ώρες την ημέρα μπροστά στην τηλεόραση, όχι πάντα από ανάγκη αλλά
επειδή οι άλλες ψυχαγωγικές επιλογές, ακόμα και ο καφές στην πλατεία, είναι
οικονομικά απαγορευμένες.
Η απεικόνιση των εργαζομένων στα σίριαλ θα μπορούσε να ήταν
το αντικείμενο ενός ξεχωριστού κειμένου. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η
εργατική τάξη δεν είναι εξαφανισμένη, ενώ στα λιγοστά ελληνικά σίριαλ της
τελευταίας διετίας η κρίση είναι παρούσα καθώς πολλοί χαρακτήρες είναι
άνεργοι, ξεσπιτωμένοι, υποαπασχολούμενοι. Σημασία όμως δεν έχει το πόσο
δυναμική και έντονη είναι η παρουσία των εργαζομένων στο πάνθεον των
τηλεοπτικών ηρώων: αυτό που μετράει είναι ο σεβασμός, η χάρη, η ευφυΐα, η
αισθητική με την οποία απεικονίζεται η ζωή της εργατικής τάξης. Συχνά τα «λαϊκά
παιδιά» εμφανίζονται σαν καρικατούρες, μιλούν σαν «τα παλιόπαιδα, τ' ατίθασα»
του Νίκου Τσιφόρου και ελάχιστα θυμίζουν τους ανθρώπους που συναντάμε στην
καθημερινή ζωή. Και αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη σεναριογραφικού ή
υποκριτικού ταλέντου, όσο στην έλλειψη παράδοσης. Μιας παράδοσης λαϊκότητας
-και όχι λαϊκισμού- και ρεαλισμού η οποία είναι διακριτή σε πολλά τηλεοπτικά,
κινηματογραφικά, θεατρικά και λογοτεχνικά προϊόντα χωρών όπως η Βρετανία ή και
οι Ηνωμένες Πολιτείες. Λαμπρά τηλεοπτικά δείγματα αυτής της παράδοσης είναι το
τηλεοπτικό The Office ή το Επειγόντως τη μαμή, όπου το σύγχρονο
προλεταριάτο, οι υπάλληλοι γραφείου, τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα απεικονίζονται
με χιούμορ και ευαισθησία, σαν «κανονικοί» άνθρωποι και όχι σαν εξωτικά
ζωάκια.
Η χρυσή εποχή των εργατολόγων
Σήμερα η εργατική τάξη δέχεται την πιο σφοδρή επίθεση στα
μεταπολεμικά χρονικά. Ο μύθος της κοινωνικής ανόδου έχει καταρρεύσει
θεαματικά, ενώ επιταχύνεται η φτωχοποίηση των μικρομεσαίων στρωμάτων που στις
δύο-τρεις προηγούμενες δεκαετίες είχαν πολύ υψηλότερο εισόδημα. Ωστόσο, η
ραγδαία φτωχοποίηση συνυπάρχει με τον κοινωνικό αυτοματισμό, με τη συστηματική
προσπάθεια κατακερματισμού των εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων. Η καλλιέργεια
της αμοιβαίας καχυποψίας έως και της εχθρότητας ανάμεσα σε διάφορες
επαγγελματικές κατηγορίες και κλάδους δεν ασκείται μόνο από τα κόμματα
εξουσίας, αλλά και από πολλούς, δημοσιογράφους και δημόσιους διανοούμενους. Το
τι κάνει και τι μπορεί να κάνει η αριστερά και γενικά ο αριστερός Τύπος ή και η
λεγόμενη δημοσιογραφία των πολιτών για να αντιστρέψει αυτή την υπαρκτή τάση
είναι αντικείμενο μιας μεγάλης, δύσκολης αλλά και αναγκαίας συζήτησης.
Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας καταργήθηκαν με τον πιο
βάναυσο τρόπο, η αποζημίωση λόγω απόλυσης συρρικνώθηκε, οι απολύσεις
απελευθερώνονται όλο και περισσότερο, ενώ οι επιθεωρητές εργασίας είναι
ελάχιστοι σε σχέση με τους χώρους που πρέπει να καλύψουν, γεγονός που σημαίνει
ότι τα περιθώρια εργοδοτικής αυθαιρεσίας διευρύνονται. Το κοινωνικό κράτος
διαλύεται και η στρατιά των κολασμένων της γης πυκνώνει. Όλα αυτά δεν μπορούν
να αποσιωπηθούν εντελώς από τα ΜΜΕ, όμως τις περισσότερες φορές η αφήγηση γίνεται
από τη σκοπιά των «απέξω», των «από πάνω», των τεχνοκρατών ή των ειδικών, όχι
όμως «των κάτω». Οι κάτω βάζουν το συναίσθημα τους, το δάκρυ τους... οι πάνω
βάζουν το μυαλό και τις αναλύσεις τους.
Νέες λέξεις που σχετίζονται με την εργασία εισβάλλουν τα
τελευταία χρόνια στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Συχνά δεν κατανοούμε πλήρως το
νόημά τους, όμως διαισθανόμαστε ότι αντιπροσωπεύουν έναν ευτελισμό ή μια
απειλή: stagers, εργαζόμενοι φτωχοί, νεόπτωχοι, ωφελημένοι, κινητικότητα,
διαθεσιμότητα, μετενέργεια, πλεονάζοντες, εφεδρεία, οριζόντιες περικοπές,
ξαφνικός θάνατος κ.ά. Το έργο της αποκωδικοποίησης αυτών των εννοιών
αναλαμβάνουν, συνήθως μέσω της τηλεόρασης, πανεπιστημιακοί που έχουν ειδικευθεί
στο εργατικό δίκαιο ή δημοσιογράφοι που μας κάνουν λιανά το τι σημαίνουν τα
νέα μέτρα και διατάξεις. Με τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, την αρθογραφία και τις
συνεντεύξεις τους, καθηγητές όπως ο Αρις Καζάκος, ο Αλέξης Μητρόπουλος, ο
Σάββας Ρομπόλης κ.ά. έχουν προσφέρει πολλά στη διαφώτιση του κοινού, όμως αυτή
η πολύτιμη προσφορά δεν υποκαθιστά την ανάγκη ύπαρξης αυτοτελούς και επιτόπιου
εργατικού ρεπορτάζ. Συνήθως, στα κανάλια και στις εφημερίδες το λόγο δεν τον
έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ή οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι τους, αλλά οι ειδικοί
στην εργατική αριθμητική και νομοθεσία. Απ' αυτή την άποψη, ο Γιώργος Αυτιάς
είναι ο τηλεοπτικός ιππότης των απόμαχων της εργασίας ή εκείνων που πλησιάζουν
στην ηλικία της συνταξιοδότησης. Ο Τζον Ριντ άκουσε το σφύριγμα από τις
σφαίρες που χτύπησαν πισώπλατα και θανάτωσαν τον Λούη Τίκα, είδε τα πτώματα των
απανθρακωμένων παιδιών και γυναικών που δολοφόνησαν οι άνδρες της Εθνοφυλακής
και οι μπράβοι των αφεντικών των ανθρακωρυχείων του Κολοράντο, όμως αυτοί που
ασχολούνται σήμερα με τα εργατικά θέματα, ανεξάρτητα από την επαγγελματικότητα
και την ευσυνειδησία τους, παραμένουν άκαπνοι και ατσαλάκωτοι στο στούντιο ή
στο γραφείο της εφημερίδας τους.
Και πάλι πρέπει να επισημάνουμε ότι υπάρχουν λίγες τιμητικές
εξαιρέσεις.
Undercover ρεπόρτερ: τι είναι αυτό;
Πολύ γνωστός είναι στην Ελλάδα ο Γερμανός δημοσιογράφος
Γκίντερ Βάλραφ. που μεταμφιέστηκε σε Τούρκο εργάτη για να μάθει πώς ζουν οι άνθρωποι
στην απέναντι όχθη. Τα όσα είδε αποτυπώθηκαν στο θρυλικό βιβλίο του Στο
περιθώριο (Στάχυ, 1986), ενώ αργότερα, για να γράψει το βιβλίο του για το
σύγχρονο γερμανικό θαύμα, δεν υποδύθηκε απλώς τον άστεγο, αλλά έζησε σαν
άστεγος, γυρεύοντας καταφύγιο σε διάφορους ξενώνες στη Γερμανία. Πρόκειται για
την ερευνητική βιωματική δημοσιογραφία που δεν απαιτεί μόνο κότσια, πείσμα και
σωματική αντοχή, αλλά κι έναν εκδότη πρόθυμο να την ενθαρρύνει και να τη
χρηματοδοτήσει. Ακόμα και στη σύγχρονη μητρόπολη του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, το
είδος αυτό δεν έχει εξαφανιστεί, αλλά γίνεται όλο και πιο σπάνιο.
Λιγότερο γνωστή από τον Βάλραφ είναι στην Ελλάδα η
Αμερικανίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος Barbara Ehrenreich, με διδακτορικό
στη μοριακή βιολογία, που για να γράψει το βιβλίο της Nickel and Dimed: On
(not) getting by in America (2001), έκανε ό,τι και ο Βάλραφ, δηλαδή προσπάθησε
να ζήσει ή μάλλον να επιβιώσει κάνοντας επί τρεις μήνες -με διαλείμματα-
εργασίες που αμείβονταν με το κατώτατο ωρομίσθιο, δηλ. 6-7 δολάρια την ώρα:
καμαριέρα, καθαρίστρια, σερβιτόρα, πωλήτρια και ζώντας αποκλειστικά με το
μισθό της στη Φλόριντα, το Μέιν και τη Μινεσότα. Και μάλιστα, δεν ήταν
πιτσιρίκα, αλλά κόντευε τα 60. Το ενδιαφέρον είναι ότι το πρόπλασμα του βιβλίου
ήταν ένα μεγάλης έκτασης ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε το 1999 στο κάθε άλλο παρά
προλεταριακό περιοδικό Harper.Στην εισαγωγή της στο βιβλίο, η
Ehrenreich αναφέρει ότι στη διάρκεια ενός γεύματος με τον εκδότη του
περιοδικού, τον Lewis Η. Lapham, η συζήτηση στράφηκε στο πώς μπορεί κανείς να
ζήσει με τον κατώτατο μισθό. Εκείνη θυμήθηκε εκείνο «το παλιομοδίτικο είδος
δημοσιογραφίας» και είπε ότι κάποιος πρέπει να το κάνει. Ο εκδότης της
χαμογέλασε και της είπε: «Εσύ».
Σήμερα η Ehrenreich δεν θα μπορούσε να κάνει το ίδιο, όχι
μόνο γιατί δεν υπάρχουν πρόθυμοι εκδότες, αλλά γιατί, όπως η ίδια εξηγεί, δεν
υπάρχουνε δουλειές, ιδίως για μια μεσόκοπη ανειδίκευτη γυναίκα.
Στην Ελλάδα αυτά είναι όνειρα θερινής νυκτός. Οι έρευνες
αυτές απαιτούν χρόνο και χρήμα, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις τα κανάλια
και οι εφημερίδες προτιμούν να ακολουθούν το νόμο της αρπαχτής, της ταχύτητας,
της ευκολίας, της με κάθε τρόπο μείωσης του δικού τους «εργατικού κόστους».
Έτσι. λιγοστές είναι οι δημοσιογραφικές εκπομπές έρευνας ή τα αναλυτικά ρεπορτάζ
γύρω από την κατάσταση της εργατικής τάξης είτε των Ελλήνων είτε μεταναστών.
Λιγοστά αλλά πολύτιμα καθώς δείχνουν ότι το δυναμικό υπάρχει, ότι το
δημοσιογραφικό πνεύμα είναι πρόθυμο... όμως κάποιες άλλες προϋποθέσεις είναι
ασθενείς.
[1]
Βασίλης I. Τζανακάρης, Τότε που
ξημέρωνε σκοτάδι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2005, σσ. 225-230.
[3]
Χάουαρντ Ζιν, Ιστορία του λαού των
Ηνωμένων Πολιτειών, μετ. Θεόδωρος Καλύβας, εκδ. Αιώρα, 2008,
σ. 393.
[4]
Τζον Ριντ, Επιλογή από το έργο του,
μετ. Ρούλα Βερβενιώτου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σσ.118-162.
[5]
Χρήστος Γιανναράς, «Η ΕΡΤ ξεγύμνωσε την πολιτική υποκρισία», Καθημερινή, 30/6/2013.
[6]
Βλ. τη σχετική ανακοίνωση της ΠΟΕ-ΟΤΑ στο http://left.gr/news/poe-ota-gia-tin-katadiki-trion-syndikaliston-den-mas-tromokratoyn
[7] Owen Gibson, «Most leading
journalists went to private school, says study», Guardian, 15/6/2006.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου