• ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

    Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

    Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καραντί” του Νίκου Καββαδία

    ΚΑΡΑΝΤΙ
    Στο κορίτσι από το Βόλο

    Μπάσες στεριές ήλιος πυρρός και φοινικιές
    ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα
    γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα
    που αρρώστιες τα `χουνε τσακίσει τροπικές

    Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού
    φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο
    τα δυο φανάρια της νυκτός κι ο Πιζανέλο
    ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού

    Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει
    σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά
    από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά
    κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει

    Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό
    όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα
    χρόνια προσμένω να τυλίξεις την μπαρκέτα
    χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ

    Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
    κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους
    της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
    στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς

    Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά στο στόμα φύκια
    έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
    κατάστιχτη πελεκημένη απο σπαθιά
    διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια

    Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει
    σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά
    από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά
    κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει
     ***

    Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Μαραμπού» 1933 και αφιερώνεται «Στο κορίτσι από το Βόλο». Το “Καραντί” παρά ταύτα δεν έχει προφανή ερωτικό χρωματισμό μέχρι τους τελευταίους έξι στίχους, στους οποίους αναδύεται και πάλι το γνωστό, αινιγματικό Εσύ του Καββαδία, το οποίο — και εδώ — αποτυγχάνει, αστοχεί και απομακρύνεται τόσο αιφνιδιαστικά όσο εισάγεται.

    Και στο ποίημα αυτό εναλλάσσονται, ως συνήθως, εικόνες κίνησης και ακινησίας· εικόνες μιας αέναης πορείας που όμως ισοδυναμεί με φθαρτική, αρρωστημένη στασιμότητα· και όλα αυτά περιβεβλημένα με μια διάχυτη αίσθηση του παραλόγου και της ματαιότητας. «Καραντί» είναι η φουσκοθαλασσιά, κλυδωνισμός του οποίου η αιτία είναι κρυφή, βαθιά και μακρινή, εν τέλει ακατανόητη στο συνειδητό. Το καραντί, ο ίλιγγος που προκαλείται και ο κίνδυνος που υφέρπει εξαιτίας του ακόμη και σε περιβάλλον φαινομενικής σταθερότητας, ανατρέπει οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ότι ο ναυτικός μπορεί οπουδήποτε να «στεριώσει». Το καραντί στο νερό αντιστοιχεί απόλυτα με τη «στεριανή ζάλη» (βλ. το ομότιτλο ποίημα, καθώς και το υπόμνημά μας στο «Μαρέα»), που ο ναυτικός βιώνει στη «στέρεα γη», που δεν του «πρέπει» («Πούσι»), που γι’ αυτόν ουσιαστικά δεν υπάρχει.

    Το “Καραντί” μελοποιήθηκε αρχικά από τους Ξέμπαρκους (Ηλία Αριώτη και Νότη Χασάπη) και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο “S/S Ionion 1934″ (1985). Μελοποιήθηκε επίσης από τον Θάνο Μικρούτσικο και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο “Γραμμές των Οριζόντων” (1991). Μπορείτε να ακούσετε τη μελοποίηση του Μικρούτσικου σε εκτέλεση Γιώργου Νταλάρα, της Μίλβα (με ιταλικό στίχο), Ρίτας Αντωνοπούλου, Γιάννη ΚότσιραΚώστα Θωμαΐδη και του ιδίου του Θάνου Μικρούτσικου.

    ΥΠΟΜΝΗΜΑ

    1. μπάσσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές: το καράβι ταξιδεύει σε τροπικές περιοχές, όπου καραδοκούν μολυσματικές ασθένειες. Οι μπάσες στεριές, γνωστές και ως αμπασσαδούρες, είναι χαμηλές στεριές, που διακρίνονται δύσκολα από μακριά (Τράπαλης, 52). Και αυτή η τοπογραφική λεπτομέρεια είναι χαρακτηριστική των τροπικών περιοχών.

    Ο εντοπισμός της στεριάς αποτελεί για τον ναυτικό το σινιάλο του τέλους του ταξιδιού. Οι μπάσσες στεριές, που υπάρχουν αλλά δεν τις βλέπεις, δεν παρέχουν την αίσθηση της επικείμενης ανακούφισης· είναι εκεί αλλά δεν μπορείς να τις φτάσεις· είναι εκεί, αλλά όχι για σένα. Το καράβι του «Καραντί» βρίσκεται πολύ κοντά στη στεριά, αλλά δεν τη «βλέπει», καθώς δεν επιτρέπεται στους ναύτες του να ξεμπαρκάρουν εξαιτίας της καραντίνας (βλ. παρακάτω). Η εικονοπλασία του φευγαλέου, του άπιαστου, του ταντάλειου, είναι κεντρική στην ποίηση του Καββαδία.

    Παταράτσα
    2. παταράτσα: ο λεγόμενος παράτονος, σχοινί που στερεώνει το επιστήλιο του καταρτιού στο πλάι του πλοίου (Τράπαλης, 59).

    3. στιγματισμένα: σημαδεμένα με τατουάζ. Το τατουάζ αποτελεί σύνηθες επίθημα στα ναυτικά κορμιά του Καββαδία. O ίδιος ο ποιητής είχε στο αριστερό μπράτσο του χαραγμένο το σώμα μιας γοργόνας. Ως ποιητικό σύμβολο το τατουάζ διηγείται σιωπηρά «μια θλιβερή ιστορία»· αποτελεί μια ακόμη υποστασιοποίηση του χαμένου έρωτα, της φευγαλέας γυναικείας μορφής, του άπιαστου ονείρου της εστίας, που στοιχειώνει τον αεικίνητο ναυτικό, ο οποίος δεν στεριώνει ποτέ. Το τατουάζ παραμένει ανεξίτηλο στο μπράτσο του ναυτικού: αυτό μπορεί να αποτελεί παρηγοριά, συχνότερα όμως συνιστά μόνιμο, βασανιστικό βάρος, από το οποίο ο ναυτικός επιχειρεί μάταια να απαλλαγεί· βλ. «William George Allum» (από το «Μαραμπού», 1933):
     
    Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα, 
    μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή
     
    κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
     
    με στίγματ’ ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή. [...]

     
    Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
    με βότανα το στήθος του να τρίβει οι θερμαστές. 
    Του κάκου. Γνώριζεν αυτός, καθώς το ξέρουμε όλοι, 
    ότι του Αννάμ τα στίγματα δεν βγαίνουνε ποτές…

    Συνδέεται ακόμη, όπως εδώ, με αρνητικές εικόνες ψυχοσωματικής, ακόμη και ηθικής φθοράς· εἰναι αυτό το «κάτι πιο βαθύ» που «λερώνει» τους ναυτικούς και τους σπρώχνει στα καράβια («Οι εφτά νάνοι στο S/S Kyrenia»)· πρβλ. «Μαραμπού» (επίσης από την ομώνυμη συλλογή):
     
    Λένε ακόμα πως τραβώ χασίσι και κοκό
    πως κάποιο πάθος με κρατάει φριχτό και σιχαμένο,
    και το κορμί έχω ολόκληρο με ζωγραφιές αισχρές
    σιχαμερά παράξενες βαθιά στιγματισμένο.
     
    5. παντιέρα κίτρινη: η κίτρινη σημαία είναι το διεθνές σήμα της καραντίνας (Τράπαλης, 58) ή, αντιθέτως, του τέλους της καραντίνας (της αίτησης άδειας για απόπλου). Όπως δηλώσει η βενετσιάνικη λέξη από την οποία ετυμολογείται η «καραντίνα», η απομόνωση του πλοίου διαρκούσε αρχικά σαράντα μέρες, αλλά αργότερα οι κανονισμοί αυτοί χαλάρωσαν.

    Το νοερό πλοίο του ποιήματος έχει εκτεθεί στην αρρώστια, ως εκ τούτου είναι τώρα αποκλεισμένο από τον κόσμο και καθηλωμένο στο λιμάνι. Η λοιμώδης νόσος (ο κίτρινος πυρετός, η μαλάρια, η σύφιλη) επανέρχεται τακτικά στην ποίηση του Καββαδία ως σύμβολο ψυχικών καταστάσεων αλλά και ως συνήθης πραγματικότητα της ζωής των ναυτικών, ιδιαίτερα όσων ταξιδεύουν σε τροπικές περιοχές (όπως ακριβώς το καράβι του εν λόγω ποιήματος).

    Σινιάλο του νερού: σινιάλο αποκαλείται κυριολεκτικά το σήμα που αποστέλλει το πλοίο προς τη στεριά συνήθως με τη χρήση σημαιών (και ειδικών χειρονομιών) ή συνθηματικών αναλαμπών από φανάρια. Το σύστημα αυτό καταργήθηκε με την εφεύρεση των σημάτων Μορς. Καθώς η κάθε σημαία αντιστοιχεί σε ένα γράμμα του αγγλικού αλφαβήτου, οι σημαίες μπορούν σε συνδυασμό να σχηματίζουν λέξεις  ή να εκπροσωπούν τα αρχικά λέξεων (η κίτρινη σημαία αντιστοιχούσε στο αγγλικό γράμμα Q, το αρχικό της λέξης quarantine, καραντίνα). Η έκφραση «σινιάλο του νερού» ίσως αναφέρεται στην κοινή πρακτική να αποβάλλονται τα νερά της σεντίνας (δηλαδή τα νερά που διαποτίζουν τη «σαβούρα» ή άλλως τα «έρμα», το πρόσθετο βάρος στο κάτω μέρος του καραβιού, που ρυθμίζει την ευστάθεια του πλοίου) στην κατάλληλη απόσταση πριν την είσοδο του απομονωμένου πλοίου στην αποβάθρα του λιμανιού. Εναλλακτικά, η φράση μπορεί να υποδεικνύει ότι μαζί με την ανύψωση της κίτρινης σημαίας το καράβι στέλλει και δεύτερο σήμα. Το σήμα αυτό μπορεί να αναφέρεται (α) στην ανύψωση της σημαίας W (αρχικό της αγγλικής λέξης water, νερό), που σήμαινε «χρειάζομαι ιατρική βοήθεια»· ή (β) της σημαίας Μ, που σημαίνει «το σκάφος μου έχει ακινητοποιηθεί στο νερό» ή/και «το σκάφος επιθεωρείται από ιατρό». Στον σύγχρονο διεθνή κώδικα σημάτων το σήμα «χρειάζομαι επείγουσα ιατρική βοήθεια» δηλώνεται με διάφορους συνδυασμούς σημαιών, που ξεκινούν πάντοτε με τη σημαία Μ (medical).

    O Καββαδίας εδώ εμμέσως παίζει με το σχεδόν ομόηχο των λέξεων «καραντί» «και καραντίνα».

    6. Φούντο τις δυο: «πόντισε και τις δύο (άγκυρες)»

    Πρίμα βρέξε το πινέλο: «αλλά πόντισε πρώτα τη μικρή άγκυρα». Πινέλο (pennello) ονομαζόταν μικρή άγκυρα προσαρμοσμένη στη μεγαλύτερη, η οποία ποντιζόταν σε απόσταση από τη δεύτερη, με σκοπό να της εξασφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα στον βυθό.

    Το πλοίο αγκυροβολεί και πρόκειται να παραμείνει ακίνητο, λίγα μίλια μόνο μακριά από τη στεριά, μέχρι τη λήξη της καραντίνας. Πρόκειται για μια ακόμη εικόνα που δηλώνει το limbo, το μεταξύ, το οριακό που προσδιορίζει την οντολογία του ναυτικού στον Καββαδία. Ο ναυτικός αιωρείται πάντοτε μεταξύ θάλασσας και στεριάς, ες αεί κινούμενος αλλά πάντοτε κατ’ ουσίαν ακίνητος, αφού δεν φτάνει πουθενά.

    7. τα δυο φανάρια της νυχτός: σχετικά με τα νυχτερινά φώτα πορείας στα σύγχρονα καράβια, δείτε εδώ.

    Pisanello: Antonio di Puccio Pisano ή Antonio di Puccio da Cereto, διάσημος Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης (1395-1455). Δείτε εδώ χαρακτηριστικό δείγμα “ξεθωριασμένης” τοιχογραφίας του Πιζανέλλο, μια από αυτές που ίσως είχε υπόψη του ο Καββαδίας.

    8. ξεθωριασμένος: ξανά η εικόνα της φθοράς, εδώ με συνδυαστική μεταφορά που δηλώνει τη φθορά που προκαλεί το κύμα στην προκυμαία, ο χρόνος στον άνθρωπο και κατ’ επέκταση το κύμα (η θάλασσα) στον ναυτικό.

    Μετά την εικονοπλασία των τροπικών ασθενειών (στ. 1-4) και της ακινησίας λόγω καραντίνας (στ. 5-6), οι στίχοι 7-8 αποδίδουν συνδυαστικά την αίσθηση της πορείας στο σκοτάδι και της φθοράς που αλλοιώνει ό,τι πιο αγνό (την τέχνη ως σύμβολο της ανθρώπινης πνευματικής διαύγειας).

    9. καραντί: η φουσκοθαλασσιά, ο κυματισμός, του οποίου η αρχική αιτία μπορεί να εξέλιπε ή να μην είναι εμφανής.

    Οι προηγούμενες εικόνες της κίνησης και της ακινησίας συμφύρονται στο «καραντί»: το πλοίο κινείται, αλλά η κίνηση αυτή δεν είναι αγαθή· είναι ύπουλη και επικίνδυνη και απειλεί να μπατάρει, να ανατρέψει, το καράβι. Η συνηθέστερη αιτία για το καραντί είναι τα διερχόμενα πλοία: πρόκειται δηλαδή για αφύσικη μορφή τρικυμίας, αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης στο φυσικό στοιχείο. Τέτοιου είδους «αφύσικη» μορφή είναι και ο ναυτικός: ο άνθρωπος που δεν ανήκει στη στεριά σαν τον κανόνα του είδους του, αλλά στη θάλασσα. Ακριβώς επειδή ο ναυτικός κινείται στη μεθόριο αυτή της ύπαρξης, κλυδωνίζεται συνεχώς, χωρίς προφανή αιτία.

    10. σάπια βρεχάμενα: βρεχάμενα είναι τα ύφαλα, το μέρος του πλοίου κάτω από την ίσαλο γραμμή. Η σαπίλα των υφάλων πυκνώνει περαιτέρω την εικονοπλασία της φθοράς και της παρακμής στο ποίημα.

    11-12. μάσκα…πιλοτάρει: μάσκα στη ναυτική γλώσσα αποκαλείται η παρειά της πλώρης (Τράπαλης, 48). Κολυμπώντας στα πλάγια του πλοίου ακολουθεί την πορεία ένας καρχαρίας, δίνοντας την εντύπωση ότι αυτός οδηγεί το καράβι. Τα ταξίδια του Καββαδία συχνά στοιχειώνονται από εικόνες πνιγμού ή άλλες μορφές βίαιου θανάτου στη θάλασσα. Πρβλ. από τη «Στεριανή Ζάλη»:
     
    Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
    μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
    Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
    το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται.
     
    Επιτείνοντας την αίσθηση της τυχαίας πορείας στο άγνωστο, τελικός προορισμός της οποίας θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ο χαμός, ακόμη και ο καρχαρίας-πιλότος «κοιμήθηκε».

    13. όρντινα…ιστό: όρντινα (τα) είναι οι διαταγές. Τα παλιά ιστιοφόρα είχαν στον κεντρικό ιστό τους παρατηρητήριο, από το οποίο παρακολουθούσε την πορεία του καραβιού ο «βισταδόρος» ή «βιγλάτορας».

    Όπως το πλοίο το πιλοτάρει καρχαρίας, έτσι και ο παρατηρητής είναι ένας παπαγάλος. Το πλοίο αυτό καθώς πορεύεται βυθίζεται στο παράλογο και το γελοίο.

    13-14: παπαγάλος…στου Κολόμπου την κουκέτα: σε ποίημα που κινείται στους άξονες του θέματος «ταξίδι στο άγνωστο», ο Κολόμβος και το θρυλικό πρώτο ταξίδι του κατέχει δικαιωματική θέση. Οι παπαγάλοι, εξωτικά πουλιά που αφθονούσαν στον Νέο Κόσμο, συνοδεύουν και τον Μαγγελάνο στο ποίημα «Μαρέα». Είναι επίσης ένας από τους συνήθεις συντρόφους των ναυτικών στη μοναχική τους ζωή πάνω στο καράβι (πρβλ. «απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι» από το ποίημα «Kuro Siwo»). Στο ποίημα «Black and White» ο παπαγάλος αποτελεί εσωτερική σοφή φωνή, που προειδοποιεί για τον επερχόμενο χαμό. Στο ποίημα αυτό επανέρχεται η αρχετυπική μορφή του Κολόμβου, αλλά και οι ναύτες του, οι οποίοι «ξύπνησαν», δηλαδή ετοιμάζονται για ανταρσία:
     
    Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
    γέρος στραβομύτης και μεγάλος
    μα γιομάτος πείρα και σοφός.
    Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
    Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
    Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ’ τες
    και
    Marconi στείλε το S.O.S.
     
    15. να τυλίξεις την μπαρκέτα: μπαρκέτα είναι το δρομόμετρο, το όργανο με το οποίο καταμετρείται η ταχύτητα του πλοίου. Όπως σημειώνει ο Τράπαλης (52), στα παλαιά ιστιοφόρα η μπαρκέτα ήταν ένα σχοινί, που ριχνόταν στα νερά με ένα τριγωνικό κομμάτι ξύλου δεμένο στην άκρη του (εξ ου «να τυλίξεις»).

    Το τύλιγμα της μπαρκέτας ισοδυναμεί με την ανακοπή της πορείας του πλοίου, το σταμάτημα. Το ποιητικό Εγώ προσμένει χρόνια αυτή τη στιγμή, η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ — ξανά το ατέρμονο, άσκοπο ταξίδι.

    16. τη στεριά να ζαλιστώ: το ρήμα ζαλίζομαι εδώ έχει διπλή έννοια. Αφενός παραπέμπει στη μέθη (η κραιπάλη με αλκοόλ και πόρνες συνιστά το τυπικό μοτίβο συμπεριφοράς για τον στεριωμένο ναυτικό, που δεν έχει πού αλλού να καταλήξει). Αφετέρου όμως παραπέμπει και στην περίφημη «στεριανή ζάλη», που καταλαμβάνει τον ναυτικό, ο οποίος στη στεριά νιώθει εντελώς εκτός τόπου. Διαβάστε εδώ το ομότιτλο ποίημα, το οποίο συνδυάζει ακριβώς τις δύο προαναφερθείσες έννοιες του ρήματος «ζαλίζομαι» (μπορείτε να ακούσετε και μελοποιημένο από τη Μαρίζα Κωχ), και εδώ το σχετικό σχόλιό μας στο ποίημα «Μαρέα».

    Όπως και στο «Μαρέα», έτσι κι εδώ η ζάλη στη στεριά παραβάλλεται με τον ίλιγγο που προκαλεί το καραντί. Ο ναυτικός δεν ανήκει πουθενά, αιωρείται, παλινδρομεί, μετεωρίζεται, τελεί σε κατάσταση αέναης εκκρεμότητας.

    17. ιθαγενείς: μια ακόμη λεπτομέρεια που παραπέμπει στο θέμα του Κολόμβου, το οποίο διατρέχει το ποίημα.

    B.W. Smith: The devil's lake
    19-20. Της θάλασσας…να φανείς: το δίστιχο εισάγει το γνωστό αινιγματικό β’ ενικό πρόσωπο, προς το οποίο αποστρέφονται πολλά καββαδιακά ποιήματα. Η μορφή αυτή, προφανώς ερωτική και γυναικεία, φορτώνεται τις ελπίδες του ναυτικού για σωτηρία (να κατανικηθεί ο θάνατος).

    Οι ελπίδες αυτές θα καταρρεύσουν πολύ γρήγορα, στο αμέσως επόμενο τετράστιχο, όταν η μορφή αυτή,  την οποία το ποιητικό Εγώ αναμένει να φτάσει από ψηλά (“στην ανεμόσκαλα…”) αποδεικνύεται ότι κοιμάται «για πάντα στα βαθιά». Είναι η μορφή μιας πνιγμένης γυναίκας, ίσως μιας από αυτές τις πλωριές γοργόνες, τις πλανεύτρες και τις προδότρες, στις οποίες ο Καββαδίας αναφέρεται στο  «Μαρέα» και αλλού. 

    21. φύκια: ότι η μορφή αυτή, η τάχα σωτήρια, έχει φύκια πλεγμένα στα μαλλιά και στο στόμα προετοιμάζει τον αναγνώστη για την αποκάλυψη ότι βρίσκεται στον βυθό.

    23. κατάστιχτη… σπαθιά: ρεαλιστική λεπτομέρεια, που παραπέμπει στην πλωριά γοργόνα πολεμικού πλοίου ή πλοίου που δέχθηκε επίθεση από πειρατές ή από ιθαγενείς;

    24. των Ινκάς τα σκουλαρίκια: η αναφορά ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως, ως μια ακόμη ψηφίδα στο μοτίβο της αναζήτησης του απατηλού, φευγαλέου και εν τέλει μοιραίου (ψυχικού) Νέου Κόσμου· ως έμβλημα του βασικού κινήτρου που οδηγεί στην αναζήτηση αυτή (το χρυσό)· ή ως η τελική πινελιά της ειρωνείας σε ένα ταξίδι που εξαρχής ήταν καταδικασμένο να καταλήξει στην άβυσσο.

    Πηγή: ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    3 σχόλια:

    1. Σας ευχαριστώ που συμπεριλάβατε παραπομπή στην πηγή του άρθρου. Εύχομαι να ικανοποιήσει τους αναγνώστες του ιστολογίου σας.

      Α. Πετρίδης

      ΑπάντησηΔιαγραφή
      Απαντήσεις
      1. Το αξίζετε. Το ιστολόγιο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.

        Διαγραφή
    2. Ό όρος πινέλο η penello χρησιμοποιείται για την άγκυρα που είχαν πρύμα ( πίσω δηλαδη) τα πλοία που πήγαιναν σε ποτάμια. Όταν χρησιμοποιούσαν 2 άγκυρες για να μην τους γυρίσει το πλοίο και μπερδέψει τις αλυσίδες έριχναν και το πινέλο. (Βλέπε Ναυτική Τέχνη Φαμηλωνίδη Γ. 1989)

      ΑπάντησηΔιαγραφή

    Item Reviewed: Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καραντί” του Νίκου Καββαδία Rating: 5 Reviewed By: e-kozani
    Scroll to Top