• ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

    Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

    Η γελαστή γη της Μακεδονίας [Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρειο Ελλάδα, αρχές 19ου αι.] (Ι)


    Γράφει ο Ερανιστής

    Ο Φρανσουά - Σαρλ – Υγκ – Λοράν Πουκεβίλ (γαλλιστί François Charles Hugues Laurent Pouqueville, 1770-1838), ήταν Γάλλος, ιατρός, περιηγητής, διπλωμάτης, ιστορικός συγγραφέας, ακαδημαϊκός και  σημαντικός φιλέλληνας.

    Αξίζει δούμε σύντομα τα βιογραφικά του ανδρός, καθώς αποτελούν μια πολύτιμη πηγή για την κοινωνία της εποχής.

    Ο Φρανσουά - Σαρλ – Υγκ – Λοράν Πουκεβίλ
    (1770 -1838)
    Portrait of François Pouqueville, Henriette Lorimier
    (1775-1854)
    Ο Πουκεβίλ γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1770 στο Μερλερό (Merlerault) του νομού Ορν της Νορμανδίας.  Σπούδασε για ένα διάστημα στην ιερατική σχολή του Λιζιέ, παραιτήθηκε όμως όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, η οποία άλλαξε τα αρχικά του σχέδια (ήτις διέθεσεν άλλως πώς τας προθέσεις αυτού). Λίγο αργότερα εργάστηκε ως βοηθός Δημάρχου στην πόλη  Μονμαρσέ και σπούδασε μάλλον στα γρήγορα ιατρική στο Παρίσι (μόλις αποπερατώσας), με καθηγητή τον γνωστό ιατρό Αντουάν Ντυμπουά. Στη συνέχεια ενήργησε και επέτυχε να προσληφθεί ως χειρουργός – βοηθός σε επιστημονική αποστολή που συνόδευσε τον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την εκστρατεία του στην Αίγυπτο.

    Τότε συνέγραψε και την πρώτη του μελέτη για την πανώλη στηριζόμενος σε προσωπικές παρατηρήσεις. Στη συνέχεια ασθένησε σοβαρά έλαβε αναρρωτική άδεια και προσπάθηεσε να επιστρέψει στη Γαλλία με το εμπορικό πλοίο «Παναγία του Μαυροβουνίου»· το σκάφος κατελήφθη από Αλγερινούς πειρατές στη περιοχή της Καλαβρίας και ο ίδιος μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος μέσω του Ναυαρίνου στη Τριπολιτσά όπου και κρατήθηκε αιχμάλωτος δέκα περίπου μήνες, λόγω του τότε Γαλλοτουρκικού πολέμου.

    Στο διάστημα αυτό παρείχε εξαίρετες ιατρικές υπηρεσίες στο Βαλή του Μωρέα Μουσταφά πασά ο οποίος όμως, το 1798, τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη όπου και ρίχτηκε στη φυλακή του Γεντί Κουλέ. Εκεί παρέμεινε στην ειρκτή για δύο χρόνια και απελευθερώθηκε το 1801, μετά από παρέμβαση του Γάλλου πρέσβη. Κατά το διάστημα της φυλάκισής του ο Πουκεβίλ προσπάθησε να μάθει την ελληνική γλώσσα στην οποία και συνέθεσε στίχους εμπνευσμένος από την αγάπη του στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, συνέγραψε αναμνήσεις και εντυπώσεις από την Πελοπόννησο και μεταφράσε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (τον αρχαίο Έλληνα ποιητή Ανακρέοντα στα Γαλλικά).

    Το Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο) στην Κωνσταντινούπολη,2006
    Όταν βγήκε από τα περιβόητα μπουντρούμια της Κωσταντινούπολης γύρισε στο Παρίσι όπου εγκαταλείποντας πλέον την ιατρική επιδόθηκε στην συγγραφή και εξέδωσε το πρώτο σημαντικό βιβλίο του «Ταξίδια εις Μωρέα, Κωνσταντινούπολιν, Αλβανίαν και πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα έτη 1798-1801». Το έργο εκδόθηκε το 1805 και έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στους αναγνωστικούς κύκλους, καθώς λόγω του ρομαντισμού και του φιλλεληνικού κινήματος υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για τον ελλαδικό χώρο, ειδικά για τις ιστορικά φορτισμένες γεωγραφικές περιοχές.  Το περισπούδαστο πόνημά του λειτούργησε τελικώς ως εισιτήριο για το διπλωματικό σώμα. Ο Πουκεβίλ το αφιέρωσε στον αυτοκράτορα Ναπολέοντα και ο Βοναπάρτης τον διόρισε γενικό πρόξενο παρά τον Αλή πασά στα Ιωάννινα.

    Η αποδεδειγμένη πολυμάθεια του, η ανθρωπογνωσία του και οι πολύτιμες εμπειρίες του ελήφθησαν οπωσδήποτε υπόψιν, όταν ανέλαβε πρόξενος στην αυλή του θηρίου των Ιωαννίνων: σπουδαστής ιερατικής σχολής, ιατρός, πολυταξιδεμένος, με ιδία πείρα της βίας και του πολέμου, αιχμάλωτος πειρατών, έγκλειστος για δυο χρόνια στο Γεντί Κουλέ, ρέκτης και φρονίμως τολμηρός, ο Φρανσουά γνώριζε όσο λίγοι το φρόνημα των πληθυσμών και ήταν ίσως ο πιο κατάλληλος άνθρωπος να σταθεί δίπλα τον βάρβαρο πλην νεωτεριστή Αλβανό πασά με τις δυο ιππουρίδες (αλογουρές).

    Υπηρέτησε στη θέση αυτή από το 1805 μέχρι το 1815, όταν ανακλήθηκε μετά την αποκατάσταση της Βασιλείας στη Γαλλία. Στις διηγήσεις του αναφέρεται σε γεγονότα και καταστάσεις μεταξύ 1740 μέχρι 1824 περίπου, ωστόσο οι ιστορικές και βιβλιογραφικές του αναφορές φτάνουν μέχρι την εποχή των Πελασγών. Όσα θα δούμε στη συνέχεια βασίζονται σε σημειώσεις που κράτησε την άνοιξη του 1806, 15 χρόνια πριν ξεσπάσει η ελληνική Επανάσταση.

    Ο Πουκεβίλ τιμήθηκε από τον βασιλέα Όθωνα με το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος, αρνήθηκε όμως να το παραλάβει ίνα μη  ο κόσμος πιστεύση ότι υπέρ του παρασήμου αγωνίσθην και όχι υπέρ της ελευθερίας και της φιλανθρωπίας. Το 1827 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 68 ετών στις 20 Δεκεμβρίου του 1838. Στο μνήμα του -βρίσκεται στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς (Παρίσι)- έχει χαραχθεί το ακόλουθο δίγλωσσο επίγραμμα (στην ελληνική και γαλλική):
    «Με τα γραπτά του συνέβαλε δυναμικά στην επιστροφή της αρχαίας τους ιθαγένειας, στους καταπιεσμένους Έλληνες».
    Σε αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, θάττον ή βράδιον (γρηγορότερα ή αργότερα) έμελλε να εκραγεί ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων ο οποίος οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

    Θα παρακολουθήσουμε παρακάτω  τη διαδρομή του Πουκεβίλ καθώς απομακρύνεται από την Καστοριά:

    Αφού ταξινόμησα τις σημειώσεις μου, και βλέποντας ότι δεν θα είχα τη δυνατότητα να κάνω άλλες εξορμήσεις στα πε­ρίχωρα της Καστοριάς, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να εγκατα­λείψω εκείνη την πόλη. Η περίοδος χάριτος είχε πλέον παρέλ­θει, και μην έχοντας άλλα δώρα να προσφέρω στον Αγιάν, έ­κρινα ότι ήμουνα ήδη αρκετά τυχερός που είχα καταφέρει να εξασφαλίσω ταχυδρομικά άλογα, και θα μπορούσα έτσι να συ­νεχίσω την πορεία μου προς τη Σιάτιστα.

    Το όρος Βέρμιο και σημερινός χάρτης της περιοχής
    Σε αυτό το σημείο, όπως κάνει συχνά, ανοίγει μια ενδιαφέρουσα παρένθεση για τους Γκέμπρους Βαρδαριώτες, για τους οποίους είχε μιλήσει ήδη αναφερόμενος στην υποδοχή και τη φιλοξενία του από τους μπέηδες της Ανασελίτσας. 

    Εντυπωσιάστηκε μάλιστα από τη γλεντζέδικη ζωή τους, την γεναιοδωρία, την ευγένεια και τη φιλοξενία των τέκνων αυτών της Ασίας. Οι Βαρδαριώτες του Βογατσικού είναι Χριστιανοί μάστορες χτίστες:

    Είχα μόλις συντελέσει μια σπουδαία γεωγραφική κατάκτη­ση εξερευνώντας μια νέα, για την επιστήμη χώρα, κι ανασύρο­ντας μέσα από τη σκόνη κάποιων αρχαίων πόλεων, τους Γκέμπρους Βαρδαριώτες, εγκατεστημένους στη Μακεδονία ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ενώ τώρα απομακρυνόμουνα έχοντας κατά νου και άλλες ανακαλύψεις.

    Γεμάτος προσδοκίες, ξανα­γύρισα μέχρι τη γέφυρα της Σμιγής, απ’ όπου περπάτησα τέσσε­ρις λεύγες ακολουθώντας τους καταπράσινους πρόποδες του Βερμίου, μέχρι την κωμόπολη Βογατσικό, στην οποία καταφύ­γαμε βλέποντας ότι ερχόταν καταιγίδα, που πράγματι δεν άρ­γησε να ξεσπάσει. Από τους κατοίκους, που είναι Βαρδαριώτες στην καταγωγή τους αλλά έχουν παραμείνει Χριστιανοί, πληροφορήθηκα ότι είναι όλοι, από γενιά σε γενιά κτίστες, κι ότι ασκούν την τέχνη τους τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις σπουδαιότερες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπου μετα­καλούνται συχνά κατόπιν υψηλής εντολής, όπως οι Σουτεράνοι της Λοντζιαρίας. Καθώς ήταν πολυταξιδευμένοι, πολλοί απ’ αυτούς ήταν και γλωσσομαθείς, κι η οικοδέσποινα μου, γυ­ναίκα κάποιου μάστορα (κτίστη), μου κουβέντιαζε στα γαλλι­κά, που τα είχε μάθει σ’ ένα σπίτι στο Πέραν της Κωνσταντι­νούπολης, όπου ήταν παραμάνα των παιδιών προτού γίνει σύ­ζυγος ενός Μακεδόνα.

    Σύμφωνα με τις πηγές που παραθέτει ο Γάλλος περιηγητής, τον 8ο μ.Χ αι. δεκατέσσερις ή τριάντα χιλιάδες Πέρσες με  αρχηγό τους τον Θεόφοβο εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να γλιτώσουν από τους Μωαμεθανούς και έγιναν δεκτοί ως μισθοφόροι από τον αυτοκρά­τορα Θεόφιλο (829-842). Ο Θεόφοβος είχε καταγωγή   από τους Σασσανίδες Πέρσες, ήταν όμως  Χριστιανός και είχε ανατρα­φεί μέσα στο παλάτι του Βυζαντίου:

    Η εγκατάσταση στις όχθες του Αξιού των Βαρδαριωτών, από τους ο­ποίους πήρε και το όνομά του ο ποταμός που λέγεται σήμερα Μπαρντάρ, ή Βαρδάρης, φαίνεται ότι χρονολογείται στην εποχή της βασιλείας του αυτοκρά­τορα Θεόφιλου (829-842). Δεκατέσσερις χιλιάδες Πέρσες, σύμφωνα με το Λέο­ντα το Γραμματικό (Περσών χιλιάδων ιδ’ μας λέει ο Θεοφάνης), ή τριάντα χι­λιάδες, σύμφωνα με το Ζωναρά (II, 151 Β) εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να γλιτώσουν από τους Μωαμεθανούς.[1]

    Με τη δύναμη των όπλων, οι πολυάριθμοι μισθοφόροι εξεγείρονται και επιχειρούν να στέψουν αυτοκράτορα του Βυζαντίου τον αρχηγό τους Θεόφοβο, εκείνος όμως ανέτρεψε τα σχέδια τους και κατέφυγε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα:

    Οι άνθρωποι αυτοί, που είχαν τα ελατ­τώματα τόσο των φανατικών όσο και των μισθοφόρων, αφού προηγουμένως έ­γιναν αποδεκτοί από την ελληνική αυτοκρατορία, θέλησαν κατόπιν να εξεγερ­θούν κατά του μονάρχη εκείνου, στο στρατό του οποίου υπηρετούσαν, και να ανεβάσουν στο θρόνο της Κωσταντινούπολης τον αρχηγό τους Θεόφοβο, τον καταγόμενο από τους Σασσανίδες, ο οποίος ήταν Χριστιανός και είχε ανατρα­φεί μέσα στο παλάτι του Βυζαντίου. Ο Θεόφοβος ανέτρεψε τα σχέδιά τους γιατί κατέφυγε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα, ο οποίος αμνήστευσε μεν τους επαναστάτες, αλλά διέλυσε τον υπερβολικά πολυπληθή για την ησυχία του κράτους στρατό τους: Ους διένειμεν εν τοις θέμασι κατασκηνώσας, λέει ο Λέων ο Γραμματικός, και εις τούρμας αποκαταστήσας, οι (ίσως πρέπει να δια­βαστεί αι) μέχρι του νυν λέγονται Περσών. Ο πατήρ Γκοάρ μεταφράζει: Quibus per turmas divisis in diversis regionibus assignavit habitationes, qui usque hodie Persarum turmae appellantur. O ίδιος συγγραφέας, στα Σχόλια του για τον Κοδίνο (De Off. Aulae Constantinopoiitanae, έκδ. Παρίσι 1648, fol., σελ.75, κεφ. Βαρδαριώται), λέει ότι οι Βαρδαριώτες ήταν περσικής καταγωγής: Persarum antiquum genus a Theopliilo imperatore circa Bardarium Macedoniae fluvium, Αξιόν prius dictum, ex Zonara translatant a fluvio nomen accepit.

    Και άλλες μαρτυρίες αναφέρονται  διασπορά των Γκέμπρων Βαρδαριωτών σε βυζαντινά θέματα [3]:

    Στη συνέχεια, ο Ζωναράς μας δίνει και άλλες λεπτομέρειες (II. 151. Β.): Και οι Πέρσαι δε συγγνώμης πάντες ηξιώντο, και ουδέν τι αυτούς επενήνεκτο έτερον, ή ουχ εμού πάντες είναι ειάθησαν, άλλες μυριάδας συναγόμενοι τρεις διηρέθησαν, και διεσπάρησαν, και εκάστω θέματι χιλιάδες δύο απενεμήθησαν, ως τοις των θε­μάτων στρατηγοίς και υποκείσθαι και πείθεσθαι.[1]

    Οι Βαρδαριώτες, και όσοι ήταν ή παρέμειναν Χριστιανοί, μιλούσαν την ταταρική γλώσσα ενώ οι Σασσανίδες μιλούσαν την παχαλαβική:

    Κατόπιν αυτού, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πώς μιλούσαν την ταταρική τουρκική αυτοί οι τριάντα χιλιάδες Γκέμπροι, που είχαν για επίσκοπο τους τον ιεράρχη της Πολυανής (της σημερινής Κόλιανης, μιας ερειπωμένης πόλης κοντά στην Καρά-Βέρροια), έναν ιεράρχη ο οποίος ανήκε στη μητρόπολη Θεσ­σαλονίκης (Oriens Christianus), αφού εγώ ο ίδιος είδα ότι υπήρχαν μεταφρα­σμένα στη γλώσσα αυτή χωρία του ευαγγελίου τα οποία εκείνοι χρησιμοποιού­σαν όταν ήταν Χριστιανοί;

    Το πιο πιθανό, συνεχίζει ο ίδιος, είναι να κατάγονται από τουρκμενικά φύλα, γι’ αυτό και διατήρησαν την ταταρική γλώσσα, αν και υιοθέτησαν τη λατρεία της φωτιάς και τη θρη­σκεία των Περσών:

    Υπάρχει όμως η εξής εξήγηση: η γλώσσα των Σασσανιδών, από τους οποίους κατάγονταν, ήταν η παχλαβική, κι αυτό το γνωρί­ζω καλά. Όμως ο Κοδίνος (σελ.56) μας λέει ότι οι Βαρδαριώτες συγχαίρονταν τον αυτοκράτορα είτε στα τουρκικά είτε στα περσικά, και αναφέρει μάλιστα ότι, σε κάποια γιορτή, μετά γουν το πάντας του παλατίον πολυχρονίσαι κατά την τάξιν αυτών, μέχρι και των Βαρδαριωτών, κατά τον πάτριον και τούτων φονήν (διάβαζε φωνήν) εισέρχονται και οι ψάλται.

    Δεν θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι αυτοί οι τριάντα χιλιάδες πολεμιστές κατάγονταν από τα τουρκμενικά φύλα, τα οποία, αν και υιοθέτησαν τη λατρεία της φωτιάς και τη θρη­σκεία των Περσών, είναι πιθανόν να διατήρησαν τη δική τους γλώσσα, γιατί οι λέξεις Πέρσαι, Περσιστί, Αραβιστί, Τουρκιστί είναι συνώνυμες για τους Βυ­ζαντινούς, οι οποίοι έγραφαν χωρίς πολλή σκέψη και κρίση. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε από το Βογατσικό πριν ακό­μη σταματήσει η βροχή, και διασχίσαμε τους αμπελώνες που α­πλώνονται μέχρι ένα σταυροδρόμι σε απόσταση μισής λεύγας από εκεί. Σ’ αυτό το σημείο πρόσεξα ότι υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός, στημένος ακριβώς εκεί όπου διασταυρωνόταν ο δρό­μος μας με κάποιο άλλο μονοπάτι το οποίο διατρέχει την ανα­τολική πλευρά του βουνού, και καταλήγει σε δυο χωριά αγνώ­στου ονόματος.[1]

    Σύμφωνα με άλλους, οι Βαρδάροι,  είναι Ούγγροι και συχνά αναφέρονται ως Τούρκοι από τους Βυζαντινούς, πετυχαίνουν την εγκατάστασή τους στην περιοχή της Αμφαξίτιδος ( ή Αμφαξία ή Αμφίτις Παιονία είναι μια περιοχή που περιλαμβάνει την κοιλάδα του κάτω ρου του Αξιού)  και έκτοτε ο ποταμός Αξιός ονομάζεται Βαρδάρης. Οι Βαρδάροι ή Βαρδαριώτες όπως είναι αλλιώς γνωστοί, είναι ολιγάριθμοι και γρήγορα αφομοιώνονται και εξελληνίζονται από τον ντόπιο πληθυσμό. [2]

    Σε λήμμα για τον ποταμό Αξιό ή Βαρδάρη διαβάζουμε: Το όνομα Βαρδάρης είναι μεσαιωνικό και προέρχεται από τη μογγολική φυλή των Βαρδάρων, που μετά από επιδρομές, κατά τον 7ο αιώνα, συνθηκολόγησε με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου (Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και έτσι εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα του Αξιού καλλιεργώντας εδάφη που της παραχωρήθηκαν. Οι Βαρδάροι αφομοιώθηκαν γρήγορα από τους ντόπιους Ελληνικούς πληθυσμούς και εξαφανίστηκαν από την ιστορία. Το όνομα Βαρδάρης για τον Αξιό όμως, έμεινε ως και σήμερα.

    Όπως και να ‘χει, ο Πουκεβίλ γράφει  ότι συνάντησε μουσουλμάνους απογόνους των Βαρδαριωτών στην Ανασελίτα, ως αξιωματούχους του Σουλτάνου και στο Βογατσικό ως απλούς μάλλον αγρότες καλλιεργητές. Σε ολόκληρο το βιλαέτι της Ανασελίτσας (σημερινή Νεάπολη)  υπήρχαν 70 χωριά, με 1700 οικογένειες ή 8460 άτομα. Από αυτούς, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, στην Ανασελίτσα μόνο κατοικούσαν 1000 ή 1.200 κάτοικοι τουρκικού δόγματος. Οι υπόλοιποι ήταν Χριστιανοί και λίγες οικογένειες Τσιγγάνων. Οι μπεήδες αυτοί του θύμισαν κάπως τους Γάλλους φεουδάρχες του 15 αιώνα και είχαν τη φήμη των σπάταλων και καλοφαγάδων

    Σε σημειώσεις που συνέταξε ο Ταγματάρχης Μηχανικού Νικόλαος Σχοινάς το 1886 αναφέρονται τα  εξής: ΛΕΙΨΙΣΤΗ (Ανασελίτσα) πρωτεύουσα ομωνύμου Κάζα έχοντος εν όλω 24 χιλιάδας χριστιανούς και 17 χιλιάδας μωαμεθανούς, 430 ημιόνους, 900 ίππους, 200 όνους, 600 βόας και 250 κάρρα εγχωρίου κατασκευής, 7 ατελή ξυλουργεία και μικρά σιδηρουργεία, και περιλαμβάνοντος 50 χριστιανικά χωρία και 29 οθωμανικά, αλέθοντα εις 23 υδρόμυλους. Ολόκληρον το διαμέρισμα παράγει ετησίως ως έγγιστα 60 χιλ. κοιλά σίτου, 65 χιλ. κοιλά κριθής και 24 χιλ. κοιλά αραβοσίτου, προς δε 75 χιλ. οκάδας άχυρου και 15 χιλ. οκάδας χόρτου. Η κωμόπολις κείμενη επί λοφοσειράς, έχει 2500 κατοίκους, ων οι πλείστοι μωαμεθανοί, 4 τεμένη, 1 εκκλησίαν, 8 χάνια 250 ίππων και ισαρίθμων ανδρών, 6 κλιβάνους, 3 αποθηκας και φρεάτια. Οι ενταύθα Οθωμανοί, αγνοούντες καθόλου την τουρκικήν, ομιλούσι την ελληνικήν και καλούνται Βαλαχάδες. Διαιρείται εις εξ συνοικίας, ων η χριστιανική κείται αρκτικώς, και έχει βρύσες, ων το ύδωρ μετοχεύεται από του χωρίου Καλιστράτη, έχοντος 45 οικογ. αίτινες τον χειμώνα μόνον εν τω χωρίω παραμένουσι. Το πλείστον των οικιών και τα τεμένη εισί λιθόκτιστα, έχει δε καφεία (εννοεί καφενεία), καταστήματα, καθ’εκάστην Πέμπτην τελείται εβδομαδιαία αγορά. Οι αυτόσε έλληνες εισί παντοπώλαι και μικρά καταστήματα έχουσι.

 [4]

    Με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν στην Ανασελίτσα- Νεάπολη 240 προσφυγικές οικογένειες (περίπου 1000 άτομα) μέχρι το 1928.Έτσι η Νεάπολη από ένας μικρός οικισμός έγινε απότομα μια κωμόπολη, με ένα μικτό πληθυσμό εντόπιων και προσφύγων που έφτανε τα 1200-1300 άτομα.

    Ας συνεχίσουμε όμως το ταξίδι του Πουκεβίλ μέχρι τη Σιάτιστα:

    Το 1824 ο Πουκεβίλ εκδίδει την τετράτομη «Ιστορία
    της αναγεννήσεως της Ελλάδος». Γυναίκες Σουλιώτισσες.
    Les femmes souliotes par Ary Scheffer (1827).
    Κατόπιν εισχωρήσαμε σε μιαν άλλη κοιλότητα, που διαμορφώνεται από τα βουνά καθώς αυτά αποτραβιούνται προς το εσωτερικό στέλνοντας στον ποταμό αμέτρητα ρυάκια, κι ενώ πορευόμασταν μέσα σ’ αυτό το ημικύκλιο, φάνηκε το ξωκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, στην είσοδο του οποίου υ­πήρχε ένα κουτί με μια σχισμή, κι εκεί μέσα ρίξαμε τον οβολό μας. Τόσο οι Τούρκοι, όσο κι οι αγωγιάτες μου με διαβεβαίω­σαν ότι κανείς δεν είχε ποτέ πειράξει αυτόν το θησαυρό που προερχόταν από τις ελεημοσύνες, κι ότι ακόμη κι οι πιο άπλη­στοι Σκυπετάροι Μωαμεθανοί τον σέβονταν. Αυτό δείχνει ότι η θρησκεία έχει μεγαλύτερη επιρροή πάνω στους βάρβαρους απ’ ότι πάνω στα πολιτισμένα έθνη, όπου πολλές φορές κινδυ­νεύει και το ίδιο το ιερό από την πλεονεξία των ιερόσυλων. Οι εκτάσεις που διατρέχαμε κι όπου παρεμβάλλονται χείμαρ­ροι με κοκκινωπό βυθό, ήταν την εποχή εκείνη σπαρμένες με σιτάρι, και σε απόσταση μιάμισης λεύγας από το Βογατσικό, αφού αναρριχηθήκαμε σε κάμποσες ραχούλες του Βερμίου, φτάσαμε στον ποταμό Σάδοβο, που πηγάζει δυόμιση λεύγες α­νατολικότερα, πάνω στην ακρώρεια του βουνού.

    Από τις όχθες εκείνου του ποταμού, όπου υπάρχουν δυο μύλοι, κάναμε μισή λεύγα μέχρι να φτάσουμε λίγο πιο κάτω από το Δρένοβο, ένα χωριό με σαράντα χριστιανικές οικογέ­νειες, όπου τα σπίτια είναι κτισμένα κοντά σε πάμπολλες πη­γές με γάργαρα νερά, τα οποία διοχετεύονται σε δυο ξεχωρι­στά ποταμάκια για να εκβάλλουν στον Αλιάκμονα. Μετά από μισή λεύγα, διακρίνουμε τον Πέλκα, απ’ όπου κατεβαίνει ένα ρυάκι για να χυθεί στον ποταμό. Λίγο πιο πέρα από το αντέ­ρεισμα που εγκλωβίζει την αριστερή του όχθη, ανοίγεται προς τα Α-Β-Α, πάνω στις πλευρές του Σιναζυγού (τοπική ονομασία του Βερμίου), ένα φαράγγι βάθους τρεισήμισι λευγών, που υ­ψώνεται μέχρι τη ζώνη των κορυφών, απ’ όπου κυλάει ένα άλ­λο ποταμάκι, παραπόταμος του Αλιάκμονα. Δεξιά του, διακρί­νουμε το χωριό Σάδοβο, καθώς κι ένα τσιφλίκι πάνω στην ό­χθη ενός χείμαρρου που κατεβαίνει από το όρος Μουρίκι. Περπατήσαμε μέσα στην κοινή κοίτη των ποταμών, διασχίζο­ντας αυτά τα δυο χωριά καθέτως, και μετά από ένα μίλι αφή­σαμε αριστερά μας τη Σελίτσα, μια κωμόπολη με τριακόσιες ελληνικές οικογένειες, συγκεντρωμένες γύρω από τα κτήματα του βεζίρη  των Ιωαννίνων, και απαρτίζοντας τμήμα του τσιφλικιού του.

    Λίγο πιο κάτω από τη Σελίτσα, διαβήκαμε μέσα από την κοίτη του τον Βίλιανη, ένα ποτάμι του όρους Μουρίκι, κι επί μιάμιση λεύγα ακολουθήσαμε την αριστερή όχθη του, ως το ση­μείο εκροής του στον Αλιάκμονα. Μια λεύγα πριν από τη συμ­βολή των δυο ποταμών, αφού διατρέξει κανείς ένα ακανόνιστο κάπως έδαφος, περνάει ένα ρυάκι που κατεβαίνει από το όρος Βούρινο, και μετά από μια απότομη ανάβαση μισής ώρας, βρί­σκεται στη Σιάτιστα. Με μεγάλη μου έκπληξη είδα, καθώς δια­σχίζαμε τη στολισμένη με ωραία μαγαζιά αγορά, ότι υπήρχαν καλοχτισμένα σπίτια, κι ότι είχα την ευτυχία να απολαμβάνω το θέαμα μιας γνήσια ελληνικής πόλης, με μιαν όψη άνεσης και καθαριότητας που δεν τη συναντάς πουθενά αλλού στην Τουρκία. Εξίσου γοητευμένος έμεινα και με τη φιλόφρονη υποδοχή που μου έκαναν οι αρχόντοι, ανάμεσα στους οποίους έ­τυχε να βρίσκεται και κάποιος συμπατριώτης μου, ο κ. Ρεϋνώ, ένας άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα, που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτή τη χώρα χωρίς ωστόσο ν’ αποξενωθεί κι από την πατρί­δα του. Μου πρόσφεραν φιλοξενία στο δημαρχιακό μέγαρο, ό­που συνηθίζεται να καταλύουν οι απεσταλμένοι της Οθωμανι­κής Πύλης όταν διατρέχουν τη Μακεδονία, κι έτσι μπόρεσα πλέον από εκεί να συνεχίσω με όλη μου την ησυχία τον κύκλο των παρατηρήσεων μου.

    Η Σιάτιστα

    Ο  Γάλλος φιλλέληνας φτάνει στο ελληνικό Σισάνιον την άνοιξη του 1806:

    Η Σιάτιστα, την οποία ο Δον Βαισσέτ στη γεωγραφία του αποκαλεί Σισάνυ, και ο πατήρ Λεκιέν Σισάνιουμ, ενώ ο σημε­ρινός συγγραφέας της ονοματολογίας των ελληνικών επαρχιών, Σισάνιον, ιδρύθηκε από Βλάχους βοσκούς γύρω στο δωδέκατο αιώνα. Τα απέραντα και εύφορα βοσκοτόπια του Βερμίου προ­σέλκυσαν και στη συνέχεια συγκράτησαν εδώ τους πρώτους έ­ποικους, που ονόμασαν τον καταυλισμό τους Βuοno, καλό, χά­ρη στα καλά νερά μιας πηγής κοντά στην οποία έστησαν αρχικά τα τσαντίρια τους.

    Οι κάτοικοι που αφηγούνται αυτή την ιστο­ρία, λένε ότι όταν ο πληθυσμός αυξήθηκε, ιδρύθηκε η κάτω πό­λη, που την ονόμασαν Γεράνια, ή η Γαλάζια, κι ότι το όνομα Τσαντίρι-Σκηνή διατηρήθηκε μόνον στην επάνω πόλη που βρι­σκόταν κοντά στην καλή πηγή. Απ’ ό, τι φαίνεται όμως, τα ονό­ματα αυτά δεν υιοθετήθηκαν από τις βλάχικες μητροπόλεις, οι οποίες την ονόμασαν, λόγω των τυριών της, Τυρίτσα, ενώ αργό­τερα οι λέξεις Τσαντίρι και Τυρίτσα έδωσαν την ονομασία Σιά­τιστα, που έχει επικρατήσει σήμερα στη Μακεδονία. Γύρω απ’ αυτές τις λεπτομέρειες κύλησε η συζήτηση μου με τους αρχόντους, που καμάρωναν τόσο επειδή στην πόλη τους είχαν μια μητρόπολη, η οποία ανεγέρθηκε μετά την κατάλυση του Εξαρχά­του της Οχρίδος, όσο κι επειδή είχαν έναν αξιοσέβαστο χάρη στις αρετές του Αρχιεπίσκοπο, που είχε επονομαστεί Σπανός, δηλαδή αγένειος, γιατί η φύση τον είχε στερήσει από το σημάδι εκείνο του ανδρισμού. Κανείς δεν ήταν ωστόσο σε θέση να μου εξηγήσει τι είχε απογίνει ο βλάχικος πληθυσμός της Σιάτιστας, ούτε με ποιό τρόπο υποκαταστάθηκε από τους Έλληνες. Όταν τους ρωτούσα, κοίταζαν ο ένας τον άλλον απορημένοι.


    Βιβλιογραφία  και παραπομπές

    [1] Φραγκίσκος – Κάρολος – Ούγγος – Λαυρέντιος Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία Θεσσαλία, μετάφραση Νίκη Μολφέτα, εκδόσεις Αφων Τολίδη.
    [2] Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σελ. 229
    [3] Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την ονομασία Θέματα φέρονταν αφενός μεν οι διοικητικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας οι οποίες δημιουργήθηκαν πιθανά τον 7ο αιώνα, κατά τη δυναστεία του Ηρακλείου, μετά την κατάργηση των επαρχιών που είχαν θεσπίσει παλαιότερα ο Διοκλητιανός και ο Μεγάλος Κωνσταντίνος και αφετέρου οι στρατιωτικές μονάδες που συγκροτούνταν σ΄ αυτές μετά από επιστράτευση.
    Στα θέματα υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες Χριστιανοί ορθόδοξοι στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια, ή στρατοτόπια). Με τα έσοδά τους εξ αυτών οι στρατιώτες – αγρότες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Έτσι οι διοικητικές περιφέρειες των Θεμάτων ήταν ταυτόχρονα και οι στρατιωτικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας. Τα θέματα βοήθησαν και στην επικράτηση της μικρομεσαίας αγροτικής τάξης στο Βυζάντιο. Πηγή: http://el.wikipedia.org
    [4] Πηγή: Το Βόιον

    *Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://fr.academic.ru/dic.nsf/frwiki/609033. ο Χάρτης της περιοχής του όρους Βέρμιο είναι από εδώ: http://www.greekscapes.gr/index.php/2010-01-21-16-47-29/landscapescat/51/154-vermio.html

    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Η γελαστή γη της Μακεδονίας [Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρειο Ελλάδα, αρχές 19ου αι.] (Ι) Rating: 5 Reviewed By: e-kozani
    Scroll to Top