…Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!…
Γράφει ο kokkiniotis
Ανοίγουμε το αφιέρωμά μας στον κόκκινο Δεκέμβρη του 1944 με ένα μικρό απόσπασμα από το κλασικό βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης».
Ο γνωστός συγγραφέας, στο βιβλίο του αυτό περιγράφει λογοτεχνικά τη μάχη των 33 ημερών, τη μάχη της Αθήνας, το πριν και το μετά της. Το βιβλίο γράφτηκε φορτισμένα, στη φωτιά των γεγονότων και του αγώνα. Ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του 1945. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, κρατώντας την απόσταση των αρχαίων τραγικών, δεν παρουσιάζει «επί σκηνής» το έγκλημα.
Η ημερομηνία «10 του Δεκέμβρη», είναι η προθεσμία που είχαν επιβάλει οι άγγλοι ιμπεριαλιστές για τον αφοπλισμό του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, του τιμημένου ΕΛΑΣ.
Ο «ψηλός ολέθριος άνθρωπος» που αναφέρει, είναι βέβαια ο πρωθυπουργός του Σκόμπι και των άγγλων ιμπεριαλιστών Γεώργιος Παπανδρέου. Ο «προτέκτορας», όπως τον αναφέρει, που στον λόγο του για την απελευθέρωση της Αθήνας στο Σύνταγμα, είχε πει το περίφημο: «Πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν!».
Έτσι έχει καταγραφεί στην ιστορική μνήμη. Ακριβέστερα, ο “διάλογός του με το λαό” είχε διαμειφθεί -αμιγώς παπανδρεϊκά- ως εξής:
- «Ακούω ορισμένους από εσάς, να φωνάζουν δια Λαοκρατίαν».
Χαμός από κάτω τα συνθήματα: «ΛΑ-Ο-ΚΡΑ-ΤΙ-Α,
ΛΑ-Ο-ΚΡΑ-ΤΙ-Α».
- «Ακούω άλλους πάλιν να φωνάζουν δια Μεγάλην Ελλάδα»
(τρεις κι ο κούκος… Όλη η πλατεία
βροντοφώναζε ξανά: «ΛΑ-Ο-ΚΡΑ-ΤΙ-Α, ΛΑ-Ο-ΚΡΑ-ΤΙ-Α».)
- «Πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν. Πιστεύομεν και εις την Μεγάλην Ελλάδα. Και θα φτιάξωμεν μίαν λαοκρατουμένην Μεγάλην Ελλάδα!»
Ας διαβάσουμε όμως το λογοτεχνικό απόσπασμα και βεβαίως θα επανέλθουμε.
***
…Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!…
Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη,
στις 4 μπορούσε να πεθάνει.
Ο προορισμός του ανθρώπου, που
είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο, εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός,
ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το
μεγαλείο.
Η μέρα αποβραδίς ήτανε βροχερή.
Ήτανε μια νύχτα βαριά από γεγονότα. Ο λαός είχε οχτώ χρόνια να πει: «Θα γίνει
το δικό μου!» Οι δολοφόνοι τροχίζανε τα σπαθιά τους, ο λαός ετοίμαζε τη φωνή
του.
Αύριο θα μιλήσουμε κι οι δυο. Είναι
χιλιάδες χρόνια τώρα που η φωνή του λαού ακούεται, φτάνει να μην είναι
παράφωνη.
Όλοι κοιμηθήκαμε σίγουροι και
αποφασισμένοι. Ούτε στιγμή από κανενός το μυαλό δεν πέρασε ο δισταγμός. Ούτε
στιγμή δεν ταλαντεύτηκε η ψυχή.
-Αύριο λοιπόν.
Ήτανε μια νύχτα που στα σπλάχνα της
επώαζε τη θύελλα. Μέσα στους δρόμους της ψυχής άρχιζαν υπόκωφοι οι βρυχηθμοί
του ανήμερου εκείνου θηρίου, που λέγεται «προδομένος άνθρωπος». Ο Λαός είναι
λίμνη, δεν είναι ωκεανός, όμως- αλί στον που θα την ταράξει. Πρέπει νάναι ή
τρελός ή κακούργος. Κι αλλοίμονο! ο δικός μας ήταν κι απ’ τα δυο.
Όμως ας ξαναγυρίσουμε στη νύχτα, σ’
αυτή τη νύχτα του μεγάλου διλήμματος.
Στους κρύους δρόμους κυλούσαν ύπουλες
οι σκιές του κακού.
Ένας ψηλός ολέθριος άνθρωπος
σηκώθηκε να πάει στο κρεβάτι του γράφοντας πάνω στο φάκελο της συνείδησής του
τη λέξη Σφαγή.
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Η ψυχή ήταν
μουσκεμένη από ιδρώτα και δάκρυα.
Ολονυχτίς οι καμπάνες χτυπούσαν το
σηκωμό του γένους. «Η πατρίδα σε κίνδυνο». Ολονυχτίς. Αύριο θα κατεβαίναμε
όλοι, γιατί όλοι ήμασταν σύμφωνοι κι όλοι αδικημένοι. Την άλλη μέρα κλείσανε
όλες οι πόρτες, τα παράθυρα, οι φάμπρικες κι ένας άνθρωπος κατέβηκε μέσα στην
Αθήνα και τη γιόμισε. Ήταν 3 χιλιάδων χρόνων (όσο ήταν κι η αδικία).
Ήταν ήρεμος, αποφασιστικός. Είχε μια
ολύμπια αταραξία και σιγουριά.
Πέρασε. Και στους δρόμους έμειναν
τα’ αχνάρια του σαν αντίλαλοι απ’ την παντοδύναμη σιωπή. Περπάτησε με τα βήματα
των προγονικών του θεών και ηρώων.
Μέσα στη φάτνη της ψυχής έσπαζαν μια
μια οι πόρτες της μνήμης. Όσο όξος τον πότισαν οι προαιώνιοι δυνάστες, όσα
λογχίσματα του δώσανε οι μισθοφόροι δούλοι. Ο άνθρωπος μ’ όσες φορεσιές και μ’
όσα χρώματα φόρεσε πάνω στη γη ο προλύτης, ο κάφρος, ο πληβείος, ο
δουλοπάροικος.. με το χιτώνα, με τη μπλούζα, με την κελεμπία, με τη φέρμελη.
Όλος ο άνθρωπος που έπασχε σ’ όλα τα κλίματα και τους καιρούς βρήκε τη φωνή του
στις τρεις ακριβώς του Δεκέμβρη του 1944 μέσα στους δρόμους της Αθήνας.
Λευτεριά ή θάνατος!
Οι φονιάδες είχανε αποφασίσει
αποβραδίς: «Θάνατος!»
Είκοσι μερόνυχτα, οι Εγγλέζοι και οι
δούλοι τους κόλλησαν απάνω σε μια ημερομηνία: «10 του Δεκέμβρη». Και σε
μια λέξη: «αφοπλισμός». Ο προτέκτορας πήγαινε με τα νερά του Λαού. Τον
αποκοίμιζε με την ισοπολιτεία και τη «Λαοκρατία» του.
Την 1 του Δεκέμβρη αδιάντροπα,
απροειδοποίητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα προσχήματα, φανερώνει ολόκληρο τον
αποτρόπαιο σκοπό του. Ν’ αφοπλίσει, χωρίς όρους, τον Ελληνικό Στρατό για χάρη
και προς όφελος των Εγγλέζων.
Αυτή ήταν η απότομη στροφή των 360
μοιρών που είχε υποσχεθεί.
Η υπαναχώρηση έγινε την 1 του
Δεκέμβρη. Οι αντιπρόσωποι του Λαού στην Κυβέρνηση αποχώρησαν και το ανακοίνωσαν
στο Λαό. Ο Λαός εγκαταλείπει τα έργα του και κατεβαίνει στο δρόμο να ζητήσει το
λόγο. Ο υψηλός βλάκας απαντάει με φωτιά. Δεν τον συγκινούσε η φωνή του Λαού.
Κείνος άκουε μόνο τη «φωνή του Κυρίου του»…
Ο Λαός κατεβαίνει να θάψει τα θύματά
του…
Ήταν μια κηδεία που οι ζωντανοί δε
θα ξαναδούν άλλη.
Οι μεγάλες αρτηρίες της πρωτεύουσας
πλημμύρισαν από τον οργισμένο Λαοχείμαρρο.
Με βήματα βουβά και ψυχή γιομάτη
κοχλασμό ο λαός σταμάτησε πάνω απ’ τα 28 φέρετρα. ήταν 28 κορμιά που έφυγαν απ’
ανάμεσά μας με έκπληκτα μάτια. Τα φέρετρα έκλειναν 28 στόματα που φώναξαν ως το
θάνατο «Δικαιοσύνη!».. Και τώρα ξαπλωμένα διαμαρτύρονται δυνατότερα.
….
….
Το πλήθος πήγαινε με ασάλευτα, σκληρά
μάτια προς το κοιμητήρι. Πάνω απ’ το κεφάλι του σάλευαν σαν καπνοί τα μαύρα
πανιά και ματωμένες παντιέρες. Τα πόδια αυτά, αυτά τα μυριάδες πόδια, ήταν
αποφασισμένα όλα να μην τον ξανακάνουν αυτό το δρόμο!
Στις τρεις η ώρα ολόκληρη η Αθήνα
γονάτισε. Ένα φαρδύ ματωμένο πανί συγκέντρωνε σε δυο γραμμές όλο το
νόημα του όρκου και της απόφασης:
«ΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ
ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ: ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ»
Ήταν σαν μια φωνή καφτερή και
αμετάκλητη.
Ύστερα η πομπή τράβηξε για το
κοιμητήρι. Η Αθήνα λυσίκομη ακολούθησε. Κι εκεί, πάνω απ’ το νωπό αίμα, πάνω
απ’ το νωπό χώμα ο Λαός ορκίστηκε όρκο φοβερό: «Θάβω τους τελευταίους 28 μου
νεκρούς. Ο 29ος θάναι ο φονιάς. Ή εγώ!»
Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι οι
ζεστές ακόμα κάννες των φονιάδων ξανάδιασαν και ξαναξάπλωσαν νέα κορμιά.
Τα γερμανικά βόλια, από Ελληνικό χέρι, ρίχτηκαν καφτερά πάνω στο λαό.
Τότε το είδαμε ολοφάνερα: Πίσω απ’ τις πλάτες των φονιάδων μας σημάδευε τα
κορμιά μας η ίδια η Αγγλία!
***
«Ο Μεγάλος Δεκέμβρης»: Τα
«κατορθώματα» των Άγγλων ιμπεριαλιστών στο Μετς, τη Γούβα και τον Αρδηττό
Συνεχίζουμε το αφιέρωμά μας στον κόκκινο Δεκέμβρη του 1944 με τρία ακόμη χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το συγκλονιστικό βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης».
Ο γνωστός συγγραφέας, στο βιβλίο του αυτό περιγράφει λογοτεχνικά αλλά και με οργή τη μάχη των 33 ημερών, τη μάχη της Αθήνας, το πριν και το μετά της. Το βιβλίο γράφτηκε φορτισμένα, στη φωτιά των γεγονότων και του αγώνα. Ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του 1945.
Γιατί οι Εγγλέζοι βομβάρδιζαν τον Αρδηττό
Ο Αρδηττός δεν είχε κανένα λόγο να γίνει, όπως έγινε, ο πιο λυσσασμένος στόχος της Αεροπορίας και του Πυροβολικού. Αυτό το ήξερε και το Στρατηγείο των Εγγλέζων και το Στρατηγείο των Τσολιάδων, Και όμως απ’ το κοινό αυτό Στρατηγείο, δεχότανε μερόνυχτα ο Αρδηττός τον καταιγισμό των όλμων και των οβίδων. Και με γυμνό μάτι, και με διόπτρες, και με το μάτι του σπιούνου, τόβλεπαν και τόξεραν ότι δεν είχε πατήσει ούτε μύτη «γκάγκστερ». Γιατί λοιπόν αυτή η φωτιά κι αυτά τα θεριστικά πυρά των «σπιτφάιαρ»;
Η εξήγηση είναι ανατριχιαστική, πρέπει όμως να τη μάθουν οι άνθρωποι. Πίσω απ’ αυτές τις «επιχειρήσεις» κρυβόταν μια σατανική μέθοδος σφαγής. Και να ποια:
Το Παγκράτι μαστιζόταν από πείνα, δίψα, κρύο και θάνατο. Οι νοικοκυρές, που δεν πολυέδιναν πίστη στις συμμαχικές επαγγελίες γιατί δεν καταλάβαιναν αυτές από «υψηλή πολιτική», είχαν φυλάξει απ’ τις μέρες της κατοχής κάτι παλιομπίζελα και κάτι σούπες του μπακάλη. «Απελευθερωτές» έρχονται, σκέφθηκαν, καλού-κακού ας πάρουμε τα μέτρα μας. Κι έτσι, κάτι από σούπα και μπιζέλι βρισκότανε στα ράφια. Και να, που χρειαστήκανε. Πώς όμως να μαγειρευτούν; Το αποκλεισμένο Παγκράτι δεν είχε ούτε σκόνη από κάρβουνο, ούτε πελεκούδι από ξύλο. Να, απάνου σ’ αυτό καταστρώθηκε το σχέδιο εναερίων επιχειρήσεων. Και να πώς:
Πρωί –πρωί με το χάραμα, το πρώτο σμήνος των ¨σπιτφάιρ» κατέβαινε ως τις φούντες των πεύκων του Αρδηττού και με πλάγιες βολές από βαριά βλήματα θέριζε τα κλαδιά και με τον τρόπο αυτό ετοίμαζε ξυλεία για τις νοικοκυρές. Η πράξη αυτή -δεν μπορώ να μην το εξάρω- φέρνει τη σφραγίδα της κατανόησης των αναγκών μας από τους προχτεσινούς εν όπλοις αδελφούς μας.
Μόλις λοιπόν τα λιανοπαίδια και οι νοικοκυρές έβλεπαν την ξυλεία σωριασμένη στις πλαγιές του λόφου, τρέχανε να κάνουνε την προμήθεια για τη σούπα τους. Κείνη την ώρα κάποιο «σπιτφάιρ» έκανε την εμφάνισή του για να εξακριβώσει αν τελεσφόρησε η χριστιανική του πράξη. Και μόλις το εξακρίβωνε έδινε το σύνθημα. Κι ευτύς: Το πυροβολικό, οι όλμοι, τα μυδράλια και το εφεδρικό σμήνος των μαχητικών, πέφτανε απάνω στα παγιδευμένα γυναικόπαιδα.
Να, γιατί οι εγγλέζοι βομβάρδιζαν τον Αρδηττό.
«Βέρρυ Φάνυ»!
Τα θωρακισμένα μεγαθήρια που τα τρόμαζαν τα παιδιά μας στον ύπνο τους, τώρα τα κυνηγούν με τα πιστόλια και τις πέτρες. Κι όμως. Κανένας οδηγός ή πυροβολητής δεν αυτοκτόνησε μέσα τους από ντροπή.
Μια μέρα ένα «Σέρμαν» (Made in U.S.A.) μπούκωσε το στενό μας δρόμο και θέριζε μερόνυχτα. Ένας πεινασμένος τόλμησε να διασκίσει το δρόμο κι έπεσε λαβωμένος στο ρείθρο. Δυο ώρες βογγούσε καλώντας βοήθεια. Δυο έφηβοι τόλμησαν. Σύρθηκαν σαν φίδια απάνω στο κατάστρωμα του δρόμου και φτάσανε στον πληγωμένο. Μα πώς να τον σήκωναν;
Εκεί, ακόμη μια φορά, η εφευρετικότητα της φυλής θαυματούργησε: Το ένα παιδί βγάζει το άσπρο του μαντήλι. Το άλλο βουτάει το χέρι του στο νωπό αίμα του πληγωμένου και ζωγραφίζει έναν παχύ, κόκκινο σταυρό. Έτσι, με το σήμα αυτό που σέβεται κάθε στρατιώτης σ’ όποια φυλή και σ’ όποιο στρατόπεδο κι αν ανήκει, σήκωσαν το λαβωμένο να τον μεταφέρουνε:
«Όου, φάκιν. Ιτ ιζ βέρρυ φάνυ!» Πολύ αστείο!!
…Στη μέση του δρόμου δυο μέρες τώρα κοίτονται τρία κορμιά και μια κόκκινη σημαιούλα… Και κανείς δεν ξεμυτίζει να τα πάρει.
«Βέρρυ Φάνυ!»
Γιατί η Γούβα πέθαινε από δίψα ενώ είχε νερό
Ως τις 14 του Δεκέμβρη είχαν στερέψει πια και τα πηγάδια. Τα παλληκάρια στα οδοφράγματα μπαΐλντιζαν από δίψα.
Οι λαβωμένοι ζητούσαν λίγο γλυκό νερό. Πού να βρεθεί; Μια μέρα είπε το χωνί: «Πολίτες! Στο νεκροταφείο έχει νερό της Ούλεν. να πάτε με τάξη στην ουρά για να πάρετε από ένα κανάτι: Σας μίλησε η Λαϊκή Επιτροπή».
Έτσι κι έγινε. Τα φλογισμένα στόματα των πολεμιστών δροσίστηκαν. Την άλλη μέρα οι άμαχοι ξανακάνανε ουρά κάτου απ’ τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου και περίμεναν. Άδικα. Το κιούγκι ήταν χαλασμένο. Τη νύχτα κάποιος γκεσταπικότατος «πατριώτης» το ξήλωσε.
Το απόγευμα ένα συνεργείο του ΕΛΑΣ ξανάφκιαξε το κιούγκι κι εγκατέστησε φρουρά. Αυτό απέλπισε τον πατριώτη που χρησιμοποίησε το «άλλο μονοπάτι». Και να ποιο:
Την άλλη μέρα καθώς ο κόσμος συναγμένος γέμιζε με τάξη τα κανάτια του ένα «Άγιον Σπιτφάιρ εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου το ασφαλές» και την επομένη το νερό του νεκροταφείου είχε αγιάσει απ’ το αίμα των αθώων.
Την άλλη μέρα δεν πήγε κανείς για νερό. Μα ούτε και το σπιτφάιρ. Την άλλη το ίδιο. Το ίδιο και την Τρίτη. Οι διψασμένοι ξεθάρρεψαν. Ξανατόλμησαν. (Την ίδια μέρα στη γέφυρα του Μετς πιάστηκε από μια γυναίκα ο «πατριώτης» με το σχεδιάγραμμα του Νεκροταφείου κι εκτελέστηκε επί τόπου).
Το «Άγιον Πνεύμα» όμως εκδικήθηκε το θάνατό του. Την επομένη ένα κομπολόι από μπόμπες πήρε το αίμα του υιού του πίσω.
Πηγή Βαθύ Κόκκινο εδώ και εδώ
Συνεχίζουμε το αφιέρωμά μας στον κόκκινο Δεκέμβρη του 1944 με τρία ακόμη χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το συγκλονιστικό βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης».
Ο γνωστός συγγραφέας, στο βιβλίο του αυτό περιγράφει λογοτεχνικά αλλά και με οργή τη μάχη των 33 ημερών, τη μάχη της Αθήνας, το πριν και το μετά της. Το βιβλίο γράφτηκε φορτισμένα, στη φωτιά των γεγονότων και του αγώνα. Ολοκληρώθηκε στις 16 Νοέμβρη του 1945.
Γιατί οι Εγγλέζοι βομβάρδιζαν τον Αρδηττό
Ο Αρδηττός δεν είχε κανένα λόγο να γίνει, όπως έγινε, ο πιο λυσσασμένος στόχος της Αεροπορίας και του Πυροβολικού. Αυτό το ήξερε και το Στρατηγείο των Εγγλέζων και το Στρατηγείο των Τσολιάδων, Και όμως απ’ το κοινό αυτό Στρατηγείο, δεχότανε μερόνυχτα ο Αρδηττός τον καταιγισμό των όλμων και των οβίδων. Και με γυμνό μάτι, και με διόπτρες, και με το μάτι του σπιούνου, τόβλεπαν και τόξεραν ότι δεν είχε πατήσει ούτε μύτη «γκάγκστερ». Γιατί λοιπόν αυτή η φωτιά κι αυτά τα θεριστικά πυρά των «σπιτφάιαρ»;
Η εξήγηση είναι ανατριχιαστική, πρέπει όμως να τη μάθουν οι άνθρωποι. Πίσω απ’ αυτές τις «επιχειρήσεις» κρυβόταν μια σατανική μέθοδος σφαγής. Και να ποια:
Το Παγκράτι μαστιζόταν από πείνα, δίψα, κρύο και θάνατο. Οι νοικοκυρές, που δεν πολυέδιναν πίστη στις συμμαχικές επαγγελίες γιατί δεν καταλάβαιναν αυτές από «υψηλή πολιτική», είχαν φυλάξει απ’ τις μέρες της κατοχής κάτι παλιομπίζελα και κάτι σούπες του μπακάλη. «Απελευθερωτές» έρχονται, σκέφθηκαν, καλού-κακού ας πάρουμε τα μέτρα μας. Κι έτσι, κάτι από σούπα και μπιζέλι βρισκότανε στα ράφια. Και να, που χρειαστήκανε. Πώς όμως να μαγειρευτούν; Το αποκλεισμένο Παγκράτι δεν είχε ούτε σκόνη από κάρβουνο, ούτε πελεκούδι από ξύλο. Να, απάνου σ’ αυτό καταστρώθηκε το σχέδιο εναερίων επιχειρήσεων. Και να πώς:
Πρωί –πρωί με το χάραμα, το πρώτο σμήνος των ¨σπιτφάιρ» κατέβαινε ως τις φούντες των πεύκων του Αρδηττού και με πλάγιες βολές από βαριά βλήματα θέριζε τα κλαδιά και με τον τρόπο αυτό ετοίμαζε ξυλεία για τις νοικοκυρές. Η πράξη αυτή -δεν μπορώ να μην το εξάρω- φέρνει τη σφραγίδα της κατανόησης των αναγκών μας από τους προχτεσινούς εν όπλοις αδελφούς μας.
Μόλις λοιπόν τα λιανοπαίδια και οι νοικοκυρές έβλεπαν την ξυλεία σωριασμένη στις πλαγιές του λόφου, τρέχανε να κάνουνε την προμήθεια για τη σούπα τους. Κείνη την ώρα κάποιο «σπιτφάιρ» έκανε την εμφάνισή του για να εξακριβώσει αν τελεσφόρησε η χριστιανική του πράξη. Και μόλις το εξακρίβωνε έδινε το σύνθημα. Κι ευτύς: Το πυροβολικό, οι όλμοι, τα μυδράλια και το εφεδρικό σμήνος των μαχητικών, πέφτανε απάνω στα παγιδευμένα γυναικόπαιδα.
Να, γιατί οι εγγλέζοι βομβάρδιζαν τον Αρδηττό.
«Βέρρυ Φάνυ»!
Τα θωρακισμένα μεγαθήρια που τα τρόμαζαν τα παιδιά μας στον ύπνο τους, τώρα τα κυνηγούν με τα πιστόλια και τις πέτρες. Κι όμως. Κανένας οδηγός ή πυροβολητής δεν αυτοκτόνησε μέσα τους από ντροπή.
Μια μέρα ένα «Σέρμαν» (Made in U.S.A.) μπούκωσε το στενό μας δρόμο και θέριζε μερόνυχτα. Ένας πεινασμένος τόλμησε να διασκίσει το δρόμο κι έπεσε λαβωμένος στο ρείθρο. Δυο ώρες βογγούσε καλώντας βοήθεια. Δυο έφηβοι τόλμησαν. Σύρθηκαν σαν φίδια απάνω στο κατάστρωμα του δρόμου και φτάσανε στον πληγωμένο. Μα πώς να τον σήκωναν;
Εκεί, ακόμη μια φορά, η εφευρετικότητα της φυλής θαυματούργησε: Το ένα παιδί βγάζει το άσπρο του μαντήλι. Το άλλο βουτάει το χέρι του στο νωπό αίμα του πληγωμένου και ζωγραφίζει έναν παχύ, κόκκινο σταυρό. Έτσι, με το σήμα αυτό που σέβεται κάθε στρατιώτης σ’ όποια φυλή και σ’ όποιο στρατόπεδο κι αν ανήκει, σήκωσαν το λαβωμένο να τον μεταφέρουνε:
«Όου, φάκιν. Ιτ ιζ βέρρυ φάνυ!» Πολύ αστείο!!
…Στη μέση του δρόμου δυο μέρες τώρα κοίτονται τρία κορμιά και μια κόκκινη σημαιούλα… Και κανείς δεν ξεμυτίζει να τα πάρει.
«Βέρρυ Φάνυ!»
Γιατί η Γούβα πέθαινε από δίψα ενώ είχε νερό
Ως τις 14 του Δεκέμβρη είχαν στερέψει πια και τα πηγάδια. Τα παλληκάρια στα οδοφράγματα μπαΐλντιζαν από δίψα.
Οι λαβωμένοι ζητούσαν λίγο γλυκό νερό. Πού να βρεθεί; Μια μέρα είπε το χωνί: «Πολίτες! Στο νεκροταφείο έχει νερό της Ούλεν. να πάτε με τάξη στην ουρά για να πάρετε από ένα κανάτι: Σας μίλησε η Λαϊκή Επιτροπή».
Έτσι κι έγινε. Τα φλογισμένα στόματα των πολεμιστών δροσίστηκαν. Την άλλη μέρα οι άμαχοι ξανακάνανε ουρά κάτου απ’ τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου και περίμεναν. Άδικα. Το κιούγκι ήταν χαλασμένο. Τη νύχτα κάποιος γκεσταπικότατος «πατριώτης» το ξήλωσε.
Το απόγευμα ένα συνεργείο του ΕΛΑΣ ξανάφκιαξε το κιούγκι κι εγκατέστησε φρουρά. Αυτό απέλπισε τον πατριώτη που χρησιμοποίησε το «άλλο μονοπάτι». Και να ποιο:
Την άλλη μέρα καθώς ο κόσμος συναγμένος γέμιζε με τάξη τα κανάτια του ένα «Άγιον Σπιτφάιρ εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου το ασφαλές» και την επομένη το νερό του νεκροταφείου είχε αγιάσει απ’ το αίμα των αθώων.
Την άλλη μέρα δεν πήγε κανείς για νερό. Μα ούτε και το σπιτφάιρ. Την άλλη το ίδιο. Το ίδιο και την Τρίτη. Οι διψασμένοι ξεθάρρεψαν. Ξανατόλμησαν. (Την ίδια μέρα στη γέφυρα του Μετς πιάστηκε από μια γυναίκα ο «πατριώτης» με το σχεδιάγραμμα του Νεκροταφείου κι εκτελέστηκε επί τόπου).
Το «Άγιον Πνεύμα» όμως εκδικήθηκε το θάνατό του. Την επομένη ένα κομπολόι από μπόμπες πήρε το αίμα του υιού του πίσω.
Πηγή Βαθύ Κόκκινο εδώ και εδώ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου